Η εμπειρία που δημιούργησε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου ακριβώς σαν και σήμερα, το 2004 στην Τελετή Εναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, παραμένει ό,τι πιο μνημειώδες και μαζί αισθαντικό παρουσιάστηκε διεθνώς ως ταυτότητα των Ελλήνων.
Είναι η στιγμή της ονειροπόλησης, η στιγμή που όλοι γύρω από το τραπέζι συμφωνούν, αν και λεπτά πριν μπορεί να συγκρούονταν σφόδρα για τις φωτιές, τον Μητσοτάκη, τον Τσίπρα, την διαχείριση του covid: πόσο σπουδαία ήταν η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Πώς δημιούργησε το ιδανικό, το πλήρες αφήγημα για την ιστορία και την πορεία της χώρας, με εικόνας συγκλονιστικής ομορφιάς και κυρίως με έναν πίδακα συναισθήματος. Φυσικά ήταν σαν σήμερα, 13 Αυγούστου, λίγο πριν τις 9 το βράδυ όταν η Ελλάδα, αλλά και ο κόσμος καθηλώθηκε μπροστά στις τηλεοράσεις. Με χτύπους καρδιάς σε ήχους μεγεθυμένους να γεμίζουν τον χώρο, να γεμίζουν τα πνευμόνια μας, σε μια αντίστροφη μέτρηση 28 δευτερολέπτων.
Το συζητούσα πρόσφατα με φίλους. Θυμόμασταν ακριβώς τι κάναμε εκείνη την ώρα, που βρισκόμασταν, με ποιους. Θυμάμαι ακριβώς τις καρέκλες που μπήκαν κυκλικά γύρω από την τηλεόραση που βγάλαμε στην αυλή, πάνω στην θάλασσα και βλέπαμε άφωνοι και με δάκρυα στα μάτια την τελετή. Κομμάτια της να μας συγκλονίζουν: η μεγαλειώδης ηθοποιός Λυδία Κονιόρδου με μια κεφαλή αγάλματος στο χέρι, πίσω από την πλάτη, περιστρέφεται, βαδίζει, απέναντι ένας κόκκινος κένταυρος, και μια φωνή, στα αγγλικά, απηχεί τον Σεφέρη «Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια
που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να
τ’ ακουμπήσω.
Έπεφτε το όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο
έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να
ξαναχωρίσει.
Κοιτάζω τα μάτια. Μήτε ανοιχτά μήτε κλειστά
μιλώ στο στόμα που όλο γυρεύει να μιλήσει
κρατώ τα μάγουλα που ξεπέρασαν το δέρμα.
Δεν έχω άλλη δύναμη
τα χέρια μου χάνουνται και με πλησιάζουν
ακρωτηριασμένα».
Εχουν περάσει 17 χρόνια μετά και η τελετή που σχεδίασε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου με μια εκπληκτική ομάδα δημιουργών και εθελοντών δίπλα του, παραμένει το βασικό, ίσως το μόνο, σημείο αναφοράς. Η εικόνα που μας εκφράζει όσο καμία άλλη. Που επιθυμούμε να μας εκφράζει. Που φαντασιακά μάς αναπαριστά και μας εμπνέει. Καθώς λοιπόν φτάσαμε στα 17 χρόνια από την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, ο διαρκής θαυμασμός, συναντά μια πικρή διαπίστωση. Τίποτα όλα αυτά τα χρόνια δεν μπόρεσε να αφηγηθεί μια ιστορία της Ελλάδας που να μας εμπνέει και να συνδιαλέγεται με το νέο ένδοξο. Τίποτα δεν έδωσε περισσότερα θραύσματα μιας ταυτότητας που εμπνέει -αν και συχνά χαϊδεύει. Οι ευκαιρίες δεν ήταν λίγες.
Κυρίως τώρα, στα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, φάνηκε ότι με τόλμη, με θάρρος μια νέα εικονογραφία, καμβάς για την ταυτότητα -και ναι, το branding- της χώρας, θα μπορούσε να αναδυθεί. Δεν έγινε. Το αντίθετο. Ένα κολλάζ εικόνων που αποτυπώνουν την παράδοση, την ιστοριογραφία και δεν δείχνουν την εξέλιξη και το μπόλιασμα κυρίαρχησαν. Ελάχιστες οι εξαιρέσεις που επιχειρούν να μιλήσουν για την Ελλάδα ως μέρος του κόσμου, ως μέρος της κρίσης. Η έκθεση στο Καπνεργοστάσιο «Portals» του ΝΕΟΝ με την ορμή της Σύγχρονης Τέχνης. Η έκθεση «1821 Πριν και Μετά» στο Μουσείο Μπενάκη. Προσπάθειες δυνατές, συμπαγείς, αλλά μοναχικές.
Ετσι, συνεχίζουμε να συστηνόμαστε διεθνώς -και μεταξύ μας- ως ο λαός που το αφήγημά του έλαμψε στις 13 Αυγούστου. Μια τελετή, μια δράση πολιτισμού που που έγινε μνημείο. Εγινε άγαλμα, έγινε μουσείο. Το μουσείο μιας ταυτότητας. Της ελληνικής.