Δεν θα ακούσεις ούτε μια ίδια ιστορία για τον Σταύρο Ψυχάρη. Νιώθεις ότι σου μιλάει ο κάθε ένας που τον γνώρισε ή τον έμαθε μέσα από την προσωπική του μυθολογία, για εκατοντάδες διαφορετικούς ανθρώπους. Ο θρυλικός δημοσιογράφος και εκδότης «έφυγε ήσυχος, στον ύπνο του». Και κατόρθωσε ακόμα και έτσι να εξοργίσει κάποιους…
«Tα media εξελίσσονται διαρκώς ταχύτερα από την πολιτική, οδηγώντας σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα διαφοροποίησης της Δημοκρατίας».
Διάβαζα το συναρπαστικό και ήδη αμφιλεγόμενο βιβλίο «The paradox of democracy», των Zac Gershberg και Sean Illing, και τη συνέντευξή τους στους «Νew York Times», το πρωί, όταν άρχισε να κουδουνίζει το alert στο κινητό μου. «Ο Σταύρος Ψυχάρης πέθανε, ήσυχα, στον ύπνο του».
Στεκόμαστε σε αυτήν τη ρωγμή του χρόνου για μέσα ενημέρωσης και δημοκρατία, όπου όλα μετατοπίζονται με ρυθμούς που ούτε οι παραγωγοί ειδήσεων ούτε οι χρήστες των μέσων μπορούν να ακολουθήσουν. Και αυτή τη στιγμή, ο Σταύρος Ψυχάρης, που υπήρξε κυρίαρχος του ελληνικού μιντιακού οικοσυστήματος, διαμορφώνοντας ολόκληρα είδη και σχολές στα μέσα ενημέρωσης, αποχώρησε από τα εγκόσμια. Ησυχος. Στον ύπνο του. Σχεδόν ένιωσα να τον βλέπω να χαμογελάει με αυτό το μισό μειδίαμα, το σχεδόν πάντα κυνικό. Να κοιτάζει ψηλά τον φακό στον γερανό, όπως ο Πολίτης Κέιν στην ταινία του Όρσον Γουέλς.
Βέβαια, η είδηση του φυσικού θανάτου του, σε ηλικία 77 ετών, ακολουθεί μια μακρά περίοδο πλήρους απόσυρσης από τον δημόσιο βίο. Στο κρεβάτι, αδύναμος να περπατήσει, να επικοινωνήσει, μια σκιά που έβλεπε το όνομα και τη φήμη του να παραμένουν θεριά εκεί έξω. Για άλλους, ένας δαίμονας, για άλλους ένας δάσκαλος. Για τους πολλούς, μια αμφιλεγόμενη, δυνατή, σκοτεινή, ευφυής προσωπικότητα, που άλλαξε τα ελληνικά media και βρέθηκε να ηγείται αυτών στο πέρασμα από τις ένδοξες μέρες στον στρόβιλο που ακόμα μαίνεται.
Θραύσματα μιας κρυπτικής ζωής
Οσους ανθρώπους ξέρω που τον γνώρισαν, είχαν πάντα, και κυρίως σήμερα, μια εντελώς διαφορετική ιστορία να αφηγηθούν για αυτόν. Μοιάζει λες και το πορτρέτο του Σταύρου Ψυχάρη αποτελείται από πολλές μικροσκοπικές ψηφίδες, μέσα στις οποίες υπάρχει μια διαφορετική εκδοχή του εαυτού του.
Η προσωπική του μυθολογία, μια πραγματική εποποιία που αντανακλά την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας από τα χρόνια της δικτατορίας ως την επιστροφή της Δημοκρατίας, τη σαρωτική περίοδο του ΠΑΣΟΚ, την επιστροφή της Δεξιάς, την εισβολή του τυφώνα Τσίπρα που τρίφτηκε στα πόδια της η γάτα των Ιμαλαΐων. Από τις επιχορηγήσεις, την καταιγίδα στεγαστικών δανείων, τα ταξίδια στην Κουρσεβέλ, τα Vacheron Constantin, τους αμέτρητους άνδρες προσωπικής ασφάλειας, την κατάρρευση του χρηματιστηρίου, τα βρώμικα παρασκήνια, τη χρεοκοπία, την εξεταστική στη Βουλή, την παραίτηση, τη «μετακόμιση» από την Αναγνωστοπούλου στο Πόρτο Ράφτη, η προσωπική του ιστορία δεν είναι μόνο δαιδαλώδης, σπηλαιώδης... Είναι και κρυπτική, θραύσματά της είναι μόνο γνωστά πλήρως.
