Τη γεμάτη σκάνδαλα ιστορία της οικογένειάς του από την πλευρά της μητέρας του, τους Βάντερμπιλτ, ξεδιπλώνει ο γνωστός δημοσιογράφος του CNN, Άντερσον Κούπερ. Διηγείται, μεταξύ άλλων, πώς ο Κορνήλιος, ο ιδρυτής ουσιαστικά της οικογενειακής «αυτοκρατορίας», έφτιαξε την αμύθητη περιουσία, αλλά και άγνωστες πτυχές, όπως το γεγονός ότι έβαλε σε άσυλο τη γυναίκα του για να έχει σχέσεις με δασκάλες και μάντισσες.
Σε ένα νέο βιβλίο, με τίτλο «Vanderbilt: The Rise and Fall of an American Dynasty», ο παρουσιαστής του CNN, Άντερσον Κούπερ, στρέφει το δημοσιογραφικό του βλέμμα στην οικογένειά του, καταγράφοντας στιγμιότυπα της ιδιωτικής ζωής, τεράστιες τραγωδίες, αλλά και την αίγλη της ιστορικής και γεμάτης σκάνδαλα αμερικανικής δυναστείας των Βάντερμπιλτ. Όπως λέει μάλιστα ο ίδιος, «είναι κάτι σαν το The Crown, αλλά με δόσεις στεροειδών».
Ο Άντερσον Κούπερ είναι ο δισέγγονος του Κορνήλιου Βάντερμπιλτ, ενός φτωχού αγρότη από το Στάτεν Άιλαντ που έγινε ο πλουσιότερος αυτοδημιούργητος άνδρας στην Αμερική, με «παθολογική εμμονή για τα χρήματα».
Η τεράστια ναυτιλιακή και σιδηροδρομική αυτοκρατορία του μεγιστάνα «εκτόξευσε την οικογένειά του και πολλές επόμενες γενιές στον αμύθητο πλούτο, εδραιώνοντας τη θέση τους ως αμερικανική βασιλική οικογένεια, με τους τίτλους και τα παλάτια να το αποδεικνύουν», όπως γράφει ο Κούπερ στο βιβλίο του. Μέχρι τη στιγμή που πέθανε το 1877, ο Κορνήλιος είχε συγκεντρώσει μια περιουσία 100 εκατομμυρίων δολαρίων -περίπου 2,6 δισεκατομμύρια δολάρια σε σημερινά χρήματα και περισσότερα από ολόκληρο το υπουργείο Οικονομικών εκείνης της εποχής.
Μέσα σε λίγες γενιές τα χρήματα είχαν σχεδόν εξαντληθεί από κληρονόμους που ήξεραν μόνο πώς «να ζουν καλά, να παντρεύονται καλά και να ξοδεύουν πλούσια».
«Αυτή είναι η ιστορία της μεγαλύτερης αμερικανικής περιουσίας που σπαταλήθηκε ποτέ», γράφει ο Κούπερ. «Η ιστορία της εξαιρετικής ανόδου και της επικής πτώσης της δυναστείας Βάντερμπιλτ».
Κορνήλιος Βάντερμπιλτ, ο πρώτος μεγιστάνας
Ο πρώτος πρόγονος του Άντερσον Κούπερ ήταν ένας άγνωστος αγρότης με το όνομα Γιαν Άιρτσεν, ο οποίος έφτασε στην ολλανδική αποικία του Νέου Άμστερνταμ (τη σημερινή Νέα Υόρκη) κατά τη δεκαετία του 1650.
Ο Άιρτσεν καταγόταν από το χωριό Μπιλτ στην περιοχή της Ουτρέχτης, στην Ολλανδία, και το όνομά του καταγράφηκε ως «Van der Bilt» ή «από το Μπιλτ», το οποίο αργότερα εξελίχθηκε σε «Βάντερμπιλτ».
Η περιουσία της οικογένειας, όμως, άρχισε να σχηματίζεται τον 19ο αιώνα, όταν ο Κορνήλιος «Κομοντόρε» Βάντερμπιλτ, από το Στάτεν Άιλαντ, που παράτησε το σχολείο σε ηλικία 11 ετών, άρχισε να εργάζεται στην επιχείρηση πορθμείων του πατέρα του. Γεννήθηκε στη φτώχεια το 1794 και ήταν γνωστός ως ξεροκέφαλος, πεισματάρης και χειραγωγός, που ήταν πρόθυμος να ρισκάρει σχεδόν τα πάντα για να βγάλει χρήματα.
