Στις κινηματογραφικές πρεμιέρες της εβδομάδας το «Τρίγωνο της Θλίψης» του Ρούμπεν Έστλουντ, που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες.
Ενα ατμοσφαιρικό ψυχολογικό θρίλερ από την Ισπανία, μια κομεντί βασισμένη στο best seller «Παιχνίδι Μίσους» της Σάλι Θορν, ένα ρομαντικό road trip από τον Στέλιο Καμμίτση και ένα prequel του τρομακτικού «Ορφανού» έρχονται στις σκοτεινές αίθουσες.
Το Τρίγωνο της Θλίψης (Triangle of Sadness)
Σκηνοθεσία: Ρούμπεν Έστλουντ
Παίζουν: Χάρις Ντίκινσον, Τσάρλμπι Ντιν, Ντόλι ντε Λεόν, Βίκι Μπερλίν, Γούντι Χάρελσον
Περίληψη: Δυο διάσημα μοντέλα, ο Καρλ και η Γιάγια είναι καλεσμένα σε μια πολυτελή κρουαζιέρα με μία παρέα από πλούσιους επιβάτες, έναν ολιγάρχη από τη Ρωσία, βρετανούς εμπόρους όπλων και έναν αλκοολικό καπετάνιο, που επικαλείται τον Μαρξ. Στην αρχή, τα πάντα είναι υλικό για αξιοζήλευτες αναρτήσεις στο Instagram. Όταν όμως ξεσπά μία θύελλα και όλοι παθαίνουν ναυτία κατά τη διάρκεια ενός δείπνου με τον καπετάνιο, η ειδυλλιακή κρουαζιέρα καταλήγει σε φιάσκο. Ο Καρλ και η Γιάγια βρίσκονται αποκλεισμένοι σε ένα έρημο νησί με ένα τσούρμο δισεκατομμυριούχων και μία από τις καθαρίστριες του γιοτ.
H νέα ταινία του Ρούμπεν Έστλουντ βραβευμένη με τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών, που γυρίστηκε στη Χιλιαδού.
Δυο μοντέλα influencers, ο Καρλ και η Γιάγια, κερδίζουν μια κρουαζιέρα σε ένα υπερπολυτελές γιοτ και βρίσκονται να συνταξιδεύουν με Ρώσους ολιγάρχες, εκκεντρικούς εκατομμυριούχους που θέλουν να κάνουν μπάνια με το πλήρωμα, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων Βρετανών που έβγαλε χρήματα πουλώντας τις εφευρέσεις του, μια αυστηρή θαλαμηπόλο που κουμαντάρει τους εργαζόμενους με στρατιωτική πειθαρχία, και έναν Αμερικανό μαρξιστή καπετάνιο, που αρνείται να αφήσει την καμπίνα του.
Στα decks και στο κατάστρωμα, μαίνεται η πάλη των τάξεων, ενώ η Γιάγια ποστάρει ανελέητα φωτογραφίες με μακαρονάδες που δεν τρώει, επιδεικνύοντας μια χλιδή για την οποία ποτέ δεν δούλεψε. Κι ενώ η θαλαμηπόλος πείθει τον καπετάνιο να παραστεί σε ένα επίσημο δείπνο, όπου εκεί ο ίδιος θα βρεθεί σε μια σπαρταριστή λεκτική αντιπαράθεση με τον καπιταλιστή Ρώσο «βασιλιά του σκατού», όπως αποκαλεί τον εαυτό του, μια τρικυμία θα προκαλέσει αναταράξεις και εμετούς στους επιβάτες, ενώ μια έκρηξη θα στείλει τους μισούς στον άλλο κόσμο και τους υπόλοιπους σε μια ερημική παραλία. Οι ναυαγοί δεν έχουν κανένα τρόπο και καμία δεξιότητα να επιβιώσουν, αλλά ευτυχώς – ή δυστυχώς- καταφτάνει με μια λέμβο η Φιλιππινέζα καθαρίστρια μαζί με μπουκάλια Evian και πατατάκια. Μόνο που δεν έχει καμία διάθεση να διατηρήσει την ιεραρχία, στην οποία έχουν συνηθίσει: εκείνη ξέρει να ψαρεύει, εκείνη μπορεί να τους κρατήσει ζωντανούς, οπότε εκείνη θα γίνει ο «καπετάνιος» τους.
