Ο κατά συρροή δολοφόνος Τζον Γουέιν Γκέισι ήταν επίδοξος πολιτικός, αγαπημένος εργολάβος της περιοχής και κλόουν μερικής απασχόλησης, ο οποίος δολοφόνησε 33 νεαρούς άνδρες μεταξύ του 1972 και του 1976.
Η πλειοψηφία των θυμάτων του βρέθηκαν θαμμένα κάτω από το σπίτι του, στα ήσυχα βορειοδυτικά προάστια του Σικάγου. Πενήντα χρόνια αργότερα, οι επιστήμονες ακόμα προσπαθούν να ταυτοποιήσουν όλα τα θύματά του μέσω DNA, αλλά χάρη σε 60 ώρες ηχητικού υλικού που ήρθαν στο φως μεταξύ του Γκέισι και της ομάδας υπεράσπισης του, έχουμε μια νέα προοπτική για τη ναρκισσιστική νοοτροπία του δολοφόνου και μια βαθύτερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο παρέμενε για τόσο καιρό ατιμώρητος.
Ως δεύτερο μέρος της συνεχιζόμενης σειράς του σκηνοθέτη Τζο Μπέρλιντζερ (Συζήτηση με έναν Δολοφόνο: Τεντ Μπάντι), αυτό το ντοκιμαντέρ τριών επεισοδίων του Netflix περιλαμβάνει επίσης νέες συνεντεύξεις με βασικούς εμπλεκόμενους –μερικοί από τους οποίους δεν έχουν ξαναμιλήσει ποτέ, συμπεριλαμβανομένης της συγκλονιστικής μαρτυρίας ενός από τους επιζώντες του Γκέισι– ενώ όλοι αναζητούν απαντήσεις σε μια κρίσιμη ερώτηση: πώς κατάφερε ένα δημόσιο πρόσωπο όπως ο Γκέισι να τη βγάλει καθαρή για τόσο καιρό;
Η ιστορία του κατά συρροή δολοφόνου - κλόουν
Δεν θα μπορούσε ποτέ κανείς να σκεφτεί πως ο σκληρά εργαζόμενος, εξωστρεφής «οικογενειάρχης» της διπλανής πόρτας που διασκέδαζε τα παιδιά της περιοχής ως κλόουν σε πάρτι, είναι ο δράστης ενός από τα χειρότερα όργια δολοφονιών στην ιστορία των ΗΠΑ. Ο Τζον Γουέιν Γκέισι όμως, ήταν ακριβώς αυτό.
Τώρα, σχεδόν 30 χρόνια μετά την εκτέλεσή του για τη βάναυση δολοφονία 33 νεαρών ανδρών και αγοριών, ο άνθρωπος που έγινε γνωστός ως ο κλόουν δολοφόνος αφηγείται την ιστορία του με ανατριχιαστική ειλικρίνεια σε ηχογραφήσεις που δεν είχαν ακουστεί ποτέ πριν από το κελί του στην πτέρυγα της φυλακής, οι οποίες κυκλοφόρησαν ως μέρος ενός νέου ντοκιμαντέρ του Netflix, με τίτλο «Συζήτηση με έναν Δολοφόνο: Τζον Γουέιν Γκέισι».
Στις ανατριχιαστικές ηχογραφήσεις, ο Γκέισι ακούγεται να καυχιέται στους δικηγόρους του ότι «ξεγέλασε» τους αστυνομικούς και κυνηγούσε «τους αθώους αρρενωπούς» κατά τη διάρκεια της εξαετούς φονικής του δράσης, αποκαλύπτοντας ότι, για εκείνον, τα θύματά του δεν ήταν «ανθρώπινα όντα» και κάποια στιγμή παραδέχεται ότι η δολοφονία ενός νεαρού άνδρα του χάρισε «έναν αποχαυνωτικό οργασμό».
Οι αστυνομικοί ήξεραν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά όταν ο 15χρονος Ρομπ Πιεστ από το Ντεσ Πλέινς του Ιλινόις εξαφανίστηκε μυστηριωδώς από τη δουλειά του σε ένα τοπικό φαρμακείο στις 11 Δεκεμβρίου 1978.
Η Κιμ Μπάιερς -Λαντ, συνάδελφος και φίλη, θυμήθηκε και είπε στην αστυνομία ότι τον είδαν για τελευταία φορά να μιλάει με έναν ιδιόρρυθμο μεσήλικα που έκανε εργολαβικές εργασίες στο κατάστημα. Ο Πιεστ άρπαξε το παλτό του, βγήκε έξω για να ρωτήσει για μια πιθανή καλοκαιρινή ευκαιρία εργασίας - και δεν τον ξαναείδε κανείς.
Αυτό που οι αστυνομικοί δεν είχαν συνειδητοποιήσει είναι ότι η έρευνα για την εξαφάνιση του Πιεστ θα άνοιγε την υπόθεση ενός από τους πιο διεστραμμένους κατά συρροή δολοφόνους της Αμερικής.
