Μαγνητική και ανεπιτήδευτη, η Τίλντα Σουίντον κάθεται απέναντί μου, απρόσμενα ντυμένη στα ροζ, εξουθενωμένη αλλά χαρούμενη, και ανοίγεται με ενσυναίσθηση, χιούμορ, ειλικρίνεια σε μια βαθιά συζήτηση για το πρότζεκτ της «Ενσαρκώνοντας τον Παζολίνι» και τις επιλογές που κάνουμε κάθε μέρα μέσα από την εικόνα μας.
Βράδυ Κυριακής, η Τίλντα Σουίντον φορά κατάσαρκα μια λευκή ρόμπα, σαν και αυτές που φοράνε οι μοδίστρες, οι νοσοκόμες, οι συντηρήτριες έργων τέχνης. Είναι πάνλευκη η ίδια, ακόμα και οι φλέβες στα πόδια της μοιάζουν άσπρες. Δευτέρα μεσημέρι, φορά ροζ φαρδιά ζέρσεϊ μπλούζα, ροζ παντελόνι. «Νιώθω τόσο κουρασμένη που έπρεπε να φορέσω ένα έντονο χρώμα για να αισθανθώ ζωντανή», λέει.
Έχει φέρει στην Αθήνα, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, ένα πρότζεκτ της αγαπημένο, το «Ενσαρκώνοντας τον Παζολίνι», που δημιούργησε μαζί με τον κολλητό της φίλο, ιστορικό της μόδας και επιμελητή εκθέσεων Ολιβιέ Σαγιάρ. Το περιγράφουν ως «summer school ανάμεσα στις υπόλοιπες καλλιτεχνικές δράσεις μας». Ένα πρότζεκτ που ξεκίνησε το 2018 από τη Ρώμη και στέριωσε μέσα στην πανδημία, πριν κάνει την έξοδό του στον κόσμο, και αποκτήσει σε κάθε εμφάνιση έναν νέο σφυγμό.
Περίπου 50 κοστούμια από αυτά που δημιούργησε ο Ντανίλο Ντονάτι για ταινίες του Πιερ Πάολο Παζολίνι βγαίνουν από το αρχείο, ανασαίνουν, καθώς η Σουίντον ανοίγει τα τεράστια λευκά πλαστικοποιημένα χαρτιά που τα προστατεύουν και τα φοράει ή τα φέρει μπροστά της.
Υψώνει τα χέρια σαν κρεμάστρες και μοιάζει σαν αυτές τις παιδικές χάρτινες φιγούρες που είχαμε, και στερεώναμε πάνω τους διαφορετικά ρούχα, διπλώνοντας τις ειδικές άκρες τους πάνω στο περίγραμμα του σώματος.
«Κάποια από αυτά τα ρούχα δεν φάνηκαν καν στην οθόνη, μπορεί να είδαμε μόνο το μανίκι τους. Όμως ήταν εκεί», λέει η Τίλντα Σουίντον, που χαρακτηρίζει κοσμήματα αυτά τα κοστούμια. «Η ζωή των κοστουμιών στον κινηματογράφο είναι ένα ιδιαίτερο ευαίσθητο θέμα. Έχουν μόνο αυτή τη μία στιγμή, κυρίως τα κοστούμια των κομπάρσων. Ένα δευτερόλεπτο στην οθόνη, αν είναι τυχερά, και μετά είναι νεκρά. Κάποια από αυτά ίσως καταλήξουν σε ένα διαφημιστικό, για κορν φλέικς, για παράδειγμα. Αλλιώς μένουν κρυμμένα, πρέπει να τα ψάξουμε, σαν να σκάβουμε για να βρούμε χρυσό. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα στη διαδικασία που αναζητήσαμε».
Για τον Ολιβιέ το πρώτο ερώτημα ήταν «αν η Τίλντα μπορούσε να δώσει νέα ζωή σε αυτά τα κοστούμια. Όλα αυτά τα κοστούμια είναι μνημειακά και δεν θέλαμε σε καμία περίπτωση να κάνουμε ένα βιογραφικό έργο για τον Παζολίνι. Ήθελα να δω την Τίλντα και τα κοστούμια. Μερικές φορές τα έβλεπες πάνω στο σώμα της ή μπροστά από το σώμα της. Ήταν σαν να κάνω μια έκθεση πάνω στα χέρια της Τίλντα».
To γεγονός ότι πρόκειται για κοστούμια που έχουμε δει σε εμβληματικές ταινίες του Πιερ Πάολο Παζολίνι κάνει όλη τη διαφορά. «Τις ξέρουμε τόσο καλά αυτές τις ταινίες, κάθε τους πλάνο, κάθε τους χρώμα. Ήταν σαν να μας έλεγαν τα κοστούμια “στεκόμουν κάπως έτσι”». Κάνει μια κίνηση με το σώμα της η Τίλντα, σαν να παγώνει στον χρόνο, και συνεχίζει: «Λένε τα κοστούμια ”θέλω όμως να παίξω, να πάρω διαφορετικό σχήμα, να δει το πίσω μέρος μου”. Yπήρξε ένας διάλογος. Τα κοστούμια του Ντονάτι είναι σαν γλυπτά, έτοιμα να χορέψουν. Θέλαμε να τους δώσουμε μία δεύτερη ευκαιρία».
Ο κινήσεις της Τίλντα Σουίντον στο «Ενσαρκώνοντας τον Παζολίνι» είναι περισσότερο επηρεασμένες από τον ζωγράφο Τζότο, από τον οποίο ήταν επηρεασμένος ο Παζολίνι. Ο Τζότο ως σύνδεσμος μεταξύ της Σουίντον και του Ιταλού ποιητή και κινηματογραφιστή.