Με δάνειο από τη μητέρα του ξεκίνησε τη δική του επιχείρηση
Όταν ήταν 15 ετών, ο Κορνήλιος χρησιμοποίησε ένα δάνειο 100 δολαρίων από τη μητέρα του για να αγοράσει το δικό του σκάφος, το οποίο οδηγούσε για να μεταφέρει επιβάτες μέσω των δύσκολων ρευμάτων μεταξύ του Στάτεν Άιλαντ και του Μανχάταν. Μέσα σε έξι μήνες έφυγε από τη δουλειά του πατέρα του.
«Οι αποβάθρες ήταν το χωνευτήριο στο οποίο σφυρηλατήθηκε η κεκτημένη πείνα του Κορνήλιου Βάντερμπιλτ», γράφει ο Κούπερ. «Έπινε, περνούσε τις ημέρες του στα πορνεία και μπλεκόταν σε καβγάδες».
Ο Κορνήλιος παντρεύτηκε την πρώτη του ξαδέρφη, Σοφία Τζόνσον Βάντερμπιλτ, όταν ήταν 19 ετών, και μαζί απέκτησαν 13 παιδιά, από τα οποία τα 12 κατάφεραν να επιβιώσουν και να ενηλικιωθούν.
Επεκτάθηκε στα ατμόπλοια και έκανε περιουσία στη ναυτιλία, μονοπωλώντας τις πλωτές οδούς στη Νέα Υόρκη κατά τη δεκαετία του 1830.
Στη συνέχεια, έστρεψε την προσοχή του στα τρένα, όταν αγόρασε τοπικούς σιδηρόδρομους και τους συγχώνευσε σε ένα τεράστιο δίκτυο μεταφορών που απλωνόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
«Η άνοδός του ήταν ιλιγγιώδης», λέει ο Κούπερ για τον πρόγονό του. «Είχε μια μεγαλοφυΐα και μια μανία να βγάζει χρήματα, αλλά η εμμονή του με τον υλικό πλούτο περιοριζόταν σε πάθη και η παθολογία που γεννιόταν από αυτόν τον πλούτο συνέχισε να μολύνει κάθε διαδοχική γενιά με διαφορετικούς τρόπους».
Παρά τον τεράστιο πλούτο του, όμως, τα χρήματα δεν έφεραν και την αξιοπρέπεια από την «παλιά φρουρά».
Οι Κικενμπόκερς, οι Σέμερχορν και οι Λόριλαρντς έβρισκαν τον Κορνήλιο κακόγουστο. «Τα χρήματα ήταν το μόνο μέλημά του: πώς να τα βγάλει, πώς να τα ξοδέψει και πώς να βγάλει ακόμη περισσότερα. Η κοινωνία της Νέας Υόρκης θα μπορούσε να τον αγνοήσει, αλλά τελικά δεν μπόρεσε να αγνοήσει τα χρήματά του», γράφει ο Κούπερ στο βιβλίο του.
Απαίσιος οικογενειάρχης, περιφρονούσε τις 9 κόρες του
Ήταν, επίσης, ένας απαίσιος οικογενειάρχης. Περιφρονούσε τις 9 κόρες του επειδή δεν θα μπορούσαν να φέρουν το όνομα Βάντερμπιλτ και ήθελε πάντα περισσότερους από τρεις γιους. Το 1846 έβαλε την πολύπαθη σύζυγό του σε άσυλο τρελών, ισχυριζόμενος ότι ήταν «ασταθής». Στην πραγματικότητα, είχε σχέση με μία από τις παιδαγωγούς των παιδιών του και ήθελε να απολαύσει ελεύθερα την παρέα της.
Σχεδόν έναν μήνα μετά τον θάνατο της συζύγου του, Σοφίας, ο Κορνήλιος έκανε μια σύνθετη και παράλογη σχέση με δύο διορατικές αδελφές, που θα κρατούσε αρκετά χρόνια. Εκείνες ήταν διάσημες για την ομορφιά τους και τις «μαγνητικές θεραπευτικές» δυνάμεις τους και ο Κορνήλιος έδειξε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την 22χρονη Τενεσί Κλάφλιν. Μέχρι τότε είχε ήδη αναπτύξει ένα σοβαρό ενδιαφέρον για τον πνευματισμό και άρχισε να παρακολουθεί τακτικά συνεδριάσεις τους.