O πατέρας δύο παιδιών ήταν ένας φαινομενικά συνηθισμένος άνθρωπος. Στον ελεύθερο χρόνο του, ο Γκέισι έδινε παραστάσεις σε παιδικά νοσοκομεία και φιλανθρωπικές εκδηλώσεις με το alter ego του, τον «Pogo the Clown».
Ακόμα και όταν στενοί συνεργάτες γύρω του άρχισαν να εξαφανίζονται, κανείς δεν υποψιαζόταν ότι ο άνθρωπος που κρυβόταν πίσω από το ζωγραφισμένο πρόσωπό του, ήταν ένας ψυχοπαθής δολοφόνος που βίαζε, βασάνιζε και στραγγάλιζε δεκάδες νεαρούς άνδρες και αγόρια κατά τη διάρκεια ενός εξαετούς φονικού ξεσπάσματος που διήρκεσε από το 1972 έως το 1978.
Η εξαχρείωση των εγκλημάτων του Γκέισι συγκλόνισε την κοινή γνώμη, όταν έμαθε πώς έθαβε 29 πτώματα κάτω από το ήσυχο σπίτι του στα προάστια του Σικάγο. Τέσσερα άλλα, μεταξύ των οποίων και ο Πιεστ, πετάχτηκαν σε ένα κοντινό ποτάμι όταν του τελείωσε ο χώρος κάτω από το σπίτι του. Μέχρι σήμερα, πέντε θύματα παρέμειναν αγνώστων στοιχείων.
Ενώ περίμενε να δικαστεί για φόνο, στον Γκέισι πήρε συνέντευξη η νομική του ομάδα υπεράσπισης, η οποία διήρκεσε πάνω από 60 ώρες μαγνητοφωνημένης κατάθεσης. «Υπήρξα δικαστής, ένορκος και εκτελεστής πολλών πολλών ανθρώπων», λέει στις ηχογραφήσεις που αποκαλύφθηκαν. «Τώρα θέλω να γίνω ο δικός μου δικαστής, ένορκος και δήμιος, θα σας πω όλα όσα συνέβησαν».
Το ντοκιμαντέρ εξετάζει τη διπλή ζωή ενός επίδοξου Δημοκρατικού πολιτικού και αγαπημένου τοπικού επιχειρηματία, ο οποίος έγινε γνωστός ως «ο κατά συρροή δολοφόνος κλόουν».
Ποιος είναι ο δολοφόνος που κρύβεται πίσω από το προσωπείο του κλόουν
Γεννημένος στο Σικάγο το 1942, ο Γκέισι πέρασε μια δύσκολη παιδική ηλικία κάτω από την τιμωρητική επιρροή ενός αλκοολικού πατέρα, που τον κακοποιούσε σωματικά και ψυχικά.
Πήρε το όνομά του από τον Τζον Γουέιν - τον θρυλικό καουμπόη του Χόλιγουντ και πρότυπο του αμερικανικού ανδρισμού και της αρετής - αλλά ήταν ανίκανος να ανταποκριθεί στον συνονόματό του ως αδέξιο, υπέρβαρο και μη αθλητικό παιδί. Ως μόνιμη απογοήτευση για τον πατέρα του, ο Γκέισι τον χτυπούσαν συνεχώς και γελοιοποιούνταν ως «αδελφή», που «πιθανώς θα μεγάλωνε και θα γινόταν αδελφή».
«Υποθέτω ότι δεν είχα την εικόνα του μάτσο», δήλωσε ο Γκέισι στις ηχογραφήσεις που παρουσιάζονται στο Netflix. Ήταν ένα ευαίσθητο παιδί, «ξέρετε, το μικρό φιλάσθενο βιβλιοφάγο».
«Ενδιαφερόμουν περισσότερο για το πώς μεγάλωναν τα λουλούδια. Προτιμούσα να κάθομαι και να ακούω τη Σουίτα του Καρυοθραύστη ή την 5η του Μπετόβεν ή τη μουσική του Τσαϊκόφσκι».
Τον Γκέισι τον έλκυε η πιο περιποιητική συμπεριφορά της μητέρας του, αλλά τελικά ανέπτυξε ένα παράξενο φετίχ για τα εσώρουχά της. Ισχυριζόταν ότι απολάμβανε το άρωμα και την απαλή υφή των εσώρουχων, αλλά η μητέρα του ήταν λιγότερο επιεικής όταν ανακάλυψε τον Γκέισι να τα δοκιμάζει. «Με ανάγκασε να το φορέσω και με τιμώρησε με αυτό», ακούγεται να λέει στις κασέτες.
Ο κλινικός ψυχολόγος, Ρίτσαρντ Ράπαπορτ που διετέλεσε ο επικεφαλής ψυχίατρος της υπεράσπισης του Γκέισι, δήλωσε στο Netflix: «Του άρεσε η απαλότητα και η ευγενική συμπεριφορά της μητέρας του σε σύγκριση με τον πατέρα. Και τα εσώρουχά της συμβόλιζαν αυτό. Είχε τις συγκρούσεις του σχετικά με τη σεξουαλικότητά του, που τον οδήγησαν να δοκιμάσει τα εσώρουχά της και τον έλκυε αυτό».
