Tη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, η Στεφανία Γουλιώτη έχει συμπληρώσει 14 ώρες πάνω στη σκηνή και έχει χωρίσει περίπου 60 φορές, 60 άντρες, έχει μοιραστεί με όλους τους νουντλς και ουίσκι, έχει χορέψει με όλους το Τaste of Love. Σας προτείνω να διαβάσετε αυτό το κείμενο ακούγοντας το συγκεκριμένο τραγούδι.
Θα συνεχίσει να το κάνει μέχρι να συμπληρώσει 100 χωρισμούς, με 100 άνδρες, ως τις 4 το απόγευμα της Κυριακής. Σας προτείνω να μπείτε στο αυτοκίνητο και να πάτε στη Στέγη προσδοκώντας να βρείτε μια θέση και να μπείτε, με τον καφέ σας στο χέρι, να δείτε αυτή τη δύναμη της θεατρικής φύσης που ονομάζεται Στεφανία Γουλιώτη και που η διεθνής σκηνή και κινηματογραφική οθόνη πρέπει να ανακαλύψει και να αποθεώσει.
Το «Second Woman» των Nat Randall & Anna Breckon από την Αυστραλία, αυτό το αποκαλούμενο event theatre (24 ώρες πάνω στην σκηνή, non stop, με χωρισμούς σε λούπα), έκανε τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, έναν χώρο αγρυπνίας και πάρτι μαζί. Κόσμος στα τραπέζια έξω από την είσοδο, στα σκαλιά, να γελά δυνατά, να καπνίζει, να τρώει bao buns από την καντίνα έξω από τη Στέγη, να αράζει στο λόμπι με τον κλιματισμό καθώς η υγρασία έξω σου έκοβε την ανάσα.
Όλα αυτά ήταν τα καύσιμα των θεατών για να δούμε τον θεατρικό άθλο-μαραθώνιο ή βασικά μέρος του. Να μπούμε, να βγούμε, να επιστρέψουμε. Έχει ενδιαφέρον ότι κάποιοι θεατές μοίρασαν το βράδυ του Σαββάτου σε δύο μέρη: στη Στέγη για να δουν την Στεφανία Γουλιώτη να χωρίζει με 100 διαφορετικούς άνδρες που δεν είναι επαγγελματίες ηθοποιοί -αν και δεν έλειψαν και οι κάποιοι από αυτούς όπως ο Παπασπηλιόπουλος, ο Χρυσοστόμου, ή ο συγκλονιστικός «εμένα όλοι με αγαπάνε» Ορέστης Ανδρεαδάκης, διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Μετά έφευγαν για να πάνε στο Καλλιμάρμαρο όπου η Άννα Βίσση μαγνήτισε με τον γνωστό της τρόπο που αποτελεί πλέον διεθνές case study. Και στη συνέχεια επέστρεφαν στην Στέγη, στην Στεφανία, που ντυμένη στα κόκκινα, με ξανθιά περούκα, όπως η Τζίνα Ρόουλαντ στο «Opening Scene» του πρώην συζύγου της Τζον Κασαβέτις. Τίποτα δεν είναι απολύτως σκηνοθετημένο στο Second Woman. Η Γουλιώτη επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια, οι άνδρες που συναντά για πρώτη φορά στη σκηνή -δεν έχει προηγηθεί πρόβα μεταξύ τους- έχουν τα λόγια που πρέπει να πουν, αλλά και τη δυνατότητα να αυτοσχεδιάσουν. Αυτό είναι όλο.
Η στιλιστική, θεματική, σκηνοθετική λούπα είναι η ίδια και για τις 100 φορές. Το αποτέλεσμα είναι εντελώς διαφορετικό, όχι μόνο επειδή κάθε άνδρας είναι διαφορετικός. Αλλά επειδή η Στεφανία Γουλιώτη κάνει αυτό που ξέρει να κάνει. Να είναι συγκλονιστική, απρόβλεπτη, ένας πίδακας που όχι μόνο δεν στερεύει αλλά αλλάζει διαρκώς ένταση, ροή, διάθεση. Μετά από λίγες ώρες, έχουμε εξαντλήσει όλες τις λέξεις που έχουμε να πούμε για αν την περιγράψουμε, ψυθιρίζοντας ο ένας στο αυτί του άλλου. Και απλά την χαζεύουμε.
Είμαι πάντα διστακτική – το λιγότερο- απέναντι στη χρήση κάμερας επί σκηνής, το βρίσκω συχνά δεκανίκι του σκηνοθέτη. Στην περίπτωση του «Second Woman» είναι ένα δώρο, είναι σαν μια κλειδαρότρυπα που θες να κοιτάς διαρκώς μέσα της, καθώς σιγά σιγά εθίζεσαι στο να βλέπεις το πρόσωπο, τις εκφράσεις, της Γουλιώτη.
Τον τρόπο που η φλέβα ξαφνικά πετάγεται στο μέτωπο, το πετάρισμα της βλεφαρίδας, το ατίθασο φρύδι που υψώνεται, τα δόντια που βγάζουν ένα συριγμό καθώς ρουφούν τα νούντλς, τη συγκίνηση στα μάτια που γίνονται λίμνες, την αμηχανία, την ανασφάλεια, την απορία, την οργή, την προσμονή, την σκληρότητα, την έκπληξη, την βαρεμάρα.
Όποιο συναίσθημα και αν σκεφτείτε θα το δείτε πάνω στο πρόσωπό της και στο σώμα της που ξέρει ακαριαία να τραβιέται μακριά όταν κάποιος από τους 100 αποπειράται να την φιλήσει, ή να την αγγίξει διαφορετικά την ώρα που χορεύουν.