Άφησε την περιουσία του μόνο στον πρωτότοκο γιο του
Όταν ο Κορνήλιος Βάντερμπιλτ πέθανε στις 4 Ιανουαρίου 1877, άφησε ολόκληρη την περιουσία του -που εκτιμάται ότι ήταν 100 εκατομμύρια δολάρια- στον μεγαλύτερο γιο του, τον Γουίλιαμ «Μπίλι» Χένρι Βάντερμπιλτ. Στο νεκροκρέβατό του, ο Κορνήλιος έδωσε στον γιο του μια τελευταία στοιχειώδη οδηγία: «Κράτησε τα χρήματα συγκεντρωμένα». Κανείς δεν μπορούσε να περιμένει, τότε, πως θα μπορούσε να καταρρεύσει η αυτοκρατορία Βάντερμπιλτ υπό τη μοναδική του παθολογία για απληστία.
Η αμφιλεγόμενη απόφαση του Βάντερμπιλτ να αποκληρώσει τις εννέα κόρες του και τον άλλο ζωντανό γιο, τον Κορνήλιο «Κόρνι» Ιερεμία, έθεσε τις βάσεις για μια από τις πιο πικάντικες δίκες του αιώνα. Το οικογενειακό δράμα οδήγησε σε μια δικαστική υπόθεση, που εμφανίστηκε στα πρωτοσέλιδα της εποχής και αποκάλυψε θλιβερά γεγονότα πίσω από τις κουρτίνες του σπιτιού στην οδό Washington Place 10.
Ο «αδικημένος» Κόρνι και η δίκη για την κληρονομιά
Ο Κόρνι ήταν μια διαρκής απογοήτευση από τη στιγμή που γεννήθηκε. Έπασχε από επιληψία, την οποία ο Κομοντόρε θεωρούσε ως σημάδι αδυναμίας από νεαρή ηλικία. Ως ενήλικας, ο Κόρνι αποδείχτηκε επίσης ντροπή, καθώς δεν μοιραζόταν τη δίψα του πατέρα του για κερδοσκοπία, ούτε το ταλέντο του σε αυτό.
Πάντα σε οικονομική δυσχέρεια, ο Κόρνι χρησιμοποιούσε το περίφημο επώνυμό του για να παίρνει δάνεια, τα οποία σπαταλούσε για την αγάπη του στο ποτό, τον τζόγο και τις ιερόδουλες. Ο Κομοντόρε τον είχε στείλει δύο φορές για «αδυναμία χαρακτήρα» στο ίδιο άσυλο που είχε στείλει τη γυναίκα του μερικά χρόνια πριν.
Τα άλλα αδέρφια του κατηγόρησαν τον αδελφό τους Γουίλιαμ για απάτη, ισχυριζόμενα πως επηρέασε λανθασμένα τον άρρωστο πατέρα τους προς όφελός του. Μια συγκλονιστική μαρτυρία ενός αυτόπτη μάρτυρα ανέφερε πως ο Γουίλιαμ πλήρωσε ένα ψεύτικο «μέντιουμ» για να καλέσει τη νεκρή μητέρα του κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας με τον Κομοντόρε στο νεκροκρέβατο και να του πει ότι θα έπρεπε να είναι ο μοναδικός κληρονόμος της περιουσίας του.
Την ίδια ώρα όμως, αποκαλύφθηκαν οι πολλές περίοδοι που πέρασε ο Κόρνι στη φυλακή, με αποτέλεσμα να γίνει περίγελος στο κοινό. Στο τέλος, ο Γουίλιαμ Βάντερμπιλτ συμφώνησε τελικά να παραχωρήσει στον αδελφό του το «μικρό» ποσό του ενός εκατομμυρίου δολαρίων.
Αλλά η δίκη είχε διαλύσει τον Κόρνι. Τον Απρίλιο του 1882, ο Κορνήλιος Ιερεμίας Βάντερμπιλτ αυτοκτόνησε στο ξενοδοχείο Glenham στην 5η Λεωφόρο, με τον άνδρα «σύντροφό» του να βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο.