Ο πρώτος γάμος του κατά συρροή δολοφόνου
Μετά από σύντομο φλερτ, ο Γκέισι παντρεύτηκε τη Μαρλίν Μέγιερς το 1964. Το ζευγάρι μετακόμισε στο Waterloo της Iowa, όπου του δόθηκε η ευκαιρία να διαχειριστεί τρία franchise του Kentucky Fried Chicken για λογαριασμό του πεθερού του.
«Απόλαυσα τα πρώτα χρόνια του έγγαμου βίου μου, ήμουν πραγματικά τυλιγμένος σε αυτό, είχα ένα τόσο ωραίο ζεστό συναίσθημα και ήμουν τόσο ευτυχισμένος μαζί της», δήλωσε ο Γκέισι στη σειρά του Netflix.
Λίγο αργότερα καλωσόρισε δύο παιδιά, τον Μάικλ το 1966 και την Κριστίν το 1967. Περιέγραψε αυτή την περίοδο της ζωής του σαν «να βρίσκομαι συνέχεια στην εκκλησία».
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Γκέισι δραστηριοποιήθηκε στην τοπική πολιτική, ως περιφερειάρχης του Δημοκρατικού Κόμματος. «Οι περιφερειάρχες φροντίζουν τους ανθρώπους στη γειτονιά», εξήγησε στο Netflix ο δικηγόρος του, Σαμ Αμιράντε. «Αν κάποιος χρειαζόταν έναν κάδο απορριμμάτων ή κάποιος χρειαζόταν να αλλάξει μια λάμπα ή κάποιος να φτυαρίσει το δρόμο του, ο περιφερειάρχης θα ήταν εκεί για να τον βοηθήσει».
Εντάχθηκε επίσης στους τοπικούς "Jaycees", μια αστική οργάνωση για άνδρες ηλικίας 18 έως 40 ετών που ενδιαφέρονται να κάνουν φιλανθρωπικό έργο. Στις συναντήσεις, ο Γκέισι συχνά παρείχε τηγανητό κοτόπουλο και επέμενε να τον αποκαλούν «Συνταγματάρχη». Παρά τη φήμη του ότι ήταν φαφλατάς, τελικά έφτασε να γίνει αντιπρόεδρος του Waterloo Jaycees για τις ικανότητές του στη συγκέντρωση χρημάτων.
Η εικόνα του τέλειου οικογενειάρχη καταρρέει
Η εικόνα του τέλειου οικογενειάρχη κατέρρευσε το 1968, όταν ο Γκέισι καταδικάστηκε για σοδομισμό για την επίθεση στον 15χρονο Ντόναλντ Βόρχις, γιο ενός μέλους στους Jaycees.
Ο Γκέισι αφηγείται την ιστορία, του πώς πήρε τον έφηβο που έκανε ωτοστόπ και τον έφερε στο σπίτι του. «Με ρωτούσε για τις ταινίες μόνο για άνδρες. Έτσι εγώ, σαν βλάκας, τον πήγα στο σπίτι μου και του έδειξα τις ταινίες. Φυσικά άναψα βλέποντάς τες. Εν πάση περιπτώσει, για να συντομεύσω την κουβέντα, αυτό που συνέβη είναι ότι κατέληξε να μου πάρει πίπα».
Τελικά ο Βόρχις ανέφερε το περιστατικό στον πατέρα του και ο Γκέισι καταδικάστηκε στη συνέχεια σε 10 χρόνια φυλάκισης. Η Μαρλίν κατέθεσε αίτηση διαζυγίου λίγο αργότερα και ο Γκέισι παρέμεινε αποξενωμένος από τα βιολογικά του παιδιά για το υπόλοιπο της ζωής του.
«Είχα μια γυναίκα, είχα δύο παιδιά. Είχα μια επιχείρηση. Είχα πλούτο. Γιατί στο διάολο βγήκα έξω και έμπλεξα με ένα παιδί;» λέει στις κασέτες που δεν έχουν ακουστεί ποτέ μέχρι σήμερα.
Η συγκλονιστική μαρτυρία ενός άνδρα που κακοποιήθηκε από τον Γκέισι - Μιλά για πρώτη φορά
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Γκέισι κακοποιούσε και αρκετούς άλλους νέους, μεταξύ των οποίων και ο Στιβ Νέμερς, ο οποίος μιλάει για πρώτη φορά στο Netflix για την εμπειρία του με τον κατά συρροή βιαστή.
Γνώρισε τον Γκέισι το 1967 μέσω ενός συμμαθητή του, που ήταν υπάλληλός του στο Kentucky Fried Chicken. Ο Γκέισι προσκάλεσε την ομάδα των νεαρών αγοριών στο σπίτι του για να παίξουν μπιλιάρδο, ενώ η «οικογένειά του έλειπε από την πόλη».
