Απολαυστικός ήταν ο Φερνάντος Σάντος στην κοινή συνέντευξη που έδωσε με τον Ότο Ρεχάγκελ, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για το αναβίωση του τελικού του Euro 2004 ανάμεσα στους Legends Ελλάδας και Πορτογαλίας.
Ο Πορτογάλος προπονητής μίλησε για όλα όσα έζησε στην Ελλάδα, μοιράστηκε ευχάριστες ιστορίες και σοβαρά περιστατικά που δεν έχει ξεχάσει, αλλά κυρίως τόνισε τον τρόπο που το πέρασμά του από την Ελλάδα τον βοήθησε να φτάσει στην κορυφή της Ευρώπης το 2016. «Οι Πορτογάλοι, όπως οι Έλληνες είμαστε πολύ συναισθηματικοί και όλα αγγίζουν την καρδιά μας. Κάθε φορά που έρχομαι εδώ πέρα… Αυτή τη στιγμή αισθάνομαι Έλληνας», σχολίασε αρχικά. «Όταν επιστρέφω στην Ελλάδα είναι σαν να επιστρέφω σπίτι μου. Δεν το νιώθω ούτε σαν υποχρέωση ούτε σαν καθήκον. Βγαίνει καθαρά από την καρδιά. Το οφείλω στην Ελλάδα, το οφείλω σε όσα πέρασα εδώ και στη στήριξη που είχα από τους Έλληνες. Τους οφείλω ένα ευχαριστώ», συμπλήρωσε στην πορεία της συζήτησης.
Όσο για τον χαρακτήρα των Ελλήνων, είπε: «Ο Πορτογάλος ζει σε μια κλίμακα από το 8 μέχρι το 80. Ο Έλληνας ζει σε μια κλίματα από το 8 μέχρι το 800. Μερικές φορές είμαστε τρομερά απαισιόδοξοι χωρίς κανέναν λόγο και άλλη στιγμή είμαστε τρομερά αισιόδοξοι και νομίζουμε ότι είμαστε οι καλύτεροι. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ την ελληνική ιστορία, αλλά δεν πρόκειται να κερδίσουμε μόνο και μόνο επειδή υπάρχει αυτή. Αν βρούμε την ισορροπία τότε η νίκη είναι σίγουρη. Όχι μόνο στο ποδόσφαιρο, αλλά σε όλα».
Για το τρομερό επίτευγμα του Ότο Ρεχάγκελ είπε: «Αυτό που κατάφερε ήταν καταπληκτικό. Σίγουρα έχει γραφτεί στην ιστορία. Έκανε μια φανταστική δουλειά αν σκεφτούμε ότι έπρεπε να μπει στην νοοτροπία του ελληνικού ποδοσφαίρου εκείνη την εποχή. Το είχα πει και σε κάποιους παίκτες μου που είχαν πάει στο Euro, σ το πρώτο παιχνίδι στο γήπεδο του Παναθηναϊκού με την Ισπανία. Δέχτηκαν ένα πολύ γρήγορο γκολ και η νοοτροπία ήταν τώρα παίζουμε ή δεν παίζουμε; Νομίζω ότι ο Ρεχάγκελ κατάφερε να φτιάξει μια καταπληκτική ομάδα, με καταπληκτικούς παίκτες. Όσο καλός προπονητής και αν είσαι, αν δεν έχεις καλούς παίκτες δεν μπορείς να φτάσεις κάπου. Εμείς ως προπονητές μπορούμε να δουλέψουμε, να προσπαθήσουμε αλλά αν η ποιότητα των παικτών δεν είναι καλή δεν μπορούμε να φτάσουμε πουθενά. Τότε το επίπεδο ήταν πάρα πολύ καλό και των παικτών και της διοίκησης. Χάρη σε αυτή την ποιότητα κατάφερε ο Ρεχάγκελ να κάνει ένα ωραίο πακέτο και -δυστυχώς για εμάς- να μας νικήσει στον τελικό».