«Ήταν λες και η περιουσία του Βάντερμπιλτ αποτελούσε την καταδίκη του Κόρνι –η πρόσβαση σε αυτή, η κατασπατάλησή της, η κλοπή της, η λατρεία του πατέρα του γι’ αυτήν», γράφει ο Κούπερ. Τα χρήματα ήταν «σαν μια μόλυνση», προσθέτει.
Η πολιορκία των Βάντερμπιλτ στην κοινωνία της Νέας Υόρκης
Ο Γουίλιαμ Χένρι συνέχιζε να διπλασιάζει την περιουσία του Βάντερμπιλτ -ήταν ο μόνος απόγονος που προσέθεσε στον πλούτο που του είχε παραδοθεί. Όταν πέθανε το 1885, ο Γουίλιαμ είχε συγκεντρώσει μια εκπληκτική περιουσία 200 εκατομμυρίων δολαρίων (περίπου 5,4 δισεκατομμύρια δολάρια σήμερα).
Αν και ο Κούπερ λέει: «Αυτό ήταν η αρχή της πτώσης του, εγκαινιάζοντας την πολιορκία των Βάντερμπιλτ στις επιχρυσωμένες πύλες της κοινωνίας της Νέας Υόρκης». Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1870, ο Γουίλιαμ Χένρι Βάντερμπιλτ αξιοποίησε τον τεράστιο πλούτο του για να αποκτήσει πρόσβαση τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένειά του στον κοινωνικό χάρτη της Νέας Υόρκης. Αλλά πρώτα έπρεπε να περάσει από την «αρχηγό» της υψηλής κοινωνίας. Η επιχρυσωμένη εποχή της Νέας Υόρκης ήταν μια νέα εφεύρεση υπό την προεδρία της Καρολάιν Άστορ, η οποία αυτοπροσδιοριζόταν ως βασίλισσα και φύλακας της πόλης.
Οι Βάντερμπιλτ της τρίτης γενιάς ήθελαν να συμμετάσχουν στο περίφημο «Astor Four Hundred», τον πιο αποκλειστικό και λαμπρό κοινωνικό κύκλο της πόλης, που πήρε το παρατσούκλι του από τον μέγιστο αριθμό ατόμων που μπορούσε να χωρέσει στην αίθουσα χορού του. Οι προσκλήσεις δίνονταν μόνο στους πιο εκλεκτούς.
Η Καρολάιν Άστον αντιλήφθηκε νωρίς τη σημασία του χρήματος, σε μια χώρα χωρίς αριστοκρατία. Απέκτησε την κοινωνική της επιρροή ως βασίλισσα με υπηρέτες, γαλλική τέχνη, Γάλλους σεφ και εισαγόμενη πορσελάνη. Οι Βάτερμπιλτ είχαν τα χρήματα, αλλά δεν είχαν την ευγένεια.
Πώς η κοινωνία της Νέας Υόρκης αποδέχθηκε επιτέλους τους Βάντερμπιλτ -Το θρυλικό πάρτι
Ο κοινωνικός πόλεμος μεταξύ των οίκων Βάντερμπιλτ και Άστορ διεξήχθη σε πολυτελή αρχοντικά και πάρτι.
Σε μια τέτοια γιορτή το 1883, που φιλοξένησε ο εγγονός του Κορνήλιου, Γουίλιαμ «Γουίλι» Κισάμ Βάντερμπιλτ, και η σύζυγός του Άλβα, θα «άλλαζαν ολόκληρο το πρόσωπο και την τροχιά της κοινωνίας της Νέας Υόρκης σε ένα βράδυ».
Η Άλβα ήταν λαμπερή, αλλά «εντελώς αγενής» στην προσπάθειά της να αμφισβητήσει τον σιδερένιο κανόνα της Καρολάιν Άστορ για την κοινωνία της Νέας Υόρκης. Ήταν η κακομαθημένη κόρη μιας πλούσιας οικογένειας βαμβακιού στο Κεντάκι, που μετακόμισε σε μια έπαυλη της 5ης Λεωφόρου (μαζί με τους σκλάβους της) λίγο πριν από τον Εμφύλιο Πόλεμο. Η περιουσία της οικογένειας εξαϋλώθηκε στο Χρηματιστήριο, αφήνοντας την 17χρονη μόνο με την αμείλικτη φιλοδοξία της: «Η αποστολή της ήταν ξεκάθαρη: να παντρευτεί -και να βεβαιωθεί ότι ο άνδρας της θα ήταν κάποιος πλούσιος».