Ανάμεσα στα πολυάριθμα κορνιζαρισμένα χαρτιά που έμοιαζαν με επίσημα πιστοποιητικά και κρέμονταν στους τοίχους του υπόγειου δωματίου κλαμπ του Γκέισι, ο Νέμερς θυμήθηκε ότι είδε ένα από το Συμβούλιο Σεξ και Υγείας του Κυβερνήτη του Ιλινόις. «Μου είπε ότι ήταν μέλος ενός συμβουλίου που μελετούσε τους ομοφυλόφιλους».
Όταν ήταν πολύ αργά για να οδηγήσει ο Νέμερς στο σπίτι του, ο Γκέισι πρόσφερε στον επισκέπτη του ένα εφεδρικό υπνοδωμάτιο για να περάσει τη νύχτα. Αμέσως μετά, του πρότεινε να παίξουν ένα παιχνίδι πόκερ με υψηλά στοιχήματα. «Αν κερδίσω, πρέπει να μου κάνεις μια σεξουαλική πράξη. Αν κερδίσεις εσύ, πρέπει να σου κάνω μια σεξουαλική πράξη».
Όταν ο Νέμερς αρνήθηκε, ο Γκέισι ισχυρίστηκε ότι επρόκειτο απλώς να «δοκιμάσει την ηθική του» στο πλαίσιο της μελέτης του για τους ομοφυλόφιλους. Όμως τα πράγματα πήραν τροπή προς το χειρότερο, όταν ο Γκέισι άνοιξε μια πορνογραφική ταινία για να παρακολουθήσει ο έφηβος. «Ξαφνικά άκουσα ένα όπλο να κάνει κλικ πίσω μου», λέει ο ίδιος.
Κρατώντας τον υπό την απειλή όπλου, ο Γκέισι απαίτησε να βγάλει το παντελόνι του για να του κάνει στοματικό σεξ. «Έκλαιγα και έκλαιγα και τον παρακαλούσα να μην το κάνει αυτό και μετά από ένα λεπτό απόλυτου τρόμου, άρχισε να γελάει», θυμάται ο Νέμερς στο ντοκιμαντέρ.
Αργότερα εκείνο το βράδυ, ξύπνησε με κάποιον να του τρίβει το πόδι και ένα μαχαίρι στο λαιμό του. «Μέσα από το φως του παραθύρου, μπορούσα να δω το πρόσωπό του», λέει κλαίγοντας. «Αυτό είναι ένα θέαμα που στην πραγματικότητα με στοιχειώνει μέχρι σήμερα».
Καταδικάστηκε αλλά αποφυλακίστηκε - Ο 2ος γάμος του δολοφόνου
Ο Γκέισι καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλάκισης στο κρατικό σωφρονιστικό ίδρυμα Anamosa, αλλά αποφυλακίστηκε λόγω καλής συμπεριφοράς μετά από 18 μήνες. Κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου, έγινε ένας ισχυρός κρατούμενος στη θέση του αρχιμάγειρα και αύξησε το τμήμα Jaycee της φυλακής από 50 σε 650 μέλη.
Ένας συγκρατούμενος του, ο Ρέι Κορνέλ, περιγράφει στο Netflix πώς ο Γκέισι κλώτσησε έναν άνδρα στο σαγόνι, αφού τον είδε να κάνει πεολειχία σε έναν άλλο κρατούμενο. «Παλεύει με τις σεξουαλικές του ορμές προς τους ομοφυλόφιλους. Αυτό φάνηκε κατά τη γνώμη μου. Αυτό βγήκε στην προσωπικότητά του ως θυμός, ως οργή», λέει στο ντοκιμαντέρ.
Παρά το γεγονός ότι ήταν κρυφός ομοφυλόφιλος, ο Γκέισι ήταν εξωτερικά ομοφοβικός. Διευκρινίζοντας ότι ήταν αντίθετα αμφιφυλόφιλος, είπε στους δικηγόρους του: «Για μένα είναι σαν μια μορφή αυνανισμού, θα κάνω σεξ με οποιονδήποτε χωρίς να εμπλέκεται κανένα συναίσθημα», προσθέτοντας πως «Έτσι, μπορώ ειλικρινά να πω ότι δεν είχα ποτέ ομοφυλοφιλική σχέση, επειδή το μόνο που γνώρισα ποτέ, είναι στοματική ή πρωκτική επαφή χωρίς ερωτική επαφή. Δεν υπήρχε συναίσθημα, δεν υπήρχε αγάπη».
Βγαίνοντας από τη φυλακή, ήθελε απεγνωσμένα να αφήσει πίσω του το παρελθόν του και να εγκατασταθεί ξανά στο Σικάγο. «Είχα πάρει διαζύγιο από τη Μαρλίν. Πραγματικά δεν μου έλειπε η Μαρλίν, αλλά μου έλειπαν τα παιδιά. Ήθελα να είμαι ο Τζον Γουέιν Γκέισι, ο οικογενειάρχης, ο τύπος που ήθελε να έχει το δικό του σπίτι», εξηγεί στις ηχογραφήσεις.
