Μια συγκλονιστική ιστορία αγάπης που γεννήθηκε στο πιο απρόσμενο μέρος - το κολαστήριο του Άουσβιτς - κι αψήφησε τον θάνατο, φέρνουν στο φως οι New York Times.
Είναι η ιστορία δύο Εβραίων πρώην κρατουμένων στο διαβόητο στρατόπεδο στη νότια Πολωνία, όπου έχασαν τις ζωές τους πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι στη διάρκεια του Ολοκαυτώματος, δύο εραστών που ξανάσμιξαν μετά από 72 χρόνια, όπως ο Αμερικανός στρατιώτης Κάρα Τρόι Ρόμπινς που ξαναβρήκε πέρυσι τη Γαλλίδα αγαπημένη του, Ζανίν Πίρσον.
Ο Ντέιβιντ Βίσνια ήταν 17 ετών, όταν γνώρισε στο Άουσβιτς την κατά οκτώ χρόνια μεγαλύτερή του, Έλεν «Ζίπι» Σπίτζερ. Κατά κάποιο τρόπο ήταν κι οι δυο τους «τυχεροί», αφού λόγω των ειδικών ταλέντων τους κατάφεραν να ξεφύγουν από την μοίρα τόσων άλλων, που εξοντώθηκαν ή πέθαναν από την πείνα.
Εκείνη ήταν μια ταλαντούχα σχεδιάστρια, που εργαζόταν σ’ ένα γραφείο αναμειγνύοντας μπογιές και ζωγραφίζοντας λωρίδες στις γυναικείες στολές των κρατουμένων. Εκείνος είχε αρχικά επιφορτιστεί με την ταφή όσων είχαν αυτοκτονήσει στο στρατόπεδο, μέχρι που αποδείχθηκε ότι είχε ταλέντο στο τραγούδι και οι φρουροί κι οι αξιωματικοί των SS τον έβαζαν να τραγουδάει.
Τα κρυφά ραντεβού κάτω από τη μύτη των ναζί στο Άουσβιτς
Αφού ξεπέρασαν τον αρχικό φόβο μήπως τους συλλάβουν, οι δυό τους κατάφερναν , λόγω των ειδικών καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί, να δίνουν ραντεβού σε μυστικές τοποθεσίες μέσα στο Άουσβιτς, πράγμα σπάνιο για ένα στρατόπεδο όπου οι άρρενες κρατούμενοι ζούσαν χωριστά από τις γυναίκες. Ο έρωτας έδινε φτερά στον Ντέιβιντ. «Με διάλεξε», θυμάται. Στα ραντεβού τους δεν μιλούσαν πολύ κι όταν το έκαναν αφηγούνταν ο ένας στον άλλος ιστορίες από το παρελθόν τους. Ήταν σε μια από τις συναντήσεις αυτές που η Έλεν του έμαθε ένα ουγγαρέζικο τραγούδι.
Μετά από κάποιους μήνες άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε και τότε η διοίκηση του Άουσβιτς άρχισε να μεταφέρει κρατουμένους σε άλλα στρατόπεδα, ή να τους στέλνει σε πορείες θανάτου. Ο Ντέιβιντ έφυγε πρώτος και κατάφερε να γλιτώσει από μια πορεία θανάτου χτυπώντας μ’ ένα φτυάρι έναν αξιωματικό των SS. Κρύφτηκε σ’ έναν αχυρώνα μέχρι που τον εντόπισαν Αμερικανοί στρατιώτες που του έδωσαν όπλο και στολή και τον πήραν μαζί τους ως μεταφραστή. Η Έλεν ήταν μια από τις τελευταίες που εγκατέλειψαν το Άουσβιτς. Γλίτωσε και αυτή ως εκ θαύματος από μια πορεία θανάτου και κατάφερε να φθάσει μέχρι το Φέλνταφινγκ, ένα στρατόπεδο όπου είχαν καταφύγει κι άλλοι Εβραίοι θύματα του πογκρόμ των Ναζί.
Η διάσωση από το κολαστήριο
Όσο ήταν ακόμη στο Άουσβιτς, μέσα στη φρίκη των εκτελέσεων, των θαλάμων αερίων και της λιμοκτονίας, έκαναν σχέδια για το μέλλον. Είχαν συνεννοηθεί να συναντηθούν στη Βαρσοβία μετά τη λήξη του πολέμου, αλλά ο Ντέιβιντ επέλεξε να αναζητήσει την τύχη του στην Αμερική. Από τη στιγμή που του έδωσαν στολή Αμερικανού στρατιώτη «έγινα 110% Αμερικανός», όπως είπε αφηγούμενος τη δραματική ιστορία της απόδρασής του.
