Τα διάσημα βρετανικά θαλασσινά ormers, που μαζεύονται στο νησί Γκέρνσεϊ, μπορούν να συλλεχθούν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και το μάζεμά τους διέπεται από αυστηρούς κανόνες.
Υπάρχουν μόνο περίπου 20 ημέρες τον χρόνο που ο νόμος σάς επιτρέπει να κατεβείτε στην ακτή στο νησί Γκέρνσεϊ του Αγγλικού Καναλιού, αναζητώντας ένα πολύτιμο μαλάκιο που, όταν τα γαλλικά ήταν η κυρίαρχη γλώσσα εκεί μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν γνωστό ως oreille de mer (θαλάσσιο αυτί) -αν και μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή το ονομάζει «αυτί της Αφροδίτης».
Τώρα γνωστό ως αλιώτιδα ή «αυτί της θάλασσας», αποτελεί μέλος της οικογένειας abalone, με δεκάδες παγκόσμια ξαδέλφια σε μέρη τόσο μακριά όσο η Σενεγάλη, η Αυστραλία, η Ιαπωνία και η Καλιφόρνια. Αλλά μόνο στα Νησιά της Μάγχης μαζεύονται με το χέρι από την παραλία και υπόκεινται σε μια σειρά κανόνων.
Τα «αυτιά της θάλασσας» είναι τόσο ιδιαίτερα, όσο το Γκέρνσεϊ. Το νησί ανήκει στο βρετανικό στέμμα εδώ και 800 χρόνια, παρά το ότι βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα μακριά από τις ακτές της Γαλλίας. Ρουστίκ «συνοικίες», που φέρουν αγγλοσαξονικά ονόματα όπως St Sampsons και St Peters και συνυπάρχουν με γαλλικές ονομασίες όπως Petit Bot και L'Ancresse, προσέλκυσαν ζωγράφους όπως ο Ρενουάρ για να αποτυπώσουν την ομορφιά τους.
Αυτό το πλήθος εθνικών επιρροών καταγράφεται και σε μια παλιά νησιωτική γλώσσα που επιστρέφει τώρα, έπειτα από αιώνες, στα σχολεία και στα μέσα ενημέρωσης. Η γλώσσα Guernesiaise, με ρίζες στα αρχαία γαλλικά της Νορμανδίας, χρησιμοποιείται σε επίσημες τελετές, καθώς και στην ονομασία παραδοσιακών τοπικών πιάτων, όπως το κέικ μήλου gâche mêlaïe (προφέρεται "gosh malar").
Ενώ ξέρεις τι να περιμένεις από το κέικ μήλου, τα «αυτιά της θάλασσας» είναι πιο δύσκολο να τα βρεις. «Οι άνθρωποι φαίνεται να τα αγαπούν ή να τα μισούν με την ίδια ένταση», λέει ο επί χρόνια συλλέκτης Πίτερ Πέριο.
Τι γεύση έχουν
Μια πρώιμη γαστρονομική αναφορά το 1673 περιέγραψε το θαλασσινό ως «πολύ μεγαλύτερο από ένα στρείδι… αλλά απίστευτα πιο ευχάριστο».
Τρεις αιώνες αργότερα, στο έργο του «The Book of Ebenezer LePage» του 1981 -μια φανταστική αντανάκλαση της ζωής ενός ανθρώπου στο Γκέρνσεϊ- ο Τζέραλντ Μπασίλ Έντουαρντς έγραψε: «Το φαγητό που μου αρέσει περισσότερο από όλα τα τρόφιμα είναι οι αλιώτιδες, αλλά δεν μπορώ να πω τι γεύση έχουν. Δεν είναι σαν ψάρι, κρέας ή πουλερικά. Δεν μοιάζουν με κανένα άλλο φαγώσιμο στη Γη».
Η δυσκολία στο να καθοριστεί η γεύση τους παραμένει μέχρι σήμερα. Το 2011 κάποιος χρήστης του UK Aquatic Plant Society thread είχε πει ότι τα συγκεκριμένα θαλασσινά «έχουν μια μοναδική γεύση που δεν υπάρχει πραγματικά στο λεξιλόγιο των περισσότερων ανθρώπων! Είναι νόστιμα, αλλά ούτε στο ελάχιστο δεν θυμίζουν ψάρι στη γεύση».
Εν τω μεταξύ, το Taste Atlas -ένας διαδικτυακός παγκόσμιος οδηγός για χιλιάδες παραδοσιακά τρόφιμα- περιέγραψε το θαλασσινό ormer με θετικούς αλλά μάλλον ασαφείς όρους. «Η σάρκα του είναι χυμώδης και έχει μια μοναδική, ήπια και ελαφρώς κρεατώδη υφή, αλλά ταυτόχρονα τη χαρακτηριστική γεύση των μαλακίων».
Ως τακτικός καταναλωτής, ο Πέριο δεν θέλει επίσης να είναι αναγκασμένος να πάρει μια απόφαση σχετικά με το πώς είναι η γεύση του -με τον ίδιο τρόπο που ίσως να μη θέλετε να σας περιορίζουν όταν προσπαθείτε να περιγράψετε ένα κομμάτι μουσικής ή τέχνης. «Τα σωστά μαγειρεμένα ormers έχουν υφή παρόμοια με τα καλαμάρια, το χταπόδι ή τις σουπιές», είπε μιλώντας στο BBC Travel. «Η γεύση είναι πραγματικά πολύ ξεχωριστή και δεν είναι άμεσα συγκρίσιμη με οτιδήποτε άλλο. Αν με αναγκάσουν να πω με τι μοιάζει, νομίζω ότι η πλησιέστερη σύγκριση θα ήταν τα μαλάκια razor clams ("σωλήνας του Ειρηνικού")».
Το κυνήγι του θαλασσινού και οι αυστηροί νόμοι
Το γεγονός ότι οι κυνηγοί ormer... κυνηγούν τη Σελήνη προσθέτει μαγεία σε αυτό το μαλάκιο. Ο νόμος τούς επιτρέπει να συγκεντρώνονται μόνο στις λεγόμενες «παλίρροιες ormering», που ορίζονται οι ημέρες πλήρους ή νέας Σελήνης μεταξύ της Πρωτοχρονιάς και του τέλους Απριλίου, συν δύο ημέρες μετά από κάθε σεληνιακή φάση. Αυτές είναι οι μέρες που ο ουράνιος συνεργάτης της Γης έχει τη μεγαλύτερη επίδραση στις παλιρροϊκές περιοχές.
Καθώς το φεγγάρι τραβά πίσω τον ωκεανό, αυτές οι μέρες προσφέρουν την καλύτερη έκθεση στον βράχο και στις ρωγμές που βγαίνουν τα ormers για να φάνε φύκια. Και ανάμεσα στα βράχια του Γκέρνσεϊ και τις εκτεθειμένες ομάδες φυκιών, οι κυνηγοί ormer ξεκινούν την αναζήτηση, χρησιμοποιώντας μια ποικιλία τεχνικών και εργαλείων, για να αποκαλύψουν τα μαλάκια που κρύβονται εδώ, χρησιμοποιώντας δύο βασικές μεθόδους.
Αλλά η εύρεση ενός ormer δεν σημαίνει ότι η δουλειά έχει ολοκληρωθεί, επειδή μπορούν να προσκολληθούν σε βράχους και να μην αποσπώνται. Έτσι, τα εργαλεία μπαίνουν στο παιχνίδι. «Οι συλλέκτες είναι συχνά οπλισμένοι με έναν παραδοσιακό γάντζο ormering», εξήγησε ο Πέριο. «Άλλοι βασίζονται σε κάποιο είδος ξύστρας ή λεπίδας».
Εκτός από τον περιορισμό του «πότε», υπάρχουν αυστηροί νόμοι σχετικά με το «πώς» της αναζήτησης αυτού του πολύτιμου θαλασσινού στο Γκέρνσεϊ. Δεν μπορείτε να συλλέξετε ormers ενώ είστε μερικώς ή πλήρως κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας -ένα κατάλοιπο από τις ημέρες που οι άνθρωποι είχαν τη δυνατότητα να κάνουν καταδύσεις για ormers σε βαθύτερα νερά. Και οι «κυνηγοί» του μπορούν επίσης να φύγουν από το νησί μόνο με ρητή άδεια -μόνο μια μικρή ποσότητα εξάγεται σε αγορές θαλασσινών στην Ιαπωνία, όπου μπορούν να φτάσουν έως και τις 150 λίρες το κιλό.