Για το άγχος του γηπεδούχου στον τελικό που έχασε και σε αυτόν που κέρδισε η Πορτογαλία: «Το άγχος πάντα υπάρχει, αλλά σε έναν τελικό πας για να κερδίσεις. Το 2004 η ελληνική ομάδα έπαιζε τα ματς και καταλάβαινε ότι κερδίζει. Έτσι, ήξερε ότι μπορεί να κερδίσει και τον τελικό. Το ίδιο κάναμε κι εμείς με τη Γαλλία. Πήγαμε για να κερδίσουμε. Υπάρχει ωστόσο και ένας άλλος παράγοντας που είναι αντίθετος με αυτό. Μια ομάδα που παίζει εντός έδρας έναν τελικό, λόγω του πανηγυρικού κλίματος που υπάρχει, αρχίζουν να έχουν μια παραπάνω αυτοπεποίθηση, που δεν είναι βγαίνει σε καλό. Αυτό νομίζω έγινε και στους δύο τελικούς».
Για τη δημιουργία οικογενειακού κλίματος: «Είναι θεμελιώδες να μπορείς να δημιουργήσεις οικογενειακό κλίμα. Όταν είσαι σε μια ομάδα, είτε στη Θεσσαλονίκη, είτε στην Αθήνα, πρέπει να καταλάβεις τον κόσμο της πόλης. Σε μια εθνική ομάδα πρέπει να καταλάβεις τη χώρα συνολικά, όλους τους Έλληνες. Πάντα υπήρχε αυτό το πρόβλημα με τις ομάδες του εγχώριου πρωταθλήματος μεταξύ των ομάδων. Το είδα όταν ήρθα στην Ελλάδα, όταν έφυγα, όταν πήγα στη Βραζιλία… Αυτό που πρέπει να κάνεις σε μια εθνική ομάδα είναι να δώσεις στους παίκτες να καταλάβουν ότι δεν είναι σε μια τοπική ομάδα, να διώξουν αυτό το πάθος και να παίξουν για την Εθνική. Εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί ο Έλληνας ποδοσφαιριστής δεν έχει την εκτίμηση του εξωτερικού, με εξαίρεση την ομάδα του 2004. Αναγνωρίζουμε τα λάθη μας αλλά πρέπει να δίνουμε αξία στις επιτυχίες μας. Αυτό το κεφάλαιο, η κατάκτηση του Euro 2004, αναγνωρίστηκε στην Ελλάδα, αλλά αυτό δεν έγινε στο εξωτερικό. Ήταν λάθος γιατί αρκετοί από αυτούς τους παίκτες είχαν το ταλέντο να κάνουν μεγάλη καριέρα στο εξωτερικό».
Για το πώς κατάφερε να συνεχίσει το έργο του Ρεχάγκελ: «Όταν ανέλαβα την Εθνική, είχα το πλεονέκτημα ότι γνώριζα τους παίκτες πολύ καλά για χρόνια. Κατάλαβα πολύ γρήγορα ποιος είναι ο έλληνας ποδοσφαιριστής, ποια είναι η κουλτούρα του. Πάντα διηγούμαι την ίδια ιστορία. Όταν είχα έρθει στην Ελλάδα πρώτη φορά για την ΑΕΚ έβαλα την πρώτη προπόνηση στις 8:00 το πρωί. Για μένα ήταν αυτό το φυσιολογικό. Τότε ήρθε ο Δέλλας, ο Νικολαΐδης και μου είπαν δεν γίνεται προπόνηση στις 8:00. Ρώτησα γιατί και μου απάντησαν ότι έχει πάρα πολύ κίνηση εκείνη την ώρα για να πάνε μέχρι τους Θρακομακεδόνες. Άλλαξα την ώρα και την έβαλα στις 7:00. Τότε ήρθαν όλοι και μου είπαν "δεν πειράζει, μίστερ, ας το αφήσουμε στις 8:00, θα τα καταφέρουμε. Ήταν πολύ καλή ιδέα η πρωινή προπόνηση γιατί έτσι δεν ερχόταν και κανένας δημοσιογράφος. Οι Έλληνες παίκτες έχουν ιδιαίτερη νοοτροπία. Κατάλαβα ότι πρέπει να τους εξηγείς τι θέλεις να κάνεις και γιατί να το κάνεις. Πρέπει να κάνεις τους παίκτες σου να καταλάβουν πώς από το ελληνικό επίπεδο μπορούν να πάνε στο διεθνές. Δεν είναι εύκολο».