Ο σύζυγός της, Γουίλι Βάντερμπιλτ, ήταν γνωστός party animal, που απολάμβανε όσα του χάριζε ο πλούτος. Ο κύριος σκοπός της ζωής του, όπως λέει ο Κούπερ, ήταν η «κατανάλωση». Προτού πεθάνει το 1920, δήλωσε στους New York Times: «Η ζωή μου δεν προοριζόταν ποτέ να είναι ευτυχισμένη. Ο κληρονομικός πλούτος είναι ένα πραγματικό μειονέκτημα στην ευτυχία. Είναι τόσο σίγουρος ένας θάνατος από φιλοδοξία, όσο η κοκαΐνη στην ηθική».
Η Άλβα και ο Γουίλι παντρεύτηκαν τον Απρίλιο του 1875 και δύο χρόνια αργότερα απέκτησαν μία κόρη που πήρε το όνομα Κονσουέλο -η οποία αργότερα θα μαγνήτιζε το κοινό με τον γάμο της με τον 9ο δούκα του Μαρλμπορόου (πρώτος ξάδελφος του Ουίνστον Τσόρτσιλ).
Με τον πλούτο του Γουίλι, η Άλβα θα πολιορκούσε την υψηλή κοινωνία της Νέας Υόρκης. Η αφετηρία έγινε με έναν μεγαλοπρεπές χορό με στολές, που «θα αιχμαλώτιζε τη φαντασία του κοινού, θα κυριαρχούσε στις συζητήσεις για τον κοινωνικό κόσμο και -το πιο σημαντικό- θα έφερνε τη βασίλισσα της Νέας Υόρκης στο στρατόπεδό της». Περισσότερες από 1.300 προσκλήσεις εστάλησαν στην crème de la crème της αμερικανικής αριστοκρατίας.
Οι παρευρισκόμενοι, ντυμένοι με εντυπωσιακά κοστούμια, κατέβηκαν από τις άμαξές τους με τη βοήθεια υπηρετών οι οποίοι φορούσαν ρούχα του 18ου αιώνα. Ανέβηκαν τα σκαλιά της μπροστινής εισόδου του Petit Chateau, πάνω σε ένα χοντρό, χρυσαφένιο χαλί κάτω από μία τέντα. Το πρόσφατα ολοκληρωμένο, γοτθικού τύπου, αρχοντικό στο νούμερο 660 της 5ης Λεωφόρου ήταν στολισμένο με μικρά ηλεκτρικά φώτα και χάρτινα φαναράκια. «Κάθε επιφάνεια ήταν στολισμένη με ορχιδέες, φοινικόδεντρα και τοίχους από τριαντάφυλλα» που κόστιζαν 11.000 δολάρια (περίπου 280.000 δολάρια σήμερα).
Μέχρι τις 11:30 το βράδυ κατέφθαναν καλεσμένοι, ντυμένοι βασιλιάδες, βασίλισσες, νεράιδες και τσιγγάνοι. Μόνοι δύο άνδρες δεν φορούσαν κάποια φορεσιά: ο Γουίλιαμ Χένρι Βάντερμπιλτ και ο φίλος του Οδυσσέας Γκραντ, οι οποίοι επέλεξαν σμόκιν. Η Άλβα δέχτηκε τους καλεσμένους της ντυμένη ως Βενετσιάνα πριγκίπισσα, με το πιο αξιοσημείωτο να είναι μια σειρά από μαργαριτάρια που ανήκαν στη Μεγάλη Αικατερίνη, τυλιγμένα στη μέση της.
Αντίπαλος της Άλβα ήταν η κουνιάδα της, Αλίκη, η οποία φορούσε μια στολή παριστάνοντας έναν ηλεκτρικό λαμπτήρα, σε μια εποχή που όλα τα σπίτια ήταν ακόμα φωτισμένα με λαμπτήρες αερίου. Το σύνολο ήταν πρωτοποριακό, με κρυφές μπαταρίες στις πτυχές του φορέματος για να ανάβουν μια λάμπα, την οποία η Αλίκη κρατούσε στο χέρι της, παριστάνοντας το Άγαλμα της Ελευθερίας.