Το 1971, αγόρασε ένα τροχόσπιτο στη Λεωφόρο Σάμερντεϊλ 8213, στη μεσοαστική προαστιακή γειτονιά Norwood Park Township και ξαναπαντρεύτηκε το 1972 την Κάρολ Χοφ, μια διαζευγμένη με δύο κόρες.
«Ο Τζον και η Κάρολ έμοιαζαν να είναι ένα απόλυτα φυσιολογικό ζευγάρι. Η Κάρολ φαινόταν λίγο ήσυχη και υποτακτική, αλλά πέρα από αυτό δεν υπήρχε τίποτα το ασυνήθιστο», θυμάται ο Μάρτι Ζιελίνσκι, πρώην υπάλληλος του Γκέισι. Για ένα διάστημα, λέει, αντιπροσώπευαν την τυπική οικογένεια των προαστίων του Σικάγο.
Ο Γκέισι ισχυρίζεται ότι ήταν «ειλικρινής» και «ξεκάθαρος» με την Κάρολ πριν από το γάμο τους. «Ήξερε ότι είχα φυλακιστεί, αλλά ήθελα να της εξηγήσω ότι ήμουν αμφιφυλόφιλος και ότι είχα ασχοληθεί με διάφορα πράγματα. Αλλά ότι δεν ήμουν - ξέρετε - γκέι ή κάτι τέτοιο».
Ξεκίνησε μια νέα επικερδή επιχείρηση με την επωνυμία, PDM Contractors για «ζωγραφική, διακόσμηση και συντήρηση». Για λίγο, το σπίτι τους έγινε κοινωνικός κόμβος για τους ανθρώπους της κοινότητας. Το ντοκιμαντέρ δείχνει πλάνα από αναδρομές του Γκέισι και της συζύγου του να διοργανώνουν μπάρμπεκιου στη γειτονιά και πικνίκ στην αυλή.
«Αλλά δεν ένιωθα ότι αγαπούσε ιδιαίτερα την Κάρολ. Δεν είδα ποτέ στοργή από μέρους του», εξήγησε ο Ζιελίνσκι. «Ποτέ δεν είδα στοργή προς κανέναν. Μπορούσε να είναι είτε καλός, είτε να είναι τελείως ηλίθιος, μπορούσε να αλλάξει αμέσως. Η εντύπωσή μου ήταν ότι ο Τζον νοιαζόταν μόνο για τον Τζον».
Η πρώτη δολοφονία του Γκέισι… «κατά λάθος»
Η πρώτη δολοφονία του Γκέισι ήταν ένα αγόρι που πήρε από το σταθμό λεωφορείων Greyhound και το έφερε στο σπίτι του, τον Ιανουάριο του 1972. Αργότερα, το 1986, αναγνωρίστηκε ως ο 16χρονος Τίμοθι ΜακΚόι, ο οποίος επέστρεφε στη Νεμπράσκα από τις χριστουγεννιάτικες διακοπές του στο Μίσιγκαν.
Του πρόσφερε επίμονα μερικά ποτά και οι δυο τους επιδόθηκαν σε στοματικό σεξ. Ισχυρίζεται ότι κοιμήθηκαν σε ξεχωριστά υπνοδωμάτια, αλλά λέει ότι ξύπνησε το πρωί και βρήκε τον ΜακΚόι να στέκεται στην πόρτα κρατώντας ένα κουζινομάχαιρο. Αφού οι δυο τους τσακώθηκαν, ο Γκέισι μαχαίρωσε θανάσιμα τον έφηβο και τον άφησε να πεθάνει στο υπνοδωμάτιο.
Όταν μπήκε στην κουζίνα, ο Γκέισι παρατήρησε ένα ανοιχτό κουτί με αυγά και ένα κομμάτι μπέικον στο στρωμένο τραπέζι για δύο και συνειδητοποίησε ότι ο ΜακΚόι είχε ετοιμάσει πρωινό και για τους δύο όταν μπήκε στο υπνοδωμάτιο του Γκέισι για να τον ξυπνήσει, ενώ κρατούσε αφηρημένα το κουζινομάχαιρο στο χέρι του.
Ο Γκέισι πέταξε το πτώμα στον στενό χώρο στο κτίριο του, που δίνει πρόσβαση στα δίκτυα ύδρευσης κι αποχέτευσης και αργότερα κάλυψε τον τάφο του με ένα στρώμα ασβέστη και μπετόν για να καλύψει την οσμή.
Σε συνέντευξή του αρκετά χρόνια μετά τη σύλληψή του, ο Γκέισι είπε ότι ακούγοντας τον επιθανάτιο ρόγχο του ΜακΚόι του έφερε έναν «οργασμό», προσθέτοντας πως «Τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι ο θάνατος ήταν η απόλυτη συγκίνηση».