Έχοντας χάσει ο ένας τα ίχνη του άλλου, βρήκαν νέους συντρόφους και παντρεύτηκαν. Ο Ντέιβιντ μετανάστευσε στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης όπου ζούσαν οι θείοι του. Είχε χάσει σχεδόν όλους τους συγγενείς πρώτου βαθμού στο Ολοκαύτωμα. Η Έλεν κι ο άνδρας της, Έρβιν Τιχάουερ, αφιέρωσαν τις ζωές τους σε ανθρωπιστικούς σκοπούς ταξιδεύοντας από το Περού και τη Βολιβία, μέχρι την Ινδονησία και την Αυστραλία, μέχρι που κατέληξαν και αυτοί στις ΗΠΑ. Μετά από κάποιο διάστημα στο Ώστιν του Τέξας, εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Νέα Υόρκη. Ο Ντέιβιντ, που είχε στο μεταξύ μετακομίσει στην Πενσυλβάνια με τη γυναίκα του και την οικογένειά του, έμαθε μέσω ενός κοινού γνωστού ότι ο έρωτας της ζωής του ζούσε στη Νέα Υόρκη. Προσπάθησε να κανονίσει μια συνάντησή τους, αλλά εκείνη δεν πήγε ποτέ, καθώς το θεωρούσε ανάρμοστο, από τη στιγμή που ήταν και οι δυο τους παντρεμένοι.
Το τελευταίο ραντεβού
Όλα αυτά μέχρι το 2016, που ο Ντέιβιντ έκανε άλλη μια προσπάθεια να επικοινωνήσει με την πρώην ερωμένη του. Ήθελε να τη ρωτήσει κατάματα αν σε εκείνη όφειλε το γεγονός ότι κατάφερε να βγει ζωντανός από το κολαστήριο του Άουσβιτς.
Πήρε μαζί του δυο εγγόνια του και πήγε στο σπίτι της Έλεν στη Νέα Υόρκη. Εκείνη ήταν κατάκοιτη στο κρεβάτι, βαριά άρρωστη, αλλά παρά τα 72 χρόνια που είχαν περάσει, τον αναγνώρισε. «Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, σαν να ξαναγύρισε η ζωή μέσα της. Μείναμε όλοι άφωνοι», λέει ο εγγονός του Ντέιβιντ, Άβι. Άρχισαν να μιλούν αδιάκοπα. «Με ρώτησε μπροστά στα εγγόνια μου: “Είπες στη γυναίκα σου τι κάναμε;” Της λέω “Ζίπι!”», θυμάται ο Ντέιβιντ. Επί δύο ώρες συζητούσαν, της έλεγε για την περίοδο στον αμερικανικό στρατό, τα παιδιά του κι εκείνη του μιλούσε για το ανθρωπιστικό της έργο μετά τη λήξη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου. Στο τέλος ο Ντέιβιντ της έθεσε την ερώτηση που τον έτρωγε τόσα χρόνια: αν εκείνη είχε παίξει κάποιο ρόλο στη διάσωσή του στο Άουσβιτς. Σήκωσε το χέρι της και έδειξε τον αριθμό πέντε με τα δάκτυλά της. «Πέντε φορές σε γλίτωσα», του είπε. Είχε όμως κι άλλο ένα, απρόσμενο μυστικό να του εκμυστηρευτεί: «Σε περίμενα», του είπε. Τον περίμενε στη Βαρσοβία, αλλά τα κύματα της ζωής και τα όνειρά του τον παρέσυραν αλλού.
Στα 93 του σήμερα ο Ντέιβιντ ζει στην Πενσυλβάνια κρατώντας ζωντανή την ανάμνηση της αγαπημένης του, της γυναίκας που τον έσωσε τόσες φορές. Η Έλεν έσβησε πέρυσι σε ηλικία εκατό ετών. Στην τελευταία συνάντησή τους ζήτησε από τον Ντέιβιντ να της τραγουδήσει. Κι εκείνος, της έπιασε το χέρι κι άρχισε να της τραγουδά το ουγγαρέζικο τραγούδι που του είχε μάθει στο Άουσβιτς…