Το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, με την ευκαιρία του εορτασμού των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, ανέλαβε να καθαρίσει και να αναδείξει το μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη στο Σύνταγμα.
Η Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων εκτελεί τις εργασίες καθαρισμού στον αναλημματικό τοίχο του μνημείου, καθώς και στα βαθμιδωτά τοιχία που κοσμούνται με μεταλλικές ασπίδες.
Οι εργασίες αφορούν στην απομάκρυνση βιολογικών επικαθήσεων και ατμοσφαιρικών ρύπων, ενώ εκτελούνται από μόνιμο προσωπικό (κλιμάκιο έξι συντηρητών). Ξεκίνησαν με την αρωγή της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών της Βουλής στις 16/3 και αναμένεται να ολοκληρωθούν στις 22/3.
Ο καθαρισμός του μνημείου εντάσσεται στη συνολική αποκατάσταση και ανάδειξη του ιστορικού μεγάρου της Βουλής των Ελλήνων, έργο το οποίο βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη από τις υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ.
Η διαμόρφωση του μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, ενός ταφικού μνημείου αφιερωμένου στους αγώνες του ελληνικού έθνους, αποτελεί τη σημαντικότερη επέμβαση που δέχεται ο περιβάλλων χώρος του κτίσματος των Παλαιών Ανακτόρων την περίοδο ακριβώς που αποφασίζεται να στεγάσει τη Βουλή των Ελλήνων. Η επιλογή της θέσης θα αλλάξει οριστικά τον χαρακτήρα του χώρου, μεταλλάσσοντας αποφασιστικά τη σχέση του κτιρίου με την πόλη.
Η σύλληψη του χρέους απόδοσης τιμής στους άγνωστους πεσόντες των μαχών με τη συμβολική «ταφή» τους ανάγεται στην Κλασική Αθήνα. Στον αναλημματικό τοίχο του μνημείου έχουν χαραχθεί µε κεφαλαία γράµµατα οι φράσεις «Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος» και «Μία κλίνη κενή φέρεται εστρωµένη των αφανών», που αποτελούν αποσπάσµατα από τον επιτάφιο λόγο του Περικλή που εκφωνήθηκε το 430 π.Χ. για τους πρώτους νεκρούς του Πελοποννησιακού Πολέµου και καταγράφηκε από τον ιστορικό της αρχαιότητας, Θουκυδίδη.
Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου του Αγνωστου Στρατιώτη έγιναν 25 Μαρτίου του 1932, στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων για την επέτειο της Ανεξαρτησίας. Το έργο δεν έτυχε θερμής υποδοχής, ενώ προκάλεσε ποικίλα και αντιφατικά σχόλια στην κοινωνία και στον Τύπο της εποχής.
Το μνημείο ανεγέρθηκε σε αρχιτεκτονικά σχέδια του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη, ο οποίος είχε βραβευθεί σε σχετικό διαγωνισμό το 1926. Η ανάγλυφη, όμως, παράσταση του πολεμιστή που τελικά κατασκευάζεται, δεν είναι εκείνη που αρχικά είχε προταθεί μέσω του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού. Λόγω διαφωνιών του Εμμανουήλ Λαζαρίδη με τον συνεργάτη του στον διαγωνισμό, γλύπτη Θωμά Θωμόπουλο, το έργο τελικά αναλαμβάνει ο Φωκίων Ρωκ σε συνεργασία με τον καθηγητή της Γλυπτικής και διευθυντή τότε της ΑΣΚΤ, Κ. Δημητριάδη, του οποίου υπήρξε βοηθός. Το μνημείο δούλεψε στον λίθο ο Ιταλός μαρμαρογλύπτης Marani και τις ασπίδες, που φιλοτέχνησε ο Κ. Δημητριάδης, σφυρηλάτησε στον ορείχαλκο ο καθηγητής της Μεταλλοπλαστικής της Σιβιτανιδείου Σχολής, Χ. Δίβαρης, μαζί με μαθητές του.
Η σημαντικότερη επέμβαση της πρότασης αφορά στην εκτεταμένη εκσκαφή στο φυσικό πρανές που εκτείνεται μπροστά από το κτίριο για τη δημιουργία επίπεδης, σχεδόν, πλατείας στη στάθμη της Λεωφόρου Αμαλίας. Η υψομετρική διαφορά που προκύπτει (7 μέτρα) δημιουργεί είδος τεχνητού βάθρου για το κτίριο, αλλοιώνοντας τη φυσική τοπογραφία στο σημείο εκείνο της πόλης.
Σήμερα, 89 χρόνια μετά, το μνημείο είναι πλέον απόλυτα ταυτισμένο με το κτίριο της Βουλής και την Πλατεία Συντάγματος.