Αν παραβείτε οποιονδήποτε από τους κανόνες, μπορεί να σας επιβληθεί πρόστιμο έως 5.000 λίρες ή να αντιμετωπίσετε έξι μήνες φυλάκιση. Στην πραγματικότητα, το παράνομο κυνήγι έκανε την αστυνομία του Γκέρνσεϊ να πραγματοποιήσει την πρώτη καταγεγραμμένη υποθαλάσσια σύλληψη στον κόσμο. Ήταν το 1968, όταν ένας περαστικός παρατήρησε έναν δύτη που έβγαζε τα μαλάκια από τη θάλασσα στο Castle Cornet, την ακρόπολη του 13ου αιώνα που φρουρούσε την πρωτεύουσα του νησιού St Peter Port. Κλήθηκε η αστυνομία και ο αστυνομικός Ντέιβιντ Άρχερ φόρεσε έναν ειδικό εξοπλισμό για να βουτήξει και να συλλάβει τον άνδρα με το όνομα Κέμπθροουν-Λι στον βυθό, αποδεικνύοντας ότι ο νόμος δεν γνωρίζει όρια όσον αφορά τα «αυτιά της θάλασσας».
Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος μαγειρέματος του θαλασσινού
Όπως ισχύει με πολλά από τα πιο ενδιαφέροντα τρόφιμα του κόσμου, οι άνθρωποι διαφωνούν για το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος μαγειρέματος των ormers.
«Τα ormers πρέπει να μαγειρευτούν είτε πολύ αργά είτε πολύ γρήγορα -οτιδήποτε άλλο θα οδηγήσει σε μαγειρική καταστροφή», δήλωσε ο Πέριο. «Για μένα, τα ormers τρώγονται καλύτερα όσο πιο φρέσκα γίνεται, με τηγάνισμα ή στο στον φούρνο».
Οι κίνδυνοι κατά τη συλλογή του
Κατά το κυνήγι των ormers, υπάρχουν διάφοροι κίνδυνοι. Η ολισθηρή και ανομοιόμορφη μορφολογία της περιοχής μπορεί να προκαλέσει πτώσεις ή και εγκλωβισμούς χεριών και ποδιών ανάμεσα στα βράχια. Ακόμα και η παλίρροια πολλές φορές έρχεται πολύ πιο γρήγορα απ' ό,τι αναμένεται.
Παρά τις δυσκολίες όμως, οι ντόπιοι συγκεντρώνουν ormers επί αιώνες -αν και αυτά τα μαλάκια χρονολογούνται τουλάχιστον 80 εκατομμύρια χρόνια από τότε που οι δεινόσαυροι περιπλανήθηκαν στην ακτή. «Η συγκέντρωσή τους από την ακτή ήταν ένας τρόπος για να συμπληρωθούν τα εφόδια τροφίμων όταν οι καιροί ήταν δύσκολοι -τα θαλασσινά συχνά διατηρούνταν», δήλωσε ο Πέριο. Παρείχαν επίσης φαγητό κατά τη διάρκεια των σκοτεινών ετών της κατοχής του νησιού από τις γερμανικές δυνάμεις, από το 1940 έως το 1945.
Κάποιες χρονιές έχουν σημειωθεί θρυλικές συγκομιδές. Είκοσι χιλιάδες ormers φέρεται να συλλέχθηκαν μια μέρα στο Perelle Bay το 1841, ενώ κατά τη διάρκεια μιας χαμηλής παλίρροιας το 1965, 400 συλλέκτες μάζεψαν περίπου 31.000 ormers. Δύο χρόνια αργότερα, περίπου 200.000 ormers συγκεντρώθηκαν καθ' όλη τη σεζόν.
Το Γκέρνσεϊ επέβαλε τους πρώτους κανόνες για το «κυνήγι» των ormers ήδη από το 1876, ενώ η επί τρία συνεχόμενα χρόνια -από το 1974 έως το 1976- απαγορευόταν η συλλογή.
Αν και ο πληθυσμός των θαλασσινών ormers παραμένει πολύ κάτω από τα προηγούμενα ιστορικά επίπεδα, υπάρχουν τώρα προσπάθειες διατήρησης όπως το Project Ormer, το οποίο ξεκίνησε το 2018 υπό την αιγίδα της La Société Guernesiaise, με επικεφαλής τη θαλάσσια βιολόγο Λόρα Μπάμπτον και εθελοντές να πραγματοποιούν έρευνες για να μάθουν περισσότερα για αυτά.
«Πάντα υπάρχει μια φήμη γύρω από το νησί όταν πλησιάζει η εποχή του ormer και μου αρέσει να βλέπω τους συλλέκτες στις παραλίες με χαμηλή παλίρροια», δήλωσε η Γουέντι Πέντερ, από το τουριστικό συμβούλιο του νησιού. «Η μακροχρόνια συζήτηση μεταξύ των νησιωτών σχετικά με τον καλύτερο τρόπο προετοιμασίας και κατανάλωσης των ormers είναι μέρος της κουλτούρας του Γκέρνσεϊ».
Φωτογραφίες: Shutterstock