Στις 27 Απριλίου 1941 (Κυριακή του Θωμά) τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Αθήνα. Το επόμενο κιόλας πρωί, ναζί αξιωματικοί πήγαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για να επιθεωρήσουν τις αρχαιότητες και να εκτιμήσουν ποια θα έκλεβαν για να τα μεταφέρουν στη Γερμανία.
Αλλά το Μουσείο ήταν άδειο! Τίποτα δεν υπήρχε στις αίθουσες από τα σπουδαία εκθέματα του ένδοξου ελληνικού παρελθόντος. Οι Έλληνες αρχαιολόγοι και το προσωπικό του Μουσείου είχαν φροντίσει να κρύψουν τους θησαυρούς.
Οι ναζί αξιωματικοί ρώτησαν τους Έλληνες πού είχαν κρύψει τα αγάλματα και όλα τα άλλα εκθέματα. Κανείς όμως δεν τους αποκάλυψε το μυστικό, όσο και αν επέμεναν με φοβερές απειλές οι Γερμανοί.
Πού βρίσκονταν τα αρχαία;
Τα μεγάλα αρχαία αγάλματα είχαν θαφτεί κάτω από τις αίθουσες του Μουσείου, και έτσι έμειναν μέχρι το τέλος του πολέμου. Άλλα, γλυπτά, χάλκινα και πήλινα έργα είχαν εγκιβωτισθεί και μεταφερθεί σε καταφύγια της Αθήνας και τα χρυσά είχαν αποκρυβεί στα υπόγεια της Τράπεζας της Ελλάδος.
Μετά το τέλος του Πολέμου
Το πρώτο μέλημα για τους Έλληνες, μετά την απελευθέρωση, ήταν να ξεθάψουν τα αρχαία. Με την αγωνία, βέβαια, να δουν τι είχε γίνει κάτω από το παχύ στρώμα της άμμου, σε ποια κατάσταση βρίσκονταν τα θαμμένα γλυπτά.
Στιγμές από την αποκάλυψη των αρχαίων αγαλμάτων μάς μεταφέρει με τον δικό του τρόπο ο Γιώργος Σεφέρης στις Μέρες:
«Τρίτη 4 Ιουνίου 1946
Το μεσημέρι στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Ξεθάβουν τώρα -άλλα σε κάσες και άλλα γυμνά κατάσαρκα μέσα στο χώμα- τα αγάλματα. Σε μια από τις παλιές μεγάλες αίθουσες, γνώριμες από τα μαθητικά μας χρόνια με τη στεγνή όψη που έφερνε κάπως προς τη βαρετή δημόσια βιβλιοθήκη, οι εργάτες δουλεύουν με φτυάρια και με αξίνες. Το δάπεδο, αν δεν κοίταζες τη στέγη, τα παράθυρα και τους τοίχους με τις χρυσές επιγραφές, θα μπορούσε να ήταν ένας όποιος τόπος ανασκαφών. Τα αγάλματα βυθισμένα ακόμη στη γης, φαινόντουσαν από τη μέση και πάνω γυμνά, φυτεμένα στην τύχη. …Ήταν ένας αναστάσιμος χορός αναδυομένων, μια δευτέρα παρουσία σωμάτων που σου έδινε μια παλαβή χαρά.»
Η απόκρυψη των αρχαίων Θησαυρών μας
Με την έναρξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940, η Διεύθυνση Αρχαιολογίας του Υπουργείου Παιδείας εξέδωσε γενικές τεχνικές οδηγίες για την προστασία των Μουσείων από τους εναέριους κινδύνους. Μια τιτάνια προσπάθεια ξεκίνησε τότε σε όλη τη χώρα από τις επιτροπές απόκρυψης και ασφάλισης των εκθεμάτων των μουσείων.
Οκτώβριος 1940 στην Κέρκυρα: Η αυτοθυσία του «Λόχου Λαντζίδη»
Οκτώβριος 1940: Οι πρώτες ώρες του πολέμου στα Χανιά
Μαρτυρίες και προσωπικά βιώματα της Σέμνης Καρούζου (Έφορος Αγγείων και Μικροτεχνίας) από τη δραματική εκείνη περίοδο ανακοινώθηκαν τον Μάρτιο του 1967 και δημοσιεύθηκαν το 1984 στα Πρακτικά του Πρώτου Συνεδρίου του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων.
Αναφερόμενη ειδικότερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, η Σέμνη Καρούζου μας παραδίδει: «Έξι ολόκληρους μήνες, όσο κράτησε το Αλβανικό έπος, χρειάσθηκαν για να φυλαχθούν τα αρχαία μας που για την τύχη τους τόσο ανησύχησε ο λαός στο άκουσμα του πολέμου… Πολύ πρωί πριν να δύσει η σελήνη συγκεντρώνονταν στο Μουσείο όσοι είχαν αναλάβει την εργασία τούτη, νύχτα έφευγαν για να πάνε στα σπίτια τους.»
Και ενώ στο μέτωπο οι ηρωικοί μας στρατιώτες έγραφαν την εποποιία του «Όχι» βροντοφωνάζοντας «Αέρα», ένα άλλο σύνθημα ηχούσε στους χώρους του μουσείου. «Βάλε φωτιά» ήταν ένα από τα παραγγέλματα που έδινε ο γλύπτης Ανδρέας Παναγιωτάκης όταν οι τεχνίτες τραβούσαν με αλυσίδες και σχοινιά τα μαρμάρινα αγάλματα για να τα τοποθετήσουν σε μεγάλους λάκκους που είχαν ανοίξει στη βόρεια πτέρυγα.
Credits - Όλες οι φωτογραφίς Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου