Μια τραγική ιστορία συντάραξε την Αγγλία στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Μια γυναίκα απήχθη από το σπίτι της κατά λάθος, καθώς οι απαγωγείς την μπέρδεψαν με τη σύζυγο του Ρούπερτ Μέρντοχ. Τα τραγικά λάθη που έγιναν τόσο από τη συμμορία όσο και από τις Αρχές οδήγησαν στο να μη βρεθεί ποτέ το πτώμα της.
Τη στιγμή που ο διευθυντής εφημερίδας Άλικ ΜακΚέι άνοιξε την εξώπορτα του σπιτιού του στο Γουίμπλεντον, στο νοτιοδυτικό Λονδίνο, ήταν σαφές πως κάτι δεν πήγαινε καλά.
Εκείνο το βράδυ της 29ης Δεκεμβρίου 1969, η συσκευή τηλεφώνου είχε πεταχτεί από τον τοίχο, το περιεχόμενο της τσάντας της συζύγου του Μιούριελ ήταν πεταμένο στο πάτωμα, όπως και ένα μικρό δρεπάνι και ένα ρολό σπάγκου.
Ο ΜακΚέι άρχισε να τρέχει από δωμάτιο σε δωμάτιο αναζητώντας τη γυναίκα του, με το δρεπάνι στο χέρι σε περίπτωση που οι εισβολείς ήταν ακόμα εκεί. Δεν υπήρχε κανένα ίχνος της γυναίκας του. Στη συνέχεια, ήρθε ένα τηλεφώνημα που θα ξεκινούσε την πρώτη υπόθεση υψηλού προφίλ απαγωγής για λύτρα στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Στόχος ήταν η σύζυγος του Ρούπερτ Μέρντοχ
Ήταν από έναν άνδρα που απαιτούσε 1 εκατομμύριο λίρες (ισοδύναμο με 20 εκατομμύρια λίρες σήμερα) για την επιστροφή της Μιούριελ ζωντανής. Αλλά η υπόθεση ήταν ακόμη πιο περίπλοκη επειδή η Μιούριελ είχε απαχθεί κατά λάθος. Οι απαγωγείς της είχαν στόχο την Άννα Μέρντοχ, την 25χρονη σύζυγο του μεγιστάνα των ΜΜΕ, Ρούπερτ Μέρντοχ.
Η απαγωγή μιας γυναίκας ήταν μόνο ένα κομμάτι από τον κατάλογο των λαθών που έγιναν τόσο από τους εγκληματίες όσο και από την αστυνομία που τους καταδίωκε, όπως εξηγεί ένα πρόσφατο ντοκιμαντέρ του Sky. Με τους ντετέκτιβ να υιοθετούν περίεργες μεταμφιέσεις στις προσπάθειές τους να ξεγελάσουν τους απαγωγείς, οι οποίοι με τη σειρά τους απείχαν πολύ από εγκεφάλους εγκλημάτων, υπάρχουν στοιχεία που εξηγούν γιατί πήγε τόσο χάλια η απελπισμένη αναζήτηση της Μιούριελ.
Μέρος του προβλήματος για την αστυνομία έγκειται στην ασυνήθιστη φύση της υπόθεσης απαγωγής. «Επρόκειτο για ένα έγκλημα που θα μπορούσε να συναντήσει κανείς στην Αμερική, ίσως και στην Ιταλία», λέει η σκηνοθέτις του ντοκιμαντέρ «The Wimbledon Kidnapping», Τζοάνα Μπαρτολομέου. «Όλοι έλεγαν διαρκώς ότι δεν ήταν ένα βρετανικό έγκλημα».
Οι πρώτοι αξιωματούχοι που έφτασαν στο σημείο δεν μπόρεσαν να καταλάβουν ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είχε συμβεί στην οδό Άρθουρ –μια λεωφόρο επιφανών οικογενειών, μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα από το χώρο όπου διεξαγόταν το Wimbledon.
Πώς μπέρδεψαν τις δύο γυναίκες οι απαγωγείς
Αρχικά, ισχυρίστηκαν ότι η 55χρονη Μιούριελ μπορεί να είχε φύγει με έναν εραστή. Αυτή ήταν μια γελοία ιδέα για όποιον γνώριζε τη μητέρα τριών ενήλικων παιδιών που συνήθιζε να πηγαίνει στην εκκλησία. Και σύντομα έγινε προφανές ότι η Μιούριελ ήταν απλώς το θύμα ενός τρομερού λάθους. Εκείνη και ο Άλικ είχαν μετακομίσει στο Ηνωμένο Βασίλειο από την Αυστραλία, ώστε εκείνος να συνεχίσει την καριέρα του σε εφημερίδες ως το δεξί χέρι του Ρούπερτ Μέρντοχ, του νέου ιδιοκτήτη της The Sun και της News of the World.
Ο Μέρντοχ είχε τραβήξει για πρώτη φορά την προσοχή των απαγωγέων σε μια τηλεοπτική του συνέντευξη με τον Ντέιβιντ Φροστ. Για να μάθουν πού ζούσε, οι απαγωγείς είχαν παρακολουθήσει τη Rolls-Royce από το γραφείο του. Αλλά ο μεγιστάνας των ΜΜΕ βρισκόταν για δουλειές στην Αυστραλία και ο Άλικ ΜακΚέι ήταν αυτός που χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητο.
Έτσι, από λάθος έβαλαν στο στόχαστρο τη Μιούριελ. Μπορεί μόνο κανείς να φανταστεί τι θα πέρασε στα χέρια τους εκείνο το βράδυ της απαγωγής της, με τον τρόμο της να αποτυπώνεται στο χειρόγραφο γράμμα που έφτασε στο σπίτι της το επόμενο πρωί. Παρακαλούσε τον άνδρα της: «Σε παρακαλώ, κάνε κάτι για να γυρίσω σπίτι. Τι έκανα για να αξίζω αυτή τη μεταχείριση;».
Τα χειρόγραφα σημειώματά της που εκπλιπαρούσε για βοήθεια
Με το σπίτι τους να βρίσκεται υπό πολιορκία από δημοσιογράφους και φωτογράφους, ο ΜακΚέι προσπάθησε να κρατήσει την τηλεφωνική γραμμή ελεύθερη για τους απαγωγείς. Μέσα σε διάστημα 6 εβδομάδων έλαβε περίπου 18 κλήσεις από έναν άνδρα που ισχυριζόταν ότι εκπροσωπούσε μια διεθνή οργάνωση με το όνομα «Mafia 3» -εν συντομία Μ3.
Μιλούσε με απειλητικό τόνο για «εκτέλεση» και είπε στον Άλικ ότι το θέμα είχε αρχικά αντιμετωπιστεί από τους διανοούμενους στο Μ3, αλλά σύντομα πέρασε στα χέρια των «ρουφιάνων».
Καθώς οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν για την απελευθέρωση της Μιούριελ, δύο ακόμη χειρόγραφα γράμματά της έφτασαν στο σπίτι. Στο ένα από αυτά έγραφε: «Επιδεινώνομαι σε υγεία και πνεύμα. Συγγνώμη για τα γράμματα, αλλά είναι δεμένα τα μάτια μου και κρυώνω. Σε παρακαλώ, κράτα μακριά την αστυνομία και συνεργάσου με τη συμμορία».
Το μέντιουμ που ισχυρίζεται ότι με την απαγωγή συνδεόταν το όνομα «Έλσα»
Εν τω μεταξύ, δεκάδες που έλεγαν ότι ήταν μέντιουμ επικοινώνησαν με την οικογένεια και όλοι ισχυρίζονταν ότι η Μιούριελ ήταν ζωντανή και προσέφεραν πληροφορίες για το πού κρατούνταν. Ένα μέντιουμ από την Ολλανδία, ο Ζεράρντ Κρουασέ, επέμεινε ότι το όνομα «Έλσα» συνδεόταν κατά κάποιον τρόπο με την απαγωγή της. Όπως θα δούμε παρακάτω, αυτό αποδείχθηκε περίεργα ακριβές.
Στις 30 Ιανουαρίου 1970, περισσότερο από έναν μήνα μετά την εξαφάνιση της Μιούριελ, οι απαγωγείς έδωσαν οδηγίες στον γιο των ΜακΚέι, Ίαν, να παραδώσει τα λύτρα στη Rolls-Royce του Ρούπερτ Μέρντοχ και σε αντάλλαγμα θα επέστρεφε σπίτι της η Μιούριελ.
Τα λάθη της αστυνομίας κατά την ανταλλαγή
Θέλοντας να μη θέσει σε κίνδυνο τον Ίαν, η αστυνομία επέμεινε να βάλει έναν από τους δικούς της να υποδυθεί πως ήταν αυτός και να πάρει μαζί του μια βαλίτσα με πλαστά χαρτονομίσματα. Σύμφωνα με τις οδηγίες της Μ3, ο «Ίαν» πήγε σε ένα συγκεκριμένο τηλεφωνικό θάλαμο του Λονδίνου και περίμενε να χτυπήσει το τηλέφωνο.
Κατά τη διάρκεια της επακόλουθης κλήσης, του δόθηκε η τοποθεσία ενός άλλου τηλεφωνικού θαλάμου, όπου πήγε για να λάβει άλλη μία κλήση. Αυτό συνεχίστηκε από θάλαμο σε θάλαμο, μέχρι που κατέληξε στο Α10 έξω από το Λονδίνο, αφήνοντας τη βαλίτσα με τα πλαστά χαρτονομίσματα σε ένα σημείο στο γκαζόν όπου οι απαγωγείς είχαν τοποθετήσει μια ανθοδέσμη με χάρτινα λουλούδια.
Παρόλο που η Μ3 επέμενε πως ο Ίαν έπρεπε να ταξιδέψει μόνος του, η Rolls -Royce που οδηγούσε ο αστυνομικός ακολουθούνταν από ένα κομβόι «μυστικών» συναδέλφων του -τρεις εξ αυτών οδηγούσαν μοτοσικλέτα και ήταν ντυμένοι ως Hell’s Angels σε μια προσπάθεια να περάσουν απαρατήρητοι.
Η δεύτερη προσπάθεια για τη σωτηρία της
Φυσικά, αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τον «Μ3» που τελικά δεν πήρε τα χρήματα. Κανονίστηκε μια άλλη συνάντηση, αλλά αυτή τη φορά την ανταλλαγή θα έκανε ο ίδιος ο Άλικ με την κόρη τους Νταϊάν, με τους απαγωγείς να προειδοποιούν για τρομερές συνέπειες εάν ήταν παρούσα η αστυνομία.
Για άλλη μία φορά, οι υπεύθυνοι ντετέκτιβ αποφάσισαν ότι τα μέλη της οικογένειας δεν θα έπρεπε να κινδυνεύσουν και ένας από τους άνδρες τους θα υποδυόταν τον Άλικ και ένας άλλος την Νταϊάν. Ο αξιωματικός που θα υποδυόταν την Νταϊάν επιλέχθηκε απλά επειδή ήταν ο μόνος που μπορούσε να χωρέσει στις μπότες της. Όταν η Νταϊάν και η αδερφή της Τζένι του έβαλαν το μακιγιάζ και είδαν ότι με τίποτα δεν θα μπορούσε να μοιάζει με γυναίκα, αποφασίστηκε πως αντ’ αυτού θα έστελναν μία γυναίκα αξιωματικό.
Αυτή τη φορά, το σημείο που θα αφήναν τα χρήματα ήταν ένα γκαράζ στο Bishop’s Stortford στο Χερτφορντσάιρ. Όλα πήγαν καλά μέχρι που, καθώς οι αστυνομικοί παρακολουθούσαν την Μ3 που θα πήγαινε να παραλάβει τα πλαστά χαρτονομίσματα, είδαν έναν καλοπροαίρετο περαστικό να εντοπίζει τις δύο βαλίτσες και να τις αναφέρει στην τοπική αστυνομία, η οποία ήρθε και τις παρέλαβε.
Το κακοσυντηρημένο αγρόκτημα - Τα στοιχεία που βρήκαν οι Αρχές και πείστηκαν ότι εκεί έμεναν οι απαγωγείς της
Δεν χάθηκαν όλα όμως. Προτού η υπόθεση περάσει στο αρχείο, οι μυστικοί ντετέκτιβ είχαν παρατηρήσει ένα μπλε Volvo σεντάν. Ο αριθμός των πινακίδων του τους οδήγησε στο χωριό Στόκινγκ Πέλχαμ και σε ένα κακοσυντηρημένο αγρόκτημα που ανήκε στον Άρθουρ Χουσεΐν, γεννημένο στο Τρινιντάντ, ράφτη στο Ιστ Εντ με όνειρο να γίνει μεγαλοτσιφλικάς. Είχε μετακομίσει εκεί με τη Γερμανίδα σύζυγό του Έλσα –το όνομα που είχε αναφέρει το μέντιουμ Ζεράρντ Κρουασέ.
Υπήρχαν, όμως, πολύ περισσότερα από υπερφυσικά στοιχεία για να συνδεθεί ο 34χρονος Χουσεΐν και ο μικρότερος αδερφός του Νιζάμ, τότε 22 ετών, με το έγκλημα. Στο αγρόκτημα βρήκαν σπάγκο όπως αυτό που είχε μείνει στο σπίτι τον ΜακΚέι και ένα σημειωματάριο με σελίδες που έλειπαν και ταίριαζαν με εκείνες στις οποίες η Μιούριελ είχε γράψει τις εκκλήσεις της για βοήθεια.
Αλλά κανένα ίχνος της Μιούριελ –παρά την εκτενή αναζήτηση στις λίμνες του αγροκτήματος αλλά και την έρευνα των κτιρίων και της γης από 120 αξιωματικούς. Μια θεωρία ήταν πως οι Χουσεΐν είχαν ταΐσει το σώμα της γυναίκα στα γουρούνια.
Όταν τα δύο αδέρφια οδηγήθηκαν στον εισαγγελέα τον Σεπτέμβριο του 1970, ήταν μία από τις πρώτες διώξεις χωρίς πτώμα. Κατά τη διάρκεια της δίκης προτάθηκε πως ο Άρθουρ Χουσεΐν είχε απαγάγει την Μιούριελ ΜακΚέι καθώς χρειαζόταν απεγνωσμένα χρήματα. Ο ίδιος και ο αδελφός του κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε ισόβια, με τον δικαστή να χαρακτηρίζει τα εγκλήματά τους «εν ψυχρώ και αποτρόπαια».
Κατά την έξοδό του από το δικαστήριο, ο Άλικ ΜακΚέι είπε στους δημοσιογράφους: «Απλώς θέλω να μάθω πού είναι για να αφήσω μερικά λουλούδια». Αλλά πέθανε το 1983 χωρίς ποτέ να μάθει τι είχε συμβεί στην Μιούριελ.
Και είναι απίθανο να λάβουμε ποτέ μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Ο Άρθουρ Χουσεΐν πέθανε στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Άσγουορθ το 2009 και ο Νιζάμ, ο οποίος εξέτισε ποινή 20 χρόνων προτού απελαθεί στο Τρινιντάντ, εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι είναι αθώος.
Τα παιδιά της ζητούν, 50 χρόνια μετά, στοιχεία για το τι συνέβη στη μητέρα τους
Και μπορεί να γνωρίζουν ελάχιστοι πλέον αυτό το φρικτό έγκλημα, ωστόσο η Μιούριελ ΜακΚέι ζει ακόμη στις καρδιές των παιδιών της. «Ακόμα ξυπνάω και τη σκέφτομαι. Είναι πάντα εκεί», λέει η κόρη της Τζέιν στο ντοκιμαντέρ. «Ήταν ένας από τους πιο ευγενικούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει».
Ελπίζουν, επίσης, πως κάποιος που μπορεί να δει το ντοκιμαντέρ μπορεί να έχει νέες πληροφορίες για το τι συνέβη στη μητέρα τους, μια ευγενική γυναίκα που απήχθη λόγω ενός τραγικού λάθους της μοίρας.
Φωτογραφίες: Getty Images