Για το αν τον βοήθησε η Ελλάδα να φτάσει στην κορυφή της Ευρώπης: «Υπάρχει η κακή νοοτροπία και η καλή στον Έλληνα ποδοσφαιριστή. Στέκομαι στην καλή νοοτροπία που με βοήθησε για να προχωρήσω. Όταν ο Έλληνας παίκτης είναι συγκεντρωμένος, μπορεί να σε βοηθήσει πάρα πολύ. Έτσι φτάσαμε και στο 2004. Αν καταφέρεις να εμπνεύσεις αυτή τη νοοτροπία στον Έλληνα παίκτη, τότε είναι αήττητος. Όταν ανέλαβα την Πορτογαλία, είπα στους παίκτες μου πως αν έχετε τη νοοτροπία της ελληνικής ομάδας που πίστεψε ότι μπορεί να κερδίσει με την ποιότητα που έχει, θα γίνουμε πρωταθλητές Ευρώπης. Για μένα ήταν πολύ σημαντικό ότι ήμουν εδώ από 2012-14 γιατί με βοήθησε να κατακτήσω τον τίτλο το 2016. Βέβαια χωρίς αυτούς τους παίκτες δεν θα γινόταν».
Για τον Κριστιάνο Ρονάλντο: «Πολλές φορές στην Πορτογαλία με ρωτάνε πώς είναι να έχεις να διαχειριστείς μεγάλα εγώ. Το ξέρω πολύ καλά, δεν είναι καθόλου δύσκολο να το καταλάβω γιατί όταν έφτασα στην Ελλάδα όλοι έλεγαν εγώ, εγώ, εγώ… Την πρώτη φορά που το άκουσα, σκεφτόμουν πώς γίνεται όλοι να έχουν τόσο μεγάλο εγωισμό, αλλά μετά κατάλαβα τι σημαίνει. Όλοι οι άνθρωποι έχουν “εγώ”. Ο Κριστιάνο είναι όπως όλοι οι άνθρωποι, έχει το δικό του εγώ. Αντίστοιχα, κι αυτός πρέπει να δουλέψει με το δικό μου εγώ. Έχουμε την τάση να βλέπουμε τους παίκτες πολύ απόμακρους, σαν κάτι πολύ ιδιαίτερο. Όλοι έχουν πολλές άλλες πλευρές. Μπορεί να είναι φιλάνθρωποι, χωρίς να το διαλαλούν. Εμείς βλέπουμε μόνο τη φήμη και όχι την άλλη πλευρά. Υπάρχει αυτή η φημολογία για τον Ρονάλντο, ότι είναι σνομπ, αλλά είναι από όσους δεν τον γνωρίζουν πραγματικά. Πήγαμε να παίξουμε το πρώτο φιλικό στο Παρίσι. Ήταν το ξενοδοχείο της γαλλικής ομάδας πολύ κοντά στο δικό μας. Στο ξενοδοχείο της γαλλικής ομάδας δεν υπήρχε κανείς. Στο δικό μας περίμεναν χίλια άτομα που φώναζαν το όνομα του Ρονάλντο. Βγαίνει ένας παίκτης στο δρόμο και βλέπει χίλια άτομα να τον φωνάζουν. Είναι πολύ δύσκολο για αυτόν και βγαίνει μια φήμη ότι δεν είναι κοινωνικός. Αλλά μπείε και λίγο τη θέση του. Υπάρχει ένα φορτίο. Πάλι καλά που είναι ο καλύτερος του κόσμου».