Καθ' όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1972, η Κάρολ παρατήρησε μια μυρωδιά που φαινόταν να προέρχεται από κάτι που αποσυντίθεται στον υπόγειο χώρο. Σε ένα πίσω δωμάτιο υπήρχε ένα σμήνος από μύγες, οι οποίες πίστευε ότι τρέφονταν με οτιδήποτε υπήρχε εκεί κάτω - ίσως με νεκρά ποντίκια. Ο σύζυγός της, της εξήγησε ότι η έντονη οσμή ήταν αποτέλεσμα της απορροής από έναν σπασμένο σωλήνα αποχέτευσης.
«Πόγκο, ο κλόουν»
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Γκέισι άρχισε να εμφανίζεται τακτικά ως «Πόγκο ο κλόουν» σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις. «Ο Πόγκο ήταν δημιούργημα του ίδιου του Τζον, από το στυλ του μακιγιάζ μέχρι τον τρόπο που ενεργούσε. Ήταν όλα δικά του έργα. Ήταν πολύ περήφανος για τον Πόγκο τον κλόουν», δήλωσε ο Ζιελίνσκι.
«Μου άρεσε το φως της δημοσιότητας να συμμετέχω σε κάτι», δήλωσε ο Γκέισι στο ντοκιμαντέρ. «Αυτό περιελάμβανε την τοπική πολιτική των Δημοκρατικών, τις παρελάσεις, τον διευθυντή της παρέλασης και τον "Πόγκο τον κλόουν"».
Είπε ότι το να είναι ο κλόουν, τον έκανε να αισθάνεται καλά, «σχεδόν σαν το συναίσθημα που νιώθεις όταν βγαίνεις από την εκκλησία την παραμονή των Χριστουγέννων».
Του άρεσε ιδιαίτερα η αορατότητα του: «Όταν είσαι κλόουν, κρύβεις την εικόνα σου. Υπάρχουν πράγματα που μπορείς να κάνεις που δεν θα έκανες ως άνθρωπος», είπε απειλητικά. «Οι κλόουν μπορούν να ξεφύγουν με τα πάντα. Οι κλόουν μπορούν να ξεφύγουν από φόνο».
Ο γάμος του Γκέισι επιδεινώθηκε ραγδαία το 1973, όταν άρχισε να περνάει τις περισσότερες νύχτες έξω, περιπολώντας στην περιοχή των γκέι για περισσότερα θύματα. Είπε στην Κάρολ ότι επισκεπτόταν εργοτάξια στα οποία ήλπιζε να υποβάλει προσφορά για την PDM Contractors. Μέχρι τότε, έκαναν όλο και λιγότερο έρωτα και η Κάρολ παρατηρούσε τον σύζυγό της να φέρνει έφηβα αγόρια στο γκαράζ του όλες τις ώρες της νύχτας.
«Η Κάρολ και εγώ τσακωνόμασταν για το σεξ. Απλώς ήμουν κουρασμένος, δουλεύοντας επτά ημέρες την εβδομάδα. Απλά δεν ήθελες να το κάνεις».
Η ίδια γνώριζε καλά τις κλίσεις του από την αρχή, αλλά προς το τέλος της σχέσης τους είπε: «Δεν μπορούσε να λειτουργήσει με μια γυναίκα. Δεν κάναμε σχεδόν καθόλου σεξ», εξήγησε. «Του ήταν πολύ δύσκολο να έχει οποιαδήποτε σχέση μαζί μου».
Περίπου εκείνη την εποχή, η Κάρολο ανακάλυψε ανδρικά πορτοφόλια και περιοδικά γκέι πορνό κρυμμένα κάτω από τον νεροχύτη της κουζίνας. Μία από τις φωτογραφίες ήταν ενός νεαρού άνδρα που φαινόταν να έχει αίμα στο σώμα του.
Ο Γκέισι είπε στους δικηγόρους του ότι θεωρούσε τους ομοφυλόφιλους «άρρωστους και αδύναμους» και δήλωσε ότι ήταν ανοιχτός με την Κάρολ σχετικά με τη διεμφυλικότητά του. «Ήταν σχεδόν σαν να προσπαθούσα να της πω κάτι, ότι την χρειαζόμουν, ότι ήθελα βοήθεια από αυτήν».
Οι κατά συρροή δολοφονίες του Γκέισι
Αφού επισημοποιήθηκε το διαζύγιό τους το 1975, ο Γκέισι άρχισε να σκοτώνει συνέχεια. «Νομίζω ότι αν ήταν πιο δυνατή, αυτό το πράγμα δεν θα είχε ξεφύγει ποτέ».
Μέχρι το τέλος του 1976, είχε σκοτώσει άλλους επτά και έθαψε τα πτώματά τους κάτω από το σπίτι του. «Αφού ξέφυγα με τον πρώτο, συνέχισα να ξεφεύγω και με αυτούς. Γι' αυτό δεν σταμάτησα», λέει στις κασέτες.
Παρέσυρε τη λεία του από το δρόμο, με την υπόσχεση μιας δουλειάς στην PDM, ή με την προσφορά ποτού και ναρκωτικών, ή χρημάτων για σεξ. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο Γκέισι μιμούνταν έναν αστυνομικό με έναν αστυνομικό προβολέα προσαρμοσμένο στο μαύρο Oldsmobile του.
«Ποτέ δεν υποδύθηκα αστυνομικό», αντιτείνει ο ίδιος. «Αλλά έκανα πολύ σεξ απλά αφήνοντάς τους να φυτέψουν τον δικό τους σπόρο και αφήνοντάς τους να τον καλλιεργήσουν». Οι ερευνητές ανακάλυψαν αργότερα πάνω από 50 διαφορετικά σήματα από αστυνομικά τμήματα που χρησιμοποιούσε για να εξαπατά τα θύματά του.
Μόλις επέστρεφε στο σπίτι του, ο τρόπος δράσης του ήταν να ταΐζει έναν νεαρό με ποτό και ναρκωτικά για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Στη συνέχεια έφερνε ένα ζευγάρι χειροπέδες για να «δείξει ένα μαγικό κόλπο», δένοντας τα χέρια του πίσω από την πλάτη του και στη συνέχεια απελευθερωνόταν κρυφά με ένα κλειδί κρυμμένο ανάμεσα στα δάχτυλά του. Στη συνέχεια θα προσφερόταν να αλλάξει θέση με τον καλεσμένο του, ώστε να του διδάξει το κόλπο.
«Μόλις το παιδί φορούσε τις χειροπέδες, το παιχνίδι τελείωνε», εξήγησε ο ντετέκτιβ της αστυνομίας του Des Plaines, Γκρεγκ Μπέντοου. Αφού ακινητοποιούσε το θύμα του, ο Γκέισι προχωρούσε στο βιασμό και τα βασανιστήρια του αιχμαλώτου του - μερικές φορές με εγκαύματα από πούρα ή με βιασμούς με ξένα αντικείμενα. Συχνά ξεκινούσε με το να ξαπλώνει ο ίδιος πάνω από το στήθος του θύματός του, προτού το εξαναγκάσει σε πεολειχία και το δέσει σε ένα ξύλινο στύλο για να του επιφέρει περαιτέρω σεξουαλική κακοποίηση. Αναφερόταν στην τελική του πράξη ως το «κόλπο με το σχοινί», το οποίο ήταν ένας επίδεσμος που τοποθετούσε γύρω από το λαιμό του θύματος και τον έσφιγγε αργά.
Εκτός από το να δολοφονεί τους πιο κοντινούς του ανθρώπους, ο Γκέισι κυνηγούσε επίσης τακτικά τα άτυχα παιδιά που έπαιρνε από την πλατεία Bughouse και πλήρωνε 50 δολάρια για σεξ. «Θα μπορούσε να είναι ότι αναζητώντας διαφορετικούς ανθρώπους για σεξ, ανέπτυξα μίσος γι' αυτούς;» αναρωτήθηκε υποθετικά. Διέπραξε τα περισσότερα από τα εγκλήματά του μεταξύ 1976 και 1978.
« (Τα θύματα) Δεν είναι ανθρώπινα όντα..»
«Τους αγόρασες για μια ώρα, τους αγόρασες για δύο ώρες, αγόρασες το σώμα τους για να κάνεις ό,τι θέλεις με αυτό», λέει στο ντοκιμαντέρ του Netflix. «Για μένα, δεν είναι ανθρώπινα όντα. Είναι σαν να πηγαίνεις στο κατάστημα, αν αγοράσεις κάτι και αποφασίσεις ότι δεν σου αρέσει και θέλεις να το σπάσεις, είναι δικό σου για να το σπάσεις γιατί το πλήρωσες».
Καθώς το δολοφονικό παραλήρημα του Γκέισι έμενε ανεξέλεγκτο, η προτίμησή του να προσλαμβάνει εφήβους για να εργάζονται στην PDM Contracting δεν πέρασε απαρατήρητη. «Η επιλογή του Γκέισι για τους εργαζόμενους ήταν πάντα νεαροί άνδρες, μικρού αναστήματος, συνήθως με ανοιχτόχρωμα μαλλιά», δήλωσε ο Ραφαέλ Τοβάρ, μέλος της αστυνομίας του Des Plaines.
«Γενικά έψαχνα για νέους, ευπαρουσίαστους, με αρρενωπή εμφάνιση. Ένιωθα ότι πιθανώς θα είχα το πάνω χέρι ή την πατρική εικόνα απέναντί τους. Με άλλα λόγια, τους αθώους», δήλωσε ο Γκέισι στο ντοκιμαντέρ.
Ο Τόνι Αντονούτσι ήταν 16 ετών όταν άρχισε να εργάζεται για τον Γκέισι. «Ο Τζον σε έκανε πάντα να νιώθεις ότι είσαι φίλος του», λέει στο Netflix. Μια φορά, ενώ δούλευε σε μια οικοδομή, ο Αντονούτσι πάτησε ένα καρφί και χρειάστηκε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο για αντιτετανικό εμβόλιο. Ο Γκέισι έφερε τον έφηβο στο σπίτι του για να αναρρώσει, όπου συνέχισαν να μεθούν μαζί. «Έκανα χαβαλέ μαζί του - ξέρετε, απλά τον πείραζα - και έγινε πραγματικά βίαιος γι' αυτό, θύμωσε», θυμάται ο Αντονούτσι. «Πριν το καταλάβω, ο Γκέισι μου είχε περάσει χειροπέδες».
Ο Αντονούτσι ήταν ένας από τους λίγους τυχερούς που κατάφεραν να γλιστρήσει από τις χειροπέδες σε μια πάλη με τον Γκέισι. «Και τότε είπε αυτή τη φράση που θα μου μείνει για πάντα. Είπε: 'Όχι μόνο, είσαι ο μόνος που ξέφυγε από τις χειροπέδες, αλλά μου τις φόρεσες κιόλας"».
Δύο εβδομάδες μετά το περιστατικό με τον Αντονούτσι, ο Τζον Μπούτκοβιτς, ένας 18χρονος υπάλληλος της PDM Contractors, εξαφανίστηκε.
«Τα ισχυρότερα συναισθήματα που είχα για οποιονδήποτε από αυτούς ήταν ο Μπούτκοβιτς», λέει ο Γκέισι στις ηχογραφήσεις του Netflix. «Τον αντιμετώπιζα σαν μια σχέση πατέρα και γιου. Επίσης, μπήκα σε σεξουαλική σχέση μαζί του».
Σε σύντομο χρονικό διάστημα εξαφανίστηκαν άλλοι τέσσερις υπάλληλοι του Γκέισι: o Γουίλιαμ Μπάντι ηλικίας 19 ετών, ο Γκρέγκορι Γκόντζικ ηλικίας 17 ετών, ο Τζον Σικ ηλικίας 19 ετών και ο Τσαρλς Χάτουλα, ηλικίας 25 ετών.
Παρά τις προφανείς συνδέσεις τους, η αστυνομία δεν μπόρεσε να συσχετίσει τις εξαφανίσεις τους μέχρι το 1978, όταν άρχισε να ερευνά τον Ρομπ Πίεστ, που εξαφανίστηκε από τη δουλειά του μετά το σχολείο στο φαρμακείο Nisson. Ο Πίεστ εθεάθη για τελευταία φορά να μιλάει με τον Γκέισι για καλοκαιρινή εργασία στην PDM Contractors.
«Αυτό έδειξε ότι ο Τζον γνώριζε τέσσερις ή πέντε διαφορετικούς ανθρώπους που είχαν εξαφανιστεί και δεν είχαν εντοπιστεί ποτέ. Αυτό είναι εξαιρετικά ασυνήθιστο», δήλωσε ο ντετέκτιβ Ρον Ρόμπινσον. «Εννοώ ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν γνωρίζουν κανέναν αγνοούμενο, πόσο μάλλον τέσσερις ή πέντε».
Η αρχή του τέλους και η σύλληψη του μανιακού δολοφόνου
Η αστυνομία του Des Plaines άρχισε να παρακολουθεί τον Γκέισι όλο το εικοσιτετράωρο και έλαβε ένταλμα έρευνας για το σπίτι του. Κατά την έρευνα του ακινήτου, οι αστυνομικοί ανακάλυψαν πορνογραφία, χειροπέδες και βιβλία με τίτλους "Gay Love Letters" και "Pretty Boys Must Die". Βρήκαν επίσης άδειες οδήγησης που αφορούσαν αγνοούμενους, καθώς και ένα δαχτυλίδι με τα αρχικά 'JS', το οποίο ανήκε στον Τζον Σικ.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας που ακολούθησε στο μονώροφο σπίτι του ράντσου, οι αστυνομικοί παρατήρησαν την αλάνθαστη οσμή θανάτου. Ο Γκέισι συνελήφθη στις 21 Δεκεμβρίου 1978.
Την επόμενη μέρα, ο κλόουν-δολοφόνος παραδίδει στην αστυνομία μια φλύαρη ομολογία στην οποία παραδέχεται τους φόνους 33 ανδρών, με τους περισσότερους να είναι θαμμένοι στον υπόγειο χώρο κάτω από το σπίτι του. Εξήγησε ότι τέσσερις (συμπεριλαμβανομένου του τελευταίου θύματός του, του Ρομπ Πιεστ) πετάχτηκαν στον ποταμό Ντεσ Πλέινς όταν του τελείωσε ο χώρος.
Κατά τη διάρκεια των επόμενων εβδομάδων, οι ερευνητές θα έφερναν στο φως τα λείψανα 29 πτωμάτων στην ιδιοκτησία του Γκέισι. «Απλά συνέχιζαν να έρχονται, το ένα μετά το άλλο» δήλωσε ο ντετέκτιβ Μπέντοου. «Το μέγεθος όλου αυτού ήταν απίστευτο».
Ο Γκέισι καταδικάστηκε σε θάνατο το 1980 και εκτελέστηκε με θανατηφόρο ένεση το 1994. Χωρίς τύψεις μέχρι τέλους, τα τελευταία του λόγια ήταν: «Φίλα μου τον κ@@ο».