Vassilis has left the building. But the king is always a king! Αυτό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αντί του Έλβις για τον Βασίλη Σπανούλη. Γιατί ο Βασίλης ήταν και παραμένει βασιλιάς του Ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Αν με ρωτούσε κάποιος ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σου έμεινε από τον Βασίλη Σπανούλη, θα έλεγα το ηγετικό του προσόν να φέρνει αποτελέσματα, ή ακόμα και να τα τουμπάρει, όταν η μπάλα καίει σαν «καυτή πατάτα» που λένε και οι φίλοι του αθλητικού ρεπορτάζ. «Θύματα» του κάτω από αυτές τις περιστάσεις υπήρξαν πολλοί με, πρώτους τον Παναθηναϊκό και την ΤΣΣΚΑ (που έκανε ένα φοβερό tweet αποχαιρετισμού του Σπανούλη λέγοντας ανάμεσα σε άλλα «Ήταν ένα σπουδαίο ταξίδι, γεμάτο χαρές και σπάσιμο καρδιών, τίτλους και ρεκόρ. Ήταν τιμή που μοιραστήκαμε το παρκέ μαζί σου, Βασίλη…»). Αλλά ας ξεκινήσουμε με τον «αιώνιο αντίπαλο» του ελληνικού πρωταθλήματος. Τότε που ο Δημήτρης Διαμαντίδης αποφάσισε να αποχαιρετήσει το μπάσκετ και αναγκάστηκε να το κάνει ηττημένος.
Μιλάμε για τον τέταρτο τελικό των πλέι-οφ στις 30 Μαΐου 2016, με τη σειρά να είναι 2-1 υπέρ του Ολυμπιακού. Οι δύο ομάδες πήγαιναν μαζί στο σκορ και μετά μάλιστα, από τρίποντο του Μάντζαρη φτάσαμε στη δεύτερη πεντάλεπτη παράταση. Τότε ήρθε η ώρα του «δολοφονικού» βασιλιά. Ο οποίος στο τελευταίο δευτερόλεπτο έκανε σουτ τριών πόντων, έχοντας τον Διαμαντίδη κολλημένο πάνω του. Βάζοντας στην ένδοξη καριέρα του Δημήτρη Διαμαντίδη ένα άδοξο τέλος. Είχε και σημειολογία αυτό το καλάθι. Ο Σπανούλης κατατρόπωσε αυτόν που τον εμπόδιζε στον Παναθηναϊκό να πάρει τον αγαπημένο του αλλά και τόσο ταιριαστό ρόλο: αυτόν του αρχηγού.
Γιατί ο Βασίλης Σπανούλης έφυγε από τον Παναθηναϊκό και πήγε στον Ολυμπιακό; Γιατί στον Ολυμπιακό μπορούσε να γίνει ο ηγέτης που πάντα ήθελε. Μιλάμε για το έτος 2010, που ο Παναθηναϊκός ήταν η μοναδική υπερδύναμη του ελληνικού μπάσκετ. Όσοι νομίζουν ότι ο Σπανούλης έφυγε από τον Παναθηναϊκό για τα λεφτά, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να προβάλουν τον εαυτό τους. Εδώ θα ανοίξουμε μια παρένθεση. Είναι λογικό οι ομάδες να επιλέγουν παίκτες που παίζουν καλά, ειδικά απέναντι τους. Ακόμα και αν αυτές οι ομάδες είναι οι «αιώνιοι αντίπαλοι».
Στο ποδόσφαιρο δεν συνέβη αυτό με τον Δεληκάρη; Με τον Γαλάκο και τον Σαργκάνη στα 80ς; Ελάχιστοι ήταν οι παίκτες οπαδοί, σαν τον Ντέμη Νικολαΐδη για παράδειγμα. Όλοι οι άλλοι σκέφτονταν ως επαγγελματίες και ας είχαν απέναντι τους την εξέδρα της προηγούμενης ομάδας. Κι εδώ που τα λέμε ο Σπανούλης στον Ολυμπιακό μεγαλούργησε. Στον 2ο και τον 3ο χρόνο που ήταν στην ομάδα έκανε δύο μαγικά final four για αυτό κέρδισε αβίαστα τον τίτλο του πολυτιμότερου παίχτη (MVP) και τις δύο φορές. Η μία ήταν στον τελικό εναντίον της ΤΣΣΚΑ όπου έβαλε πάλι καθοριστικά καλάθια στο τέλος του ματς (με αποκορύφωμα ακόμα ένα τρίποντο είκοσι δευτερόλεπτα πριν τη λήξη). Η άλλη ήταν με τη Ρεάλ. Με τους τρεις πλέον τίτλους MVP ο V-Span έγινε ο μόνος στην Ευρώπη που ισοφάρισε το ρεκόρ του Τόνι Κούκοτς. Έτσι είναι οι μεγάλοι παίκτες. Όλοι αναρωτιούνται πως χάνονται στα εύκολα αλλά δεν ξεχνούν να τους δοξάσουν όταν τα πράγματα γίνονται δύσκολα.
Μια άλλη δύσκολη στιγμή και ίσως η πρώτη στο δρόμο του προς τον γαλαξία των αστέρων στην οποία καλέστηκε, ίσως από την ιστορία, (από αυτά τα καλέσματα που δε λες περίμενε να είμαι έτοιμος) ήταν όταν ακόμα σαν παίκτης του Παναθηναϊκού έκανε μια αξέχαστη εμφάνιση με τα χρώματα της Εθνικής ομάδας εναντίον των «all-star» ΗΠΑ το 2006 στη Σαϊτάμα της Ιαπωνίας που έκανε στους Αμερικάνους όσα δεν κατάφερε να κάνει στην ομολογουμένως σύντομη και όχι ανθοστόλιστη «καριέρα» του στο NBA. Ο Βασίλης Σπανούλης έχει αυτό που κάνει έναν αθλητή αλλά κι έναν οποιοδήποτε επαγγελματία να ξεχωρίζει: αξιοποιούσε δημιουργικά οτιδήποτε τον πλήγωνε.