Ο Έστλουντ στο τελευταίο μέρος μιας άτυπης τριλογίας, μετά από την «Ανωτέρα Βία» αλλά και το «Τετράγωνο», γίνεται ο μόλις τέταρτος σκηνοθέτης που κατακτάει δύο φορές τον Χρυσό Φοίνικα, με μια βιτριολική σάτιρα πάνω στον κόσμο της ομορφιάς, στον καπιταλισμό, αλλά και στην εξουσία, που σε κάθε μορφή της παραμένει αμείλικτη και αδυσώπητη. «Τρίγωνο της θλίψης» ονομάζεται αυτή η ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια, που η Γιάγια και ο Καρλ θα έδιναν και τη ζωή τους για να εξαφανίσουν, προκειμένου να μην χάσουν τους ακόλουθούς τους στα social media. Με βασικό άξονα την υστερία της εικόνας και της τελειότητας, ο Σουηδός auter, στο πνεύμα των «Παράσιτων», φτιάχνει μια διασκεδαστική αλληγορία, με σουρεαλιστικές στιγμές και απολαυστικές ατάκες, που όμως εξαντλείται από ένα σημείο και μετά, χωρίς να αποφεύγει κάποιες χοντροκοπιές.
Στις δυόμιση ώρες που διαρκεί, η ταινία με την οποία μάλιστα ο Έστλουντ δεν είναι ικανοποιημένος- θέλει να κυκλοφορήσει μια μεγαλύτερη κόπια- συχνά επαναλαμβάνει μοτίβα. Έτσι λοιπόν, μετά από το πρώτο μέρος, όπου χωρίς καμία οικονομία, - προφανώς ηθελημένα, μια και καμία «οικονομία» δεν δείχνουν και τα πρόσωπά του- μας συστήνει ένα πλήθος ξεκαρδιστικών χαρακτήρων με καλύτερο αυτόν του καπετάνιου που υποδύεται ο Γούντι Χάρελσον, στη συνέχεια εγκαταλείπει στους ήρωές του στη Χιλιαδού, αποκαθιστώντας μια νέα μητριαρχία, εξίσου ανελέητη με την πατριαρχία.
Χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν, τολμηρός, αλλά με αρκετές φλυαρίες, φτιάχνει μια μαύρη κωμωδία με πολιτικό προσανατολισμό- ενίοτε και προφανείς διαπιστώσεις- διασκεδαστική και ταυτόχρονα σκληρή, χωρίς ελιτισμούς, με λαϊκή διάθεση που όμως δεν ξεπέφτει στον λαϊκισμό. Κι αν κάπου κουράζει με την έλλειψη μέτρου, ίσως είναι γιατί θέλει να μας υπενθυμίσει πόσο επικίνδυνο είναι τελικά να ξεπερνάμε τα όρια.
Η Κόρη (La Hija)
Σκηνοθεσία: Μανουέλ Μαρτίν Κουένκα
Παίζουν: Χαβιέ Γκουτιέρεζ, Πατρίτσια Λόπεζ Αρναϊθ, Ιρένε Βιργκέζ Φιλιππίδη
Περίληψη: Μια δεκαπεντάχρονη κοπέλα, που διαμένει σε ένα κέντρο για έφηβους παραβάτες, μένει έγκυος. Ο εκπαιδευτής της τής προτείνει να έρθει στα κρυφά να ζήσει μαζί με τη γυναίκα του στο απομονωμένο σπίτι τους στο βουνό, ώστε να έχει φροντίδα μέχρι να γεννήσει, αλλά με ένα αντάλλαγμα: να κρατήσουν εκείνοι το μωρό.
