Μπορούν τα αισθήματα να ανθίσουν σε μια ατμόσφαιρα παρακμής; Το έργο του Σαίξπηρ «Τρωίλος και Χρυσηίδα» θέτει το ερώτημα.
Μπορεί, άραγε, ο έρωτας να επιβιώσει μέσα σε συνθήκες πολέμου; Ή μήπως στις πιο σκοτεινές στιγμές της Ιστορίας εμφανίζονται πάντα τα τέρατα;
To παραπάνω ερώτημα θέτει ο Σαίξπηρ στο έργο του «Τρωίλος και Χρυσηίδα», που θα παίζεται από τις 11 Μαρτίου στο θέατρο REX / Σκηνή «Ελένη Παπαδάκη» από το Εθνικό Θέατρο. Εργο που παρουσιάζεται σπάνια, εν προκειμένω ανεβαίνει σε μετάφραση Νίκου Χατζόπουλου και σκηνοθεσία Μαρίας Πανουργιά, με τη συμμετοχή μιας πολυπληθούς ομάδας ηθοποιών.
«Οι λόγοι που δεν παίζεται συχνά το συγκεκριμένο έργο είναι πολλοί», εξηγεί η Μαρία Πανουργιά. «Κατ' αρχάς είναι πολυπρόσωπο και δεν είναι εύκολο να παρουσιαστεί από κάποιο μη κρατικό θέατρο. Ταυτόχρονα είναι και από τα πλέον δυσνόητα του Σαίξπηρ. Η κανονική του διάρκεια είναι 5-6 ώρες, η δική μας παράσταση διαρκεί λίγο παραπάνω από δύο...»
Ενας άσκοπος πόλεμος που πότισε τα πάντα με τόσο αίμα και τόσο θάνατο, ώστε τίποτα πια να μην μπορεί να ανθίσει. Δύο αντιμέτωπα στρατόπεδα, παραδομένα στην αδράνεια, στη διαφθορά, στον κυνισμό. Δεν πρόκειται για μια ιστορία αγάπης αλλά παρακμής. Οι παλαιοί ήρωες με τα ματωμένα ιδανικά πεθαίνουν και η ανθρώπινη φύση αφήνεται στην πιο άγρια, στην πιο τερατώδη απεικόνισή της.
Ο Τρωικός Πόλεμος μετρά κιόλας επτά χρόνια και κανείς δεν ξέρει πότε και εάν πρόκειται να τελειώσει. Εκτός ίσως από την Κασσάνδρα που τριγυρνά στους δρόμους της Τροίας θρηνώντας ήδη για το πικρό της τέλος. Στο στρατόπεδο όμως των Τρώων και των Ελλήνων δε συμβαίνει τίποτα αποφασιστικό. Πολεμικές ασκήσεις και διαβουλεύσεις, μικροπαιχνίδια εξουσίας κι επιβολής, λίγη μουσική, λίγο τράφικινγκ και πολλή αναμονή. Ενας ακίνητος κόσμος που ταράζεται μόνο από κάποιες ξαφνικές εκρήξεις βίας. Και μέσα εκεί, σε αυτόν τον νοσηρό βάλτο, ο νεαρός πρίγκιπας Τρωίλος ερωτεύεται την όμορφη Χρυσηίδα.
«Το συγκεκριμένο έργο δεν έχει καμιά ασφάλεια, ούτε τέλος. Δεν έχει κάθαρση. Κι αυτό από τη μια δημιουργεί μεγάλες δυσκολίες από την άλλη προσφέρει μια απίστευτη ελευθερία». λέει η σκηνοθέτις.
Η Μαρία Πανουργιά αναμετριέται για πρώτη φορά με τον Σαίξπηρ, αποδεχόμενη την πρόταση του Εθνικού Θεάτρου. Το είδε ως πρόκληση και ανταποκρίθηκε «ίσως και από άγνοια κινδύνου», όπως χαρακτηριστικά λέει.
Aναγνωρίζοντας μια έντονη συγγένεια με την περίοδο που διανύουμε, η παράσταση διερευνά τι θα πει αγριότητα, επιβίωση, έρωτας αλλά και θάνατος σε μια σύγχρονη ζούγκλα.
«Ολοι μιλούν για το τέλος της πανδημίας αλλά αυτή είναι ακόμη παρούσα κι ακόμη δεν ξέρουμε τι αφήνει πίσω της. Σε όλη αυτή τη ζοφερή κατάσταση τώρα προστέθηκε και ο πόλεμος πολύ κοντά μας, δίπλα μας. Αναμφίβολα είναι καταστάσεις που μας επηρεάζουν. Τώρα, εάν αυτό εκφράζεται στην παράσταση, θεωρώ ότι σίγουρα συμβαίνει. Βρισκόμαστε σε μια εκκρεμότητα, σε αγωνία για το τι πρόκειται να συμβεί. Σα να πρόκειται να αλλάξει ο χάρτης και κανείς μας δεν ξέρει τι ακριβώς θα γίνει...», καταλήγει η σκηνοθέτις.