Γιατί λίγο πριν το τέλος το ζευγάρι χορεύει. Διαφορετικά κάθε φορά. Τα σώματα σμίγουν διαφορετικά, ο ρυθμός τους είναι διαφορετικός, ο σπασμός τους διαφορετικός, το αποτέλεσμα είναι από ερωτικό έως άκρως κωμικό. Είναι χορός αυτός; Είναι η αντανάκλαση μιας σεξουαλικής πράξης; Αυτής πριν τον χωρισμό -το για μια τελευταία φορά;
Τα ερωτήματα είναι πολλά και ο καθένας τα ερμηνεύει όπως θέλει, ανάλογα με τις εμπειρίες, τον ψυχισμό του, τη διάθεσή του, το πόσο καχύποπτος είναι, τα στερεότυπα που τον κατέχουν. Να, όταν η Στεφανία Γουλιώτη -Βιρτζίνια σύμφωνα με την υπόθεση- λέει στον απέναντί της – Μάρτι σύμφωνα με την υπόθεση- ότι νιώθει πως δεν αρκετή και ρωτά αν την θεωρεί έξυπνη, ο απέναντι καταλήγει να απαριθμεί τις αρετές της. Ναι, είναι απίστευτα περίπλοκη αλλά είναι και όμορφη, και έξυπνη, και ενδιαφέρουσα, και θεά… «Και σ’ αγαπώ» λέει η Γουλιώτη και είναι αυτή η φράση το τελικά «κρακ« στην γραμμή ραγίσματος της σχέσης.
Τι λέει αυτή τη στιγμή η ξανθιά γυναίκα στη σκηνή; Του λέει ότι τον αγαπάει; Ή του ζητάει να προσθέσει στα άπειρα «και» που έχει αραδιάσει το «και σε αγαπώ». Όλοι απαντούν ότι το ξέρουν, ότι το εκτιμούν, ότι το αξίζουν να αγαπιούνται από αυτήν. Για να κάνουν αυτό το θηρίο της σκηνής να σηκωθεί έξαλλο να τους περιλούσει με τα νούντλς και να σημάνει την αρχή του χορού.
«Το μόνο που ήθελα πάντα είναι να είμαι αρκετή», λέει σε κάποια στιγμή. Η Γουλιώτη ή Βιρτζίνια ή Τζίνα Ρόουλαντ γίνεται αυτομάτως σαν αυτά τα χαρτιά που περνάς από το ειδικό μηχάνημα και θρυμματίζονται σε αμέτρητες λεπτές λωρίδες για να μην ξέρεις τι γράφουν. Γίνεται χιλιάδες γυναίκες μαζί, γίνεται η ηχώ αυτής της ανάγκης που τόσες γυναίκες διαπερνά στις ερωτικές αλλά και στις άλλες στενές τους σχέσεις.
Μετά από λίγους χωρισμούς ανυπομονείς: πώς θα χωρίσει τώρα, ποιος είναι ο επόμενος; Το νεαρό όμορφο αγόρι με τα προβλήματα όρασης, ο λαϊκός ώριμος άνδρας, ο χίπστερ, ο φασαίος, το μοντέλο, ο ηλικιωμένος που η μπλούζα του μας ενημερώνει ότι δεν έχει ούτε μια άσπρη τρίχα στην καρδιά, ο τύπου Κοβάλσκι Γιώργος Χρυσοστόμου που κάνει τα ξυλάκια των νούντλς μπαγκέτες για τα ανύπαρκτα ντραμς, η γουντιαλενική φιγούρα που έφερε στη σκηνή ο Ανδρεαδάκης;
Η Γουλιώτη γίνεται σύντομα κάπως σαν ο καθρέπτης του απέναντί της. Βλέπεις το πρόσωπο, την συμπεριφορά, την εκφορά του λόγου της να αλλάζουν, σαν να γίνεται όμοια με αυτόν, σαν να γίνεται 100 διαφορετικοί άνθρωποι. Μετά από κάθε χωρισμό, μαζεύει την σκηνή, τα πεταμένα νουντλς, τα ποτήρια με το ουίσκι, τακτοποιεί τις καρέκλες, κάθεται για δυο λεπτά και περιμένει. Τον επόμενο. Για 24 ώρες.
Θυμάμαι την Σούζαν Σόνταγκ. «Κουράστηκα. Θα ήθελα να είμαι βουνό, δέντρο, βράχος». Νιώθω κουρασμένη, σαν να έχω χωρίσει εγώ. Από την άλλη όμως, η Στεφανία Γουλιώτη στη σκηνή, είναι ένα διαρκές τοπίο, είναι μαζί τα βουνά, τα δέντρα, τα βράχια. Κάποιος πρέπει να συλλέξει τα βίντεο όπου η κάμερα κολλάει κυριολεκτικά πάνω στο πρόσωπό της και το τοπίο αυτό αγριεύει, υποχωρεί, ανθίζει, κλειδώνει, προμηνύει ότι κάτι έρχεται. Ένα έργο τέχνης, video art, που θα καθόμουν άνετα σε μια από τις αίθουσες με τις μαύρες κουρτίνες ενός μουσείου σύγχρονης τέχνης για να το δω.
Η είσοδος της Στέγης στη νέα σεζόν δεν είναι απλά θριαμβική. Είναι ένα δώρο. 24 ωρών. Εφημερεύει, διανυκτερεύει και μετά αποσύρεται.