Ψυχολογικό θρίλερ του Μανουέλ Μαρτίν Κουένκα, που συμμετείχε στα Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν και του Τορόντο.
Μια δεκαπεντάχρονη κοπέλα, η Ιρένε, κατά την περίοδο της υποχρεωτικής παραμονής της σε ειδικό κέντρο για παραβατικούς εφήβους, μένει έγκυος, γεγονός που κρύβει μεθοδικά, τόσο από τις Αρχές, όσο και από το αγόρι της, που βρίσκεται στη φυλακή.
Πριν γεννηθεί το παιδί, ένας από τους εκπαιδευτές της, ο Χαβιέρ, τής προτείνει να το σκάσει από τη δομή και να καταφύγει στο εξοχικό του σε μια ορεινή περιοχή, όπου μένει με τη γυναίκα του, για να γεννήσει με ασφάλεια. Μάλιστα, της υπόσχεται πως θα της δώσει κι ένα αρκετά μεγάλο ποσό. Όμως, υπάρχει ένας όρος: το ζευγάρι θα κρατήσει το μωρό. Εκείνη δέχεται, αλλά ο ερχομός του παιδιού πυροδοτεί μεγάλες εντάσεις μεταξύ του ζευγαριού και της νεαρής μητέρας, που θα οδηγήσουν σε ρήξη. Επιπλέον, στην εξίσωση μπαίνει και ο σύντροφός της, που επανεμφανίζεται διεκδικώντας τα δικαιώματά του.
Ο Κουένκα, εκμεταλλεύεται τόσο τα ανδαλουσιανά άγρια τοπία όσο και τους εσωτερικούς χώρους σε αυτό το χιτσκοκικού τύπου ψυχολογικό δράμα, που θέτει ηθικά διλήμματα στους ήρωες και στους θεατές. Η ανάγκη να προσφέρει κανείς αγάπη σε ένα παιδί γίνεται ο «σκοπός που αγιάζει «τα μέσα», ή μήπως τελικά μια ύβρις, που δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε συντριβή.
Χωρίς να επικρίνει τους χαρακτήρες του, ο διακεκριμένος Ισπανός σεναριογράφος και σκηνοθέτης καταγράφει με αντικειμενικότητα τις πράξεις τους, αλλά από ένα σημείο και μετά εγκαταλείπει τις λεπτές αποχρώσεις και την πυκνή ατμόσφαιρα που δημιουργεί, για να καταφύγει στο splatter, ανατρέποντας τις ισορροπίες, που με δεξιοτεχνία είχε καταφέρει να κρατήσει.
Το Ορφανό: Πρώτος Φόνος (Orphan: First Killι)
Σκηνοθεσία: Γουίλιαμ Μπρεντ Μπελ
Παίζουν: Ιζαμπέλ Φούρμαν, Ρόσιφ Σάδερλαντ, Χίρο Καναγκάουα
Περίληψη: Αφού ενορχηστρώνει μια ευφυέστατη απόδραση από ένα ψυχιατρείο της Εσθονίας, η Έστερ ταξιδεύει στην Αμερική υποδυόμενη την εξαφανισμένη κόρη μιας πλούσιας οικογένειας. Ωστόσο, μια απροσδόκητη ανατροπή τη φέρνει αντιμέτωπη με μια μητέρα, που θα προστατεύσει με κάθε κόστος την οικογένειά της από το δολοφονικό «παιδί».
Prequel του επιτυχημένου horror του Ζομ-Κολέτ Σερά.
