Πρόσφατα «σήκωσα» το βλέμμα μου προς το βορρά, στη Θεσσαλονίκη, όπου εκτός από τα εκπληκτικά σιροπιαστά, την ευρωπαϊκών προδιαγραφών παραλία της και το nightlife, η πόλη εντυπωσιάζει και στον καλλιτεχνικό τομέα με τον οργανισμό MOMus (Μητροπολιτικός Οργανισμός Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης).
Το MOMus είναι μια ομπρέλα μουσείων, με κύριο άξονα το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης– Συλλογές Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, όπου μέσα στα χρόνια έχουν ενταχθεί και άλλοι χώροι και οργανισμοί όπως το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, το Πειραματικό Κέντρο Τεχνών Θεσσαλονίκης και το μουσείο Άλεξ Μυλωνά στην Αθήνα, στα οποία οργανώνονται εκθέσεις που εύκολα θα μπορούσαν να συναγωνιστούν αυτές του εξωτερικού.
Κάπως “late in the game” ανακάλυψα τη δράση τους μέσα από την έκθεση που διοργανώθηκε στο μουσείο Άλεξ Μυλωνά τον Σεπτέμβριο που πέρασε. Η έκθεση “Χωρίς τίτλο ΙΙ. Ελληνική Μεταπολεμική Αφαίρεση: Τα ηρωικά χρόνια” κατάφερε να μεταφέρει τους επισκέπτες σε μια περίοδο της Ελλάδος που το ευρύ κοινό δεν γνωρίζει πολύ καλά, αλλά που υπήρξε καταλύτης για τη νέα πορεία της ελληνικής τέχνης, μέσω εξαιρετικά επιμελημένων έργων των πρωτοπόρων Δημήτρη Κοντού, Γιάννη Γαΐτη, Chryssa (Χρύσας Βαρδέα), Κώστα Τσόκλη, Βλάση Κανιάρη και πολλών άλλων καλλιτεχνών της περιόδου. Η κυρία Θούλη Μισιρλόγλου και ο κύριος Γιάννης Μπόλης που ήταν οι επιμελητές αυτής της έκθεσης, όχι μόνο διοργάνωσαν ένα δυναμικό comeback του μουσείου Άλεξ Μυλωνά, αλλά κέντρισαν και έστρεψαν το ενδιαφέρον του κόσμου -και το δικό μου- προς την “καλλιτεχνική οικογένεια” που ονομάζεται MOMus.
Από τότε άρχισα να παρατηρώ στενά τη δράση τους και εντυπωσιάστηκα από τη φοβερή δουλειά ως προς το research και το curatorial κομμάτι των εκθέσεων που παρουσιάζουν. Κοιτάζοντας και παλαιότερες εκθέσεις τους συνέχισα να εκπλήσσομαι με τον οργανισμό, με τρανό παράδειγμα την έκθεση “Αλέξανδρος Ιόλας: Η κληρονομιά” που έκλεισε πέρυσι στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και ήταν ένας ύμνος στον σημαντικό αυτό άνθρωπο που τόσο άσχημα του φέρθηκε η Αθηναϊκή κοινωνία και που χωρίς αυτόν δεν θα είχαν δημιουργηθεί οι γκαλερί στη χώρα μας, με την έννοια που τις ξέρουμε σήμερα.
Αυτή τη στιγμή ανοιχτή προς το κοινό είναι η 7η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης ΣΤΑΣΗ, με πολυάριθμους εκθεσιακούς χώρους και προγράμματα όπως performances, ομιλίες κ.ά, με καλλιτέχνες από διάφορα μέρη του κόσμου. Η Μπιενάλε φέτος επικεντρώνεται θεματικά στο τώρα, με το παρόν να είναι το
χαρακτηριστικό στοχαστικό στοιχείο προς την χρήση και την ταυτότητα της τέχνης. Τα έργα που τράβηξαν τη προσοχή ήταν σίγουρα το κρεμασμένο από το ταβάνι γλυπτό στην αίθουσα του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης του Ουκρανού καλλιτέχνη Aljosha, τα έργα του Πέτρου Μώρη στο Αλατζά Ιμαρέτ και το ‘Dragon Kite” του Παντελή Χανδρή στη Δ.Ε.Θ.
Καθώς μιλάμε για τη συμπρωτεύουσα και τα εικαστικά της, δεν θα μπορούσα να παραλείψω ένα ακόμα πολύ ενδιαφέρον show που άνοιξε αυτή την εβδομάδα παράλληλα με Μπιενάλε Θεσσαλονίκης: η έκθεση του Εμμανουήλ Μπιτσάκη στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, με τίτλο “Επίμονο Ελάχιστο”. Η επιμέλεια έγινε από τη Μάχη Πεσματζόγλου με έργα που προήλθαν από τη συλλογή Σωτήρη Φέλιου.
Τα έργα του Μπιτσάκη είναι μικρά σε μέγεθος (ως εκ τούτου και ο τίτλος της έκθεσης) με μεγάλη βάση στη λεπτομέρεια και το “παράλογο” - συνδυάζοντας διαφορετικές εποχές και τόπους, αντικείμενα και ιστορικά πρόσωπα- όπου αν κάποιος εστιάσει την προσοχή του μπορεί να παρατηρήσει το πρόσωπο του ίδιου του καλλιτέχνη να πρωταγωνιστεί σε μία από τις φιγούρες.
Αυτά τα προγράμματα και οι εκθέσεις που διοργανώνονται από τους Θεσσαλονικείς και τους οργανισμούς τους, όπως το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, “βάζουν τα γυαλιά” στους υπόλοιπους κρατικούς οργανισμούς τέχνης της χώρας μας και ειδικά αυτούς της Αθήνας. Ελπίζω πραγματικά να “ζηλέψουν” λίγο και οι δικοί μας στην πρωτεύουσα, ώστε να γίνει επιτέλους η επιμέλεια καλύτερων art fairs ή ακόμα και στα πιο τρελά όνειρά μας, με το να ανοίξει κάποιο μουσείου σύγχρονης τέχνης και στην Αθήνα.