Μια παράσταση; Δυο μονόλογοι που ενώνονται, σύμφωνα με το κείμενο του Μπερνάρ Μαρί Κολτές, του Γάλλου συγγραφέα που χάθηκε πρόωρα στα 41 του χρόνια; Περισσότερο από όλα αυτό που είδαμε στη σκηνή της Στέγης ήταν μια ανεπιτήδευτη, με τα πιο λιτά μέσα παρουσίαση του μεγαλείου του Τζον Μάλκοβιτς.
Δήλωση: όσο προετοιμασμένος και αν είσαι να δεις τον Τζον Μάλκοβιτς, δεν είσαι αρκετά προετοιμασμένος για αυτό που θα σου προσφέρουν 60 λεπτά κάτω από την σκηνή που ο ίδιος περιδιαβαίνει, άλλοτε τρέμοντας, άλλοτε σέρνοντας τα πόδια, άλλοτε πιπιλώντας τον αντίχειρα του, άλλοτε μιλώντας με την εξουσία ενός σαδιστή. Ακόμα και ο τρόπος που σέρνει τα γυμνά πόδια του πάνω στην σκηνή, είναι μια πτυχή της υποκριτικής του. Υπάρχει λόγος.
Το απόγευμα της Πέμπτης έφτασε στην Αθήνα, τον πρώτο σταθμό της διεθνούς περιοδείας της, η παράσταση «Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι» του Μπερνάρ Μαρί Κολτές, που ανεβάζει ο Ρώσος – μόλις 37 ετών- σκηνοθέτης Τιμοφέι Κουλιάμπιν, με πρωταγωνιστές τον Τζον Μάλκοβιτς και την σπουδαία Λιθουανή ηθοποιό Ινγκέμποργκα Νταμπκουνάιτ. Μην γελιόμαστε, τα εισιτήρια για τις τέσσερις παραστάσεις εξαντλήθηκαν σε μία ώρα κυρίως εξαιτίας της επιθυμίας του κοινού να δει επί σκηνής τον Τζον Μάλκοβιτς.
Παρανοικός τυφλός κύριος Γουίλ στο «Μια θέση στην καρδιά» και πρώτη φορά που η φωνή του ανέβασε τους παλμούς μας -ποιος είναι αυτός που μιλάει έτσι, λες και αποκαλύπτει το μεγαλύτερο μυστικό του κόσμου. Ο πιο ερωτικός, ερωτεύσιμος ως θανάτου άνδρας επί γης στις «Επικίνδυνες Σχέσεις» που αφάνισε την Μισέλ Πφάιφερ. Στο «Τσάι στη Σαχάρα» υπνωτικός δανδής. Και μετά ήρθε το «Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς» και το όνομά του, η ιδιοφυία του, το ταλέντο του έγιναν τατουάζ μέσα μας και μέθοδος για τους ηθοποιούς ανά τον κόσμο.
Αυτός ο μέγιστος, που στις συνεντεύξεις σε κοιτά κάπως βαριεστημένα και μιλά τόσο αργά που νομίζεις ότι θα ξεμείνει από ανάσες και λέξεις, αλλά ποτέ δεν συμβαίνει αυτό, στάθηκε στη σκηνή της Στέγης. Και μας στοίχειωσε. Ποτέ δεν έχω δει αίθουσα θεάτρου σε τόση απόλυτη ησυχία και ακινησία. Ούτε μια οθόνη δεν φωτίστηκε. Σαν να ανασαίναμε πιο χαμηλά, πιο βαθιά. Σύμφωνα με την υπόθεση, στο λυκόφως, σε έναν έρημο δρόμο της πόλης, ένας άνδρας συναντά έναν ντίλερ που είναι πρόθυμος να του πουλήσει ότι επιθυμεί. Αρχίζουν δυο μονόλογοι που μπλέκονται, κάποιες στιγμές οι ρόλοι ανατρέπονται, μετά ενώνονται, δεν κατονομάζεται το επιθυμητό προς αγορά, φωτογραφίζεται όμως η αμαρτία της παιδοφιλίας.
«Μπορώ να γεμίσω την άβυσσο της επιθυμίας σου, να της δώσω όνομα, σχήμα» λέει ο ντίλερ. Ο Κουλιάμπιν επέλεξε να μην φέρει δυο άνδρες στη σκηνή όπως αναφέρεται στο βιβλίο, αλλά έναν άνδρα και μια γυναίκα. Αιφνιδίως αυτό λειτουργεί, ίσως λειτουργεί με πιο βαθιά υπαινικτικό τρόπο, η γυναικεία μορφή που είναι μαζί μάνα και άγριο ζώο, χειριστική, αντέχει τον πόνο και μπορεί να τον προσφέρει απλόχερα. «Στοργικά σε προσεγγίζω» λέει στην αρχή. «Είμαι η μπότα και εσύ το παλιόχαρτο που πατώ», μετά. Μόνο που καθώς εξελίσσεται το έργο, δεν ξέρεις τελικά ποιος είναι η μπότα, ποιος το παλιόχαρτο.