Η Έστερ νοσηλεύεται σε ψυχιατρείο της Εσθονίας, από όπου καταφέρνει να αποδράσει. Έτσι καταστρώνει ένα σατανικό σχέδιο, υποδυόμενη τη χαμένη κόρη ενός ζευγαριού από το Κονέκτικατ, που εξαφανίστηκε πριν τέσσερα χρόνια. Η οικογένεια έχει σχεδόν συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι η κόρη τους έχει χαθεί για πάντα και δεν τρέφουν ελπίδες, μέχρι τη μέρα που τους τηλεφωνεί ο ντετέκτιβ Ντόναν για να τους ενημερώσει ότι το παιδί τους βρέθηκε. Η μητέρα της οικογένειας υποδέχεται την Έστερ αρχικά με αγάπη, σύντομα όμως θα αντιληφθεί ότι δεν είναι τόσο αθώα όσο δείχνει.
Το 2009 ο Ζομ Κολέ-Σερ υπογράφει μια horror movie με ανατρεπτικό φινάλε, κάνοντας μια απρόβλεπτη επιτυχία. Στο origin story της διαβολικής Έστερ- που ερμηνεύει και πάλι η εικοσιπεντάχονη πλέον , αλλά πάντα υπέροχη Ίζαμπελ Φούρμαν - τη σκηνοθεσία αναλαμβάνει ο Γουίλιαμ Μπρεντ Μπελ ( «Ο Διάβολος μέσα της», «Τhe Boy»), που από την αρχή ξέρει πως δεν έχει έναν δυνατό άσσο στο μανίκι του: την έκπληξη δηλαδή. Οπότε, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι η ηρωίδα μπορεί να ανοίξει γρήγορα τα χαρτιά της, παίζει με το gore απενοχοποιημένα, χωρίς να αποφεύγει τις υπερβολές και τα κλισέ.
Κι ενώ καταφέρνει να δημιουργήσει αρχικά ατμόσφαιρα και σασπένς, παρόλο που όλοι μπορούν να προβλέψουν τη συνέχεια, ακόμα κι αν δεν έχουν δει την πρώτη ταινία, γρήγορα το σενάριο ξεμένει από καλές ιδέες , οπότε τελικά ο Μπελ είναι ο πραγματικά «ορφανός» της υπόθεσης, αφού παλεύει να τα βγάλει πέρα μόνο με τη δυναμική ερμηνεία της Φούρμαν.
Παιχνίδι Μίσους (The Hating Game)
Σκηνοθεσία: Πίτερ Χάτσινγκς
Παίζουν: Λούσι Χέιλ, Όστιν Στόουελ, Ντέιμον Ντάονο, Σακίνα Τζάφρι, Κόρμπιν Μπέρνσεν, Γιάσα Τζάκσον
Περίληψη: Αποφασισμένη να πετύχει επαγγελματικά δίχως να θυσιάσει την προσωπική της ηθική, η Λούσι ξεκινά ένα ανελέητο παιχνίδι απέναντι στον παγερό συνάδελφό της, τον Τζόσουα. Η αντιπαλότητά τους όμως περιπλέκεται εξαιτίας των συναισθημάτων, που αρχίζουν να τρέφουν ο ένας για τον άλλον.
Ο Πίτερ Χάτσινγκς μεταφέρει το best- seller της Σάλι Θορν στη μεγάλη οθόνη.
Δύο συνάδελφοι σε μια εκδοτική εταιρεία, που παλεύει να βρει την ταυτότητά της, από την πρώτη μέρα που γνωρίζονται βρίσκονται σε πόλεμο. Ο σοβαρός και μετρημένος Τζόσουα και η ανέμελη Λουσί, που αγαπάει τα Στρουμφάκια και θυμίζει μια σύγχρονη εκδοχή της Πολυάννας φαίνεται πως δεν μπορούν με τίποτα να συνυπάρξουν στο ίδιο γραφείο. Η κόντρα τους κορυφώνεται, όταν και οι δυο διεκδικούν τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας. Όμως η ερωτική έλξη, που πάντα υποβόσκει ανάμεσα στα ετερώνυμα, γίνεται ανεξέλεγκτη.
Η τυπική ιστορία των ορκισμένων εχθρών, που κατά βάθος ποθούν ο ένας τον άλλον, στα χέρια της Θορν γίνεται ένα εύπεπτο ρομάντζο. Οι αψιμαχίες και οι διαπληκτισμοί- που είναι συνήθως και το πιο ενδιαφέρον κομμάτι- μένουν στην άκρη, όπως και οι τολμηρές προθέσεις της χειραφετημένης Λούσι, και τη θέση τους παίρνουν μια σειρά από κλισέ και στερεότυπα, που ταιριάζουν γάντι σε όσους αγαπούν τη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου. Στην ίδια λογική κινείται και ο Χάτσινγκς, που αφήνεται στη γοητεία των πρωταγωνιστών - κυρίως στη χαριτωμένη ελαφρότητα της Λούσι Χέιλ- να κάνουν όλη τη δουλειά, απευθυνόμενος ως επί το πλείστον στο νεανικό κοινό.
Ο Άνθρωπος με τις Απαντήσεις
Σκηνοθεσία: Στέλιος Καμμίτσης
Παίζουν: Βασίλης Μαγουλιώτης, Αντον Βάιλ, Στέλλα Φυρογένη
Περίληψη: Μετά από τον θάνατο της γιαγιάς του, ο Βίκτωρας, αναχωρεί με το πλοίο για Ιταλία. Εκεί συναντάει τον Ματίας, έναν νεαρό, παράτολμο Γερμανό. Και οι δύο κατευθύνονται προς τη Βαυαρία, ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Στέλιου Καμμίτση («Κωλόπαιδα»).
Ο Βίκτωρας, ένας πρωταθλητής καταδύσεων που έχει συνηθίσει στη σκληροπυρηνική πειθαρχία, μετά από τον θάνατο της γιαγιάς του, αποξενωμένος από τη μητέρα του κι ενώ η καριέρα του έχει πάρει την κατιούσα, ξεκινάει ένα ταξίδι για τη Βαυαρία. Στο πλοίο προς Ιταλία θα γνωρίσει τον Ματίας, έναν νεαρό Γερμανό, που ζει τη ζωή χωρίς σκοτούρες και άγχη.
Ο Καμμίτσης φτιάχνει ένα ρομαντικό road movie ενηλικίωσης, όπου ο άνθρωπος με τις απαντήσεις δεν υπάρχει πουθενά, μόνο δύο χαριτωμένοι ήρωες με πολλαπλά ερωτηματικά. Με ευαίσθητη ματιά, καλές προθέσεις και ένα υποδόριο ερωτισμό, αν και η ταινία του δεν στερείται δραματουργικών αδυναμιών, επενδύει στην πορεία δυο ηρώων, που ενσαρκώνουν τη νέα γενιά και τους προβληματισμούς της.
Κινηματογραφικές πρεμιέρες και επαναπροβολές
Αντίο, Παιδιά (Au Revoir, les Enfants)
Σκηνοθεσία: Λουί Μαλ
Παίζουν: Γκασπάρ Μανές, Ραφαέλ Φεϊτό, Φιλίπ Μοριέ Ζενού
Περίληψη: Οι σχέσεις ενός μικρού αγοριού μ 'έναν Εβραίο συμμαθητή του, που κρύβεται σ' ένα σχολείο καθολικών στην κατεχόμενη Γαλλία του '44.
H αυτοβιογραφική ταινία του Λουί Μαλ, που του χάρισε τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας και απέσπασε δυο υποψηφιότητες για Όσκαρ.