Γκλόρια Βάντερμπιλτ: Το τέλος μιας δυναστείας
Μέχρι τη στιγμή που ο Ρέτζιναλντ Κλέιπουλ Βάντερμπιλτ (ο πατέρας της Γκλόρια και παππούς του Άντερσον Κούπερ) γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1880, η κληρονομιά της οικογένειας μοιράστηκε ελάχιστα μεταξύ των πολλών απογόνων. Εν τω μεταξύ, η αυτοκρατορία των σιδηροδρόμων που χτίστηκε από τον Κορνήλιο άλλαζε και ο ρόλος της οικογένειας συνέχιζε να μειώνεται μέχρι τη δεκαετία του 1970, όταν κατέρρευσε. Ο Ρέτζι ήταν ο άσωτος υιός του Κορνήλιου Β' και της Αλίκης Βάντερμπιλτ.
Τα σκάνδαλα καθόρισαν την πρώιμη ζωή της Γκλόρια. Ο πατέρας της ήταν πότης και τζογαδόρος, ο οποίος διέλυσε την κληρονομιά ύψους 7,3 εκατομμυρίων δολαρίων και πέθανε όταν η Γκλόρια ήταν μόλις 15 μηνών. Έγινε γνωστός όχι για όσα πέτυχε, αλλά για όσα ξόδεψε.
Είχε μια κόρη ονόματι Κάθλιν από τον πρώτο του γάμο, ο οποίος κατέληξε σε διαζύγιο το 1920. Μέχρι τότε είχε δείξει το ενδιαφέρον του για μια φίλη της Κάθλιν, την Γκλόρια Μόργκαν, την οποία παντρεύτηκε τρία χρόνια αργότερα. Ο Ρέτζι Βάντερμπιλτ ήταν 24 χρόνια μεγαλύτερος από τη Μόργκαν, η οποία ήταν μόλις 18 ετών όταν παντρεύτηκαν.
Η Κάθλιν δεν ήταν η μόνη που διαφώνησε με το ειδύλλιο. Η μητέρα του, Αλίκη, ανησυχούσε πως η Γκλόρια Μόργκαν είχε «ζήσει αρκετά πράγματα». Οι φόβοι της μετριάστηκαν όταν η Γκλόρια συμφώνησε να εξεταστεί από τον γιατρό της Αλίκης, που πιστοποίησε την «ανέπαφη παρθενία» της.
Στις 20 Φεβρουαρίου 1924, η Γκλόρια Μόργκαν γέννησε την Γκλόρια Λάουρα Μόργκαν Βάντερμπιλτ. Ο πατέρας της πέθανε λίγους μήνες μετά, από κίρρωση του ήπατος.
Ο Κούπερ γράφει: «Ο Ρέτζι έφτυνε αίμα τόσο έντονα από το στόμα του τη στιγμή του θανάτου του, που όταν η γυναίκα του θέλησε να τον δει, η Αλίκη δεν την άφησε να μπει στο δωμάτιο. Ήταν βαμμένο με το αίμα του Ρέτζι».
Ήταν άφραγκος όταν πέθανε και χρωστούσε χρήματα σε δανειστές σε όλη την πόλη που ήταν πολύ πρόθυμοι να του δώσουν πίστωση λόγω του διάσημου ονόματός του. Σε μια εποχή που μια εφημερίδα κόστιζε μια δεκάρα, χρωστούσε 269 δολάρια στο περίπτερο της γειτονιάς του, 4.000 δολάρια στους βιβλιοπώλες B. Altman, 712 δολάρια σε ένα καθαριστήριο, 9.000 δολάρια στην Tiffany & Co. και χιλιάδες δολάρια σε φόρους.
Σε ηλικία 20 ετών, η Γκλόρια Μόργκαν ήταν χήρα και μητέρα, αλλά και συναισθηματικά ανήλικη. Για να καλύψει τα χρέη του, η Γκλόρια αναγκάστηκε να πουλήσει το πολυτελές σπίτι της Νέας Υόρκης, το Sandy Point Farm, όλα τα άλογά του, όλα τα αυτοκίνητα, τα έπιπλα, τα σεντόνια, ακόμη και ένα λούτρινο ελεφαντάκι που ανήκε στο μωρό της.
Το μόνο που απέμεινε από την περιουσία του ήταν το καταπίστευμα των 5 εκατομμυρίων δολαρίων που είχε αφήσει ο Κορνήλιος Β’, ο πατέρας του Ρέτζι, προς όφελος των εγγονών του. Αυτό το ποσό θα μοιραζόταν μεταξύ της μικρής Γκλόρια και της ετεροθαλούς αδελφής της, Κάθλιν.