Ο φθόνος από την πρώτη στιγμή τον συνόδευσε στην καριέρα του. Κυρίως από τότε που ο Χρήστος Λαμπράκης τον έχρισε δικό του άνθρωπο -όσο και αν λάτρεψε βαθιά τον Λέοντα Καραπαναγιώτη- και ένιωθε ότι είναι ο πνευματικός και ιδεολογικός του συνοδοιπόρος -ήταν ο Ψυχάρης αυτός που έγινε ο κινητήρας για όσα θέλησε να αποκτήσει από κάποια στιγμή και μετά ο Λαμπράκης. Κανείς δεν το συγχώρησε αυτό στον Ψυχάρη, τον λαϊκό Σταύρο με τους κομμουνιστές γονείς, που βρέθηκε να κάνει κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ στο «Εθνος» επί δικτατορίας (ποια Βουλή, άραγε), που πέρασε σύντομα στο «Βήμα», που κυκλοφορούσε ισχυρός και περήφανος στη Χρήστου Λαδά με τα μαύρα Rayban, πριν γίνει ο ίδιος ένα κάστρο με αυτοκίνητα ασφαλείας και αστυνομικούς συνοδούς. Άλλο τόσο διαόλισε πολλούς και η προσωπική του σχέση με τον Κώστα Σημίτη. Δυο κόσμοι τόσο διαφορετικοί. Και όμως...
Δημοσιογράφος, ο χειρότερος φίλος
Πέρα από τα φτερά του Λαμπράκη, είχε βέβαια και ένα μοναδικό δημοσιογραφικό ταλέντο και ένστικτο. Κανείς δεν μπορούσε να του πει όχι σε μια συνέντευξη, όλοι σήκωναν το τηλέφωνο για να του μιλήσουν off the record, έβγαζε τα αποκλειστικά με μοναδική ευκολία. Τον κατηγόρησαν κάποιοι ότι είναι εκβιαστής; Φυσικά ναι. Τον κατηγόρησαν ότι στήριζε φίλους, συνεργάτες, γνωστούς επιχειρηματίες και πολιτικούς; Φυσικά ναι, όσο και αν έλεγε ο ίδιος ότι ο δημοσιογράφος είναι ο χειρότερος φίλος: «να έχω είδηση και να μην τη γράψω;».
Κάπου εδώ μπαίνει και το μεγάλο όριο στις κυρίαρχες θεματικές που αφορούν τον Ψυχάρη: ήταν ο εξαιρετικός, χαρισματικός δημοσιογράφος και διευθυντής που γαλούχησε, εκπαίδευσε, ενέπνευσε δεκάδες δημοσιογράφους της νεότερης γενιάς και έδωσε ευκαιρίες, γνώσεις, δυνατότητες. Ηταν όμως και ο επιχειρηματίας που ρίσκαρε, έβαλε τον πανίσχυρο ΔΟΛ σε περιπέτειες, τον οδήγησε σε εκείνες τις στιγμές που καρκινοβατούσε ο οργανισμός. Επί μήνες απλήρωτοι εργαζόμενοι, το «λουκέτο» από τις τράπεζες ήταν έτοιμο να κάνει το κλικ για να κλειδώσει το δημιούργημα του Χρήστου Λαμπράκη, πριν παρέμβει ο Βαγγέλης Μαρινάκης. Στο τελευταίο του κείμενο στο «Βήμα» ο Ψυχάρης γράφει, μεταξύ άλλων: «Όλοι οι μηχανισμοί προπαγάνδας και εξουσίας επεδίωξαν την εξόντωσή μου». Αντικατοπτρισμός;
Ο δημοσιογράφος και ο επιχειρηματίας. Τελικά, ο δεύτερος έριξε την τεράστια σκιά του πάνω στον πρώτο.
Στον ΔΟΛ δεν απολύουν ποτέ, κανέναν
To «του χρωστάω πολλά» κυλάει από το πρωί σε αναρτήσεις δημοσιογράφων. Αλλοι πάλι, στα social media, πανηγυρίζουν, γράφουν ότι ανασαίνουν καλύτερα. Υπάρχει και το εξής φαινόμενο: όσο ζούσε ο Ψυχάρης και τον έβριζαν πολλοί για την παντοδυναμία του και τις μεθόδους του, οι περισσότεροι συνεργάτες του, δημοσιογράφοι του συγκροτήματος, φίλοι του, τον υπερασπίζονταν με σθένος και μαζί με μια διάθεση υπεροψίας. Πάντα έλεγαν πόσο καλό αφεντικό είναι, ότι βοηθούσε σε ώρες ανάγκης ολόκληρες οικογένειες, από γραφειοκρατικά μπλεξίματα μέχρι ασθένεια. Αν μάθαινε ότι κάποιος εργαζόμενος έχει πρόβλημα υγείας ή προσωπικό έστελνε μήνυμα «πες τι θες να κάνω τώρα». Εχω ακούσει ακόμα και για μεταμεσονύχτια τηλεφωνήματα σε υπουργούς, για να λύσει υπόθεση εργαζόμενου. Κάποιοι λοιπόν από αυτούς σήμερα μιλούν για τον Ψυχάρη με τα χειρότερα λόγια και με ανακούφιση σχεδόν για τον θάνατό του. Μια «ανακούφιση» που δείχνει βέβαια πόσο έχουν νικηθεί από τον Ψυχάρη.