Ο Ζουλιέν, γιος ενός βιομηχάνου, πλήττει στο επαρχιακό καθολικό οικοτροφείο, όπου φιλοξενείται τον χειμώνα του 1944 στην κατεχόμενη από τους Ναζί Γαλλία, όταν καταφθάνει στο σχολείο ένας νέος μαθητής, ο Ζαν Μπονέ. Ο ανταγωνισμός των δύο αγοριών δίνει τη θέση του στη συντροφικότητα, μέχρι που το μυστικό του Ζαν θα φέρει τους καινούργιους φίλους αντιμέτωπους με την παράνοια και τη σκληρότητα του κόσμου των ενηλίκων. Ο Ζουλιέν θα ανακαλύψει όμως ότι ο Ζαν έχει ψεύτικη ταυτότητα, γατί είναι Εβραίος και φοβάται τους Nαζί. Τότε θα κάνει τα πάντα για να τον σώσει, όμως ένας υπάλληλος του κολεγίου θα προσπαθήσει να τον καταδώσει.
Ο Γάλλος auteur επιστρέφει στην πατρίδα του για να διηγηθεί μια πολύ προσωπική και οδυνηρή ιστορία φιλίας, προδοσίας και απώλειας, συνθέτοντας ένα αριστουργηματικό και βαθιά συγκινητικό φιλμ για το οριστικό τέλος της αθωότητας. Εμπνευσμένος για μια ακόμα φορά από γεγονότα της δικής του νεανικής ηλικίας, μέσα από το περίεργο βλέμμα των ανήλικων ηρώων του, αποτυπώνει τον παραλογισμό του πολέμου και την αξία της φιλίας σε μια ανελέητη εποχή.
Playtime
Σκηνοθεσία: Ζακ Τατί
Παίζουν Ζακ Τατί ,Μπάρμπαρα Ντενέκ, Ρίτα Μέιντεν, Ζακλίν Λεκόμ, Βαλερί Καμίγ
Περίληψη: Ο Μεσιέ Ιλό περιπλανιέται σε ένα τεχνολογικά προηγμένο Παρίσι, ακολουθώντας μια ομάδα Αμερικανών τουριστών. Παράλληλα, ένα night club- εστιατόριο ετοιμάζεται για την πρώτη βραδιά λειτουργίας του, παρόλο που βρίσκεται ακόμα υπό κατασκευή.
Η αριστουργηματική κωμωδία του Ζακ Τατί, που απέσπασε το Βραβείο Καλύτερης Ευρωπαϊκής Ταινίας το 1968, επανακυκλοφορεί με νέες κόπιες.
Ο Mεσιέ Ιλό αυτή τη φορά πρέπει να επικοινωνήσει με έναν Αμερικανό επίσημο στο Παρίσι, όμως χάνεται στο λαβύρινθο της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Αιχμάλωτος της τουριστικής εισβολής, περιπλανιέται στην Πόλη του Φωτός με ένα γκρουπ , σκορπίζοντας τον πανικό, όπως μόνο εκείνος ξέρει.
Ο Τατί με αυτή την περιήγηση σ’ ένα φουτουριστικό Παρίσι, που συντίθεται από ευθείες γραμμές και πολυόροφα κτίρια από γυαλί κι ατσάλι, φαρδιές λεωφόρους και ψυχρούς, τεχνητούς εσωτερικούς χώρους, σατιρίζει και στοχάζεται πάνω στην έννοια του «μοντέρνου» με ένα κρυπτογραφημένο χιούμορ, που καλείται ο θεατής να ανακαλύψει.
Το Νησί (Seom / The isle)
Σκηνοθεσία: Κιμ Κι-Ντουκ
Παίζουν: Γιουνγκ Σου, Γιο Σουκ Κιμ, Σουνγκ Χέε Παρκ, Γιάε Χιέον Γιο, Σέο Γουόν
Περίληψη: Η σιωπηλή ιδιοκτήτρια ενός ιδιόμορφου ξενοδοχείου σε μια λίμνη εφοδιάζει τους ένοικους με δολώματα, ενώ εμπορεύεται και το σώμα της. Την προσοχή της θα τραβήξει ένας επίσης σιωπηλός άνδρας, που θέλει να αυτοκτονήσει.