Η Γκλόρια Μόργκαν κατέθεσε αίτημα για να της χορηγηθεί κάποιο ποσό από το καταπίστευμα της κόρης της. «Το μωρό Γκλόρια ήταν τώρα ο κουμπαράς για το σπίτι της και δεν μπορούσε καν να μιλήσει», γράφει ο Κούπερ.
Αφήνοντας τη μικρή Γκλόρια υπό τη φροντίδα της γκουβερνάντας της, η Γκλόρια Μόργκαν πήγε στην Ευρώπη, όπου ξενυχτούσε σε πάρτι, νυχτερινά κέντρα και λαμπερές εκδηλώσεις –χρησιμοποιώντας την περιουσία των 2,5 εκατομμυρίων δολαρίων της κόρης της για να χρηματοδοτήσει τον ξέφρενο τρόπο ζωής της.
Σύμφωνα με το βιβλίο, η δίδυμη αδελφή της Γκλόρια, η Θέλμα, έγινε πολύ γρήγορα η αγαπημένη χορεύτρια του Έντουαρντ, του πρίγκιπα της Ουαλίας. Η Θέλμα πιστώνεται επίσης τη γνωριμία του πρίγκιπα στη Γουόλις Σίμπσον, όταν της ζήτησε να τον «φροντίζει» όσο εκείνη θα έλειπε.
Η «δίκη του αιώνα» -Για την επιμέλεια της μικρής Γκλόριας
Το 1934, η 10χρονη Γκλόρια έγινε το κέντρο μιας συγκλονιστικής αγωγής για την επιμέλεια που έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο και ονομάστηκε «η δίκη του αιώνα». Η θεία της Γκλόρια από την πλευρά του πατέρα της, Γερτρούδη Βάντερμπιλτ Γουίτνεϊ, διαφώνησε με τον ξένοιαστο τρόπο ζωής της Μόργκαν και συνωμότησε με την νταντά και τη γιαγιά της μητέρας της Γκλόρια για να αποδείξει ότι η Μόργκαν ήταν ακατάλληλη μητέρα. Ζήτησε την επιμέλεια της μικρής Γκλόρια, αναφέροντας ως αιτία την «παραμέληση και την ανήθικη επιρροή» της μητέρας της.
Οι σκανδαλώδεις λεπτομέρειες της πλουσιότερης οικογένειας της Αμερικής καθήλωσαν το φτωχό κοινό κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Οι εφημερίδες αποκάλεσαν την Γκλόρια «το φτωχό μικρό πλούσιο κορίτσι».
Η Γαλλίδα υπηρέτρια κατέθεσε πως είδε «την κυρία Βάντερμπιλτ στο κρεβάτι να διαβάζει ένα χαρτί και δίπλα της τη λαίδη Μίλφορντ Χέιβεν με το χέρι της στον λαιμό της Βάντερμπιλτ να τη φιλά σαν να ήταν ερωμένη της».
Η λαίδη Μίλφορντ ήταν κόρη ενός Ρώσου μεγάλου δούκα και παντρεμένη με έναν Μαουντμπάτεν, ξάδελφο του βασιλιά της Αγγλίας. Η επιμέλεια τελικά δόθηκε στη Γερτρούδη Γουίτνεϊ.
Όσο για τη μικρή Γκλόρια, τη μητέρα του Άντερσον Κούπερ, όπως και οι πρόγονοί της, ξόδεψε πολλά «σε οτιδήποτε φέρνει ευχαρίστηση: σπίτια και έπιπλα, δώρα για φίλους, φιλανθρωπικά ιδρύματα και ωραία ρούχα».
«Νομίζω ότι η μητέρα μου είναι η τελευταία Βάντερμπιλτ», προσθέτει ο Κούπερ στο βιβλίο του. «Ήταν το τελευταίο παιδί που επέβαινε σε αυτοκίνητα που οδηγούσαν σοφέρ και είχε σωματοφύλακες με παλτό και φεντόρα. Ήταν η τελευταία που γεννήθηκε πριν από την Ύφεση, όταν τα πλούτη των Βάντερμπιλτ φαίνονταν τόσο απεριόριστα και αιώνια όσο τα αστέρια στον ουρανό», προσθέτει.
Η δυναστεία τελείωσε με την Γκλόρια.
Φωτογραφίες: Wikipedia, AP