Είναι πολλοί αυτοί που στράφηκαν και δικαστικά εναντίον του, ζητώντας αποζημιώσεις. Επί δεκαετίες δημοσιογράφοι στο συγκρότημα, που βρέθηκαν εκτός, να παλεύουν με τα κύματα της ελεύθερης αγοράς, αν και είχαν γαλουχηθεί με τη γνωστή φράση «αν προσληφθείς από τον ΔΟΛ θα συνταξιοδοτηθείς από εκεί. Δεν απολύουν ποτέ κανέναν».
Δυο λέξεις του ως «Σίβυλλα» αρκούσαν
Από τα χρόνια που έκανε σκι στην Κουρσεβέλ με τον Σωκράτη Κόκκαλη, μέχρι τις τελευταίες εμφανίσεις στο κτίριο του ΔΟΛ, το 2017, όπου περπατούσε υποβασταζόμενος σχεδόν, ο Σταύρος Ψυχάρης δεν επέτρεψε στη μυασθένειά του, στην ασθένεια που τον ακύρωσε σωματικά, να του στερήσει το θάμβος του ισχυρού, του αυτοκράτορα των Media. Του εκδότη που κινούσε τα νήματα στις κυβερνήσεις, που δεν δίστασε να βάλει στο εξώφυλλο του κυριακάτικου Βήματος φωτογραφία του Κώστα Καραμανλή πλάι σε αυτή της Ντόλι, του πρώτου κλωνοποιημένου προβάτου στην ιστορία. Που έβγαλε σε σειρά σαν διηγήματα τις συναντήσεις του Αλέξη Τσίπρα με τον πανίσχυρο εκδότη και τη γάτα των Ιμαλαΐων να χαϊδεύεται στα πόδια τους και να ακούει τα ανομολόγητα πολιτικά μυστικά.
Δεν χρειαζόταν να χαλάσει πολύ μελάνι για να χαλάσει συμφωνίες, καριέρες, ήσυχους ύπνους: αρκούσαν λίγες γραμμές στη Σίβυλλα που φέρεται να έγραφε και ο ίδιος στις ένδοξες ημέρες της στήλης, πριν καταντήσει ένας κακοσχηματισμένος Ιακχος κοσμικών χασμουρητών. Αλλοτε, δεν χρειαζόταν καν να χτυπήσει ένα πλήκτρο: αρκούσε να επιλέξει με ποιον θα φάει, ή τι θα πει δυνατά στο μεσημεριανό του γεύμα στην Αθηναϊκή Λέσχη ή στο Da Capo, για να αλλάξουν διατάξεις και συμβάσεις μέσα στην επόμενη ώρα.
Και πέρα από όλα τα άλλα, αυτά τα «παιχνίδια» τον διασκέδαζαν. Η αδυναμία, ο φόβος των άλλων. Αυτών που ήταν έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να τον ευχαριστήσουν. Ηχούν ακόμα και σήμερα στη Βουκουρεστίου οι αφηγήσεις για περιστατικά με καζούρες ή στοιχήματα που έβαζε με εργαζόμενους, διευθυντές, στελέχη κομμάτων στο Da Capo. Με προθυμία έμπαιναν αυτοί στο παιχνίδι, ένα μικρό αστικό τσίρκο στον πεζόδρομο για να γελάσει ο Ψυχάρης και να κάνει το «πατ πατ» στον ώμο. Σχεδόν τον διασκέδαζε όταν δημοσιογράφοι ένιωθαν και οι ίδιοι μικροί Ψυχάρηδες εκεί έξω στην αγορά. Μια ανωτερότητα έναντι άλλων. Μόνο που αυτοί που πραγματικά σεβόταν, που τους κοιτούσε κατάματα πάντα, ήταν αυτοί με τα εκπληκτικά κείμενα, με το δημοσιογραφικό δαιμόνιο, με την κριτική ματιά.
Ο Ψυχάρης στο metaverse
Στον δημόσιο λόγο λίγοι, βέβαια, τόλμησαν να γράψουν αρνητικά για αυτόν την περίοδο της παντοδυναμίας του. Μόνο το ΑΝΤΙ. Εδωσε ελάχιστες συνεντεύξεις, όπου είχε την ευφυία να περάσει το δικό του μήνυμα -αφού ο ίδιος ήταν και το μέσο, σε μια μετατόπιση του μότο του Μακ Λούαν- και στάθηκε απέναντι σε ερωτήσεις που τον χάιδεψαν. Δεν κατόρθωσε να κατακτήσει την τηλεόραση, όπως ήθελε, και η εξυπνάδα, το ένστικτο αυτοσυντήρησης και ο ναρκισσισμός του τον βοήθησαν να μην πέσει στην παγίδα αυτή όπως άλλοι.
Εμεινε απρόσιτος, κρυπτικός, μια εικόνα στον τοίχο της ελληνικής μιντιακής πινακοθήκης. Μια εικόνα μαγική, που αλλάζει διαρκώς όψη. Ανάλογα με το ποιος την κοιτάζει και τι φαντασιώσεις, προσωπικές ιστορίες, μύθους και προσλήψεις φορτώνει επάνω της. Ο Ψυχάρης στο metaverse.