Ερωτικό θρίλερ, που καθιέρωσε τον Κιμ Κι Ντουκ ως έναν από τους κορυφαίους σύγχρονους δημιουργούς.
Η Χι Ζιν, βουβή από αδυναμία ή από επιλογή, εξασφαλίζει τον επιούσιο από τους ψαράδες μιας λιμνοθάλασσας, πουλώντας τους τροφή τη μέρα και το κορμί της τη νύχτα. Οι πελάτες της την περιφρονούν, όμως εκείνη κρύβει έντονα συναισθήματα, που εκρήγνυνται τις πιο ανύποπτες στιγμές. Ο ερχομός του παλιού αστυνομικού Χιον Σι βγάζει σιγά σιγά την Χι Ζιν από το καβούκι της. Τον εμποδίζει να αυτοκτονήσει μια φορά, ενώ τη δεύτερη προσπαθεί να γιατρέψει την πληγωμένη ψυχή του με το σεξ. Η έλξη τους μεταβάλλεται σε εμμονή και οι εξελίξεις στην εκτός τόπου και χρόνου λιμνοθάλασσα είναι απρόβλεπτες.
Με όλη την απίστευτη παραγωγικότητα του Κιμ Κι-Ντουκ, το «Νησί» παραμένει η πιο αινιγματική δημιουργία του, συνοψίζοντας σε μεγάλο βαθμό το όραμά του. Εδώ η παραμυθένια λιμνοθάλασσα, πέρα από τόπος κτηνώδους συναλλαγής, στοιχειώνεται από αναμνήσεις και μοιάζει με όνειρο, όπου τα πάντα κυλούν στους δικούς τους ρυθμούς. Οι πρωταγωνιστές σχεδόν σαν υπνωτισμένοι, ακολουθούν μια πορεία προς την επιθυμία, ενώ ταυτόχρονα την απωθούν, αποτρόπαιες σκηνές διαδέχονται ειδυλλιακά τοπία και ο Κορεάτης δημιουργός φτιάχνει μια σκοτεινή ελεγεία για τον έρωτα και τον θάνατο, που σαγηνεύει.
Ο Ζουλιέν, γιος ενός βιομηχάνου, πλήττει στο επαρχιακό καθολικό οικοτροφείο, όπου φιλοξενείται τον χειμώνα του 1944 στην κατεχόμενη από τους Ναζί Γαλλία, όταν καταφθάνει στο σχολείο ένας νέος μαθητής, ο Ζαν Μπονέ. Ο ανταγωνισμός των δύο αγοριών δίνει τη θέση του στη συντροφικότητα, μέχρι που το μυστικό του Ζαν θα φέρει τους καινούργιους φίλους αντιμέτωπους με την παράνοια και τη σκληρότητα του κόσμου των ενηλίκων. Ο Ζουλιέν θα ανακαλύψει όμως ότι ο Ζαν έχει ψεύτικη ταυτότητα, γατί είναι Εβραίος και φοβάται τους Nαζί. Τότε θα κάνει τα πάντα για να τον σώσει, όμως ένας υπάλληλος του κολεγίου θα προσπαθήσει να τον καταδώσει.
Ο Γάλλος auteur επιστρέφει στην πατρίδα του για να διηγηθεί μια πολύ προσωπική και οδυνηρή ιστορία φιλίας, προδοσίας και απώλειας, συνθέτοντας ένα αριστουργηματικό και βαθιά συγκινητικό φιλμ για το οριστικό τέλος της αθωότητας. Εμπνευσμένος για μια ακόμα φορά από γεγονότα της δικής του νεανικής ηλικίας, μέσα από το περίεργο βλέμμα των ανήλικων ηρώων του, αποτυπώνει τον παραλογισμό του πολέμου και την αξία της φιλίας σε μια ανελέητη εποχή.