Η πρώτη δουλειά του Παζολίνι που είδε η Τίλντα Σουίντον, ως φοιτήτρια, ήταν ένα ντοκιμαντέρ που έκανε γυρνώντας στον δρόμο της Ρώμης και κάνοντας στους περαστικούς ερωτήσεις για το σεξ. Στη συνέχεια συναρπάστηκε από την ποίησή του.
«Για εμένα ο Παζολίνι αντιπροσωπεύει πολλά περισσότερα από το άθροισμα των διαφορετικών πραγμάτων που έκανε και ήταν» λέει η Τίλντα Σούιντον. Τα μάτια της διάπλατα ανοιχτά. «Είναι ένα διαρκές παλλόμενο μοντέρνο πνεύμα. Είναι ένα μοντέλο αντίστασης. Τοποθέτησε τον εαυτό του στο κέντρο. Για παράδειγμα, νιώθω σχεδόν στοργή…», σταματά, σκέφτεται κάπως τη λέξη. Την αποσύρει και συνεχίζει «δεν ξέρω καν πώς να περιγράψω αυτό που νιώθω για το “Salò, 120 Μέρες στα Σόδομα”. Είναι μια καμικάζι κίνηση να κάνεις αυτό το φιλμ. Όλοι ξέρουμε ότι ίσως συνέβαλε στο να δολοφονηθεί. Τον ενδιέφερε τόσο πολύ να αψηφήσει τον κίνδυνο».
Στις πρώτες στιγμές του «Ενσαρκώνοντας τον Παζολίνι», ως θεατής το βράδυ της Κυριακής ένιωσα ότι ο χώρος έχει κάτι το αποστειρωμένο, το κλινικό. Σύντομα όμως άρχισαν να αναπηδούν συναισθήματα: τρυφερότητα, χαρά, θλίψη μαζί με ίχνη νοσταλγίας.
Ρωτάω την Τίλντα πώς χαρτογράφησε, πώς χορογράφησε τα συναισθήματα. «Υπάρχουν στοιχεία στην περφόρμανς που είναι προκαθορισμένα -δεν θα πω παγιωμένα. Υπάρχουν και λάθη αλλά τα αγαπάμε, γιατί μας κρατάνε σε επαγρύπνηση. Υπάρχει μια βασική χορογραφία με τα κοστούμια και μετά υπάρχει μία βάση κινήσεων ή ιδεών του για το πώς θα σχετιστώ με αυτά. Όμως πολλά αλλάζουν ακριβώς εξαιτίας του χώρου κάθε φορά. Παρουσιάσαμε πρώτη φορά στη Ρώμη, στο Μattatoio, σε ένα μεγάλο σφαγείο όπου σύχναζε ο Παζολίνι, ένα τεράστιας έκτασης χώρο με ειδική ατμόσφαιρα. Ήταν σαν ένας καθεδρικός ναός, κατά κάποιον παράξενο τρόπο. Μετά πήγαμε σε ένα μικρό θέατρο στο Σολομέιο, στη συνέχεια στο Παρίσι σε ένα επίσης σχετικά κλινικό χώρο. Ο χώρος εδώ, όμως, στη Στέγη, είναι θεϊκός. Είναι ένα μείγμα οικειότητας, ο ήχος είναι απαλός, υπάρχει μια προσωπική αίσθηση, αλλά και ανοιχτοσύνη».
Η χαρά του παιχνιδιού, το πνεύμα του ανείδωτου είναι σημαντικό για τη δουλειά της Τίλντα στο σινεμά αλλά και στο ιδιαίτερο αυτό πρότζεκτ.
Τα κοστούμια είναι οι μοναδικοί πρωταγωνιστές αυτού του αμετάφραστου είδους, της νησίδας στα όρια των τεχνών που δημιούργησαν οι Σουίντον και Σαγιάρ. Η ίδια φοράει πάντα το ίδιο ακριβώς λευκό φόρεμα και μία ρόμπα. Τι είναι το «Ενσαρκώνοντας τον Παζολίνι»; Ακόμα και οι δημιουργοί του δεν μπορούν να το κατατάξουν σε ένα είδος. «Δεν είναι θέατρο. Είναι ένας μικρός χορός; Είναι ποίηση; Είναι ένα κονσέρτο; Δεν ξέρω τι είναι και χαίρομαι που δεν ξέρω. Έχει χάρη να ζεις στη ζώνη του ανεξήγητου και του αγνώστου».
Η «Μήδεια», το συγκλονιστικό παιδί της Μαρίας Κάλλας και του Παζολίνι, απουσιάζει από το project, για τον απλό λόγο ότι δεν σχεδίασε ο Ντονάτι τα κοστούμια για την ταινία. Ο θρύλος λέει ότι η Κάλλας φοβόταν τον Ντονάτι. Όμως με έναν τρόπο καρμικό, ήταν εκεί στη συζήτηση με τον Τίλντα Σουίντον και τον Ολιβιέ Σαγιάρ, καθώς η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση, έφερε από το γραφείο της τη φωτογραφία που υπάρχει πάνω στο πιάνο της Μαρίας Κάλλας (αυτό που είχε στο Μονακό η ντίβα). Η Μαρία Κάλλας με το κοστούμι της σκηνής και ο Παζολίνι να κουρνιάζει στην αγκαλιά της.
Η ποίηση του Παζολίνι, διαρκώς παρούσα.