Η παράσταση αυτή είναι σαν αρθρωτή, σαν δυο κόσμοι επί σκηνής. Ο ένας είναι ο ίδιος ο Μάλκοβιτς. Ο άλλος η σκηνοθετική προσέγγιση που προσπάθησε με λίγα μέσα και με το τρικ των οθονών να εξυπηρετήσει την πλοκή, στερώντας της όμως τους χυμούς μιας θεατρικής μέθεξης. Τι εννοώ; Σαν μια παράλληλη γραμμή να χωρίζει τη σκηνή σε δυο παράθυρα, επάνω η ασπρόμαυρη οθόνη που ζουμάρει στις εκφράσεις των ηθοποιών, κάτω η σκηνή με τα σώματα να κινούνται. Τα μάτια κάνουν διαρκώς την διαδρομή από το πάνω μέρος στο κάτω, κάπως ενοχικά, αφού ξέρεις ότι πρέπει την σκηνή να παρακολουθείς, το ζωντανό αδιαμεσολάβητο από την οθόνη σώμα. Ομως επάνω βλέπεις κάθε σύσπαση της ρυτίδας, πετάρισμα των βλεφάρων, τις σταγόνες του ιδρώτα. Ακούς και βλέπεις σαν να κάθεται δίπλα σου, νιώθεις την υγρασία και την ζέστη του σώματος. Αυτή είναι η ηδονή που θες να «αγοράσεις» εκείνη τη στιγμή από τον dealer.
Δεν έχουμε εδώ την γνωστή, χρήσιμη, ευέλικτη χρήση των καμερών που συχνά βλέπουμε στις θεατρικές παραστάσεις. Εδώ μπορεί πλήρως να υποκαταστήσει την σκηνική δράση. Δεν μπορώ να αποφύγω την σκέψη ότι γνωρίζοντας ο σκηνοθέτης, η παραγωγή, ότι αυτή είναι μια παράσταση που θα γεμίσει μεγάλες σκηνές και θέατρα χιλιάδων θεατών εξαιτίας των ηθοποιών, θα ήταν αδύνατο να φανούν οι εκφράσεις, οι λεπτές αποχρώσεις της υποκριτικής τους.
Μέσα στο σκοτεινό δρόμο, πάνω στις τεράστιες σκηνές. Ένα τέτοιο έργο, δυο μονόλογοι, απαιτούν μια μικρή σκηνή, και το κοινό να την αγκαλιάζει για να έχεις την αδιαμεσολάβητη εμπειρία. Η γραμμή μεταξύ οθόνης και σκηνής, μια βαθιά ρυτίδα. Ένα όριο -και πόσο ωραία μιλούσαν για αυτά στον διάλογο-μάχη ο αγοραστής και πωλητής επί σκηνής.
Επιστροφή όμως στον Μάλκοβιτς. Μια μέρα μετά δεν θυμάμαι ακριβώς τις φράσεις που είπε, θυμάμαι το νόημα και κυρίως τη φωνή του, τις ανάσες που έπαιρνε μεταξύ των λέξεων, το βλέμμα του. Το σούρσιμο των ποδιών. Τον τρόπο που ξετύλιξε το χαρτί της καραμέλας που έτριξε πριν η καραμέλα μπει στο στόμα του και αρχίσει να την πιπιλάει με μανία σχεδόν. Τα μάτια του φοβισμένου ζώου. Τα μάτια του άγριου ζώου που παίρνει θέση για να κατασπαράξει. Εγιναν οι λέξεις που είπε και τα βλέμματα του κάτι σαν επιδερμίδα για τον θεατή. Τον φέραμε πάνω μας τον Μάλκοβιτς.
Μετά από αυτή την εμπειρία ήθελα αμέσως να βγω στον δρόμο. Να μην ακούσω άλλους, να μην κάνω τις κλασικές χαιρετούρες και χαρούλες στο φουαγιέ. Στο λυκόφως της Συγγρού. Τι σημαίνει να είσαι καλλιτέχνης; Ενας dealer που μας προσφέρει υλικό και μεγεθυντικούς φακούς σε μια εποχή όπου ψυχικά, πνευματικά, ζούμε στην επικράτεια του αδιάφορου μουδιάσματος. Ο Μάλκοβιτς, δίνει το υλικό πάντα, ανόθευτο.
Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Ως τις 12 Φεβρουαρίου