Αν ζούσε σήμερα ο Χρήστος Λαμπράκης θα συμπλήρωνε τα 90 του χρόνια. Γεννημένος στις 24 Φεβρουαρίου του 1934, έμελλε να ταυτίσει το όνομά του με τον ελληνικό Τύπο, αλλά και τη δημόσια ζωή της χώρας.
Το βιβλίο της Ελευθερίας Κόλλια «Στα χρόνια του Χρήστου Λαμπράκη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ.
Το βιβλίο αυτό είναι η πρώτη σύνθετη προσωπογραφία του Χρήστου Λαμπράκη, του τελευταίου παραδοσιακού εκδότη. Είναι, παράλληλα, η άτυπη ιστορία του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη μέσα στον χρόνο, φτιαγμένη μέσα από τις προσωπικές ιστορίες-εξομολογήσεις 61 ανθρώπων του.
Με άγνωστες φωτογραφίες, ιδιόχειρα σημειώματα, αρχειακό υλικό που σπανίζει. Αναμφίβολα, το βιβλίο της δημοσιογράφου Ελευθερίας Κόλλια, «Στα Χρόνια του Χρήστου Λαμπράκη / Μαρτυρίες και Αφηγήσεις για τον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη 1957-2017» (εκδόσεις Πατάκη), είναι κομμάτι της ιστορίας του Τύπου στη χώρα.
Το iefimerida.gr ξεφυλλίζει το βιβλίο της Ελευθερίας Κόλλια για τον Χρήστο Λαμπράκη και στέκεται στις σελίδες εκείνες που σκιαγραφούν την πληθωρική προσωπικότητά του. Γαλουχημένη στο δημοσιογραφικό περιβάλλον του ΔΟΛ, και δη της εφημερίδας «Το Βήμα» επί δύο δεκαετίες, η συγγραφέας αποτυπώνει γλαφυρά πτυχές της εμβληματικής φιγούρας του Χρήστου Λαμπράκη, εκδότη που ήθελε πάντα να θεωρείται δημοσιογράφος.
Η παιδική ηλικία και η Μέση Ανατολή
«Άλλη διασκέδαση στη Σμύρνη ήταν το Cazinozu, ένα υπαίθριο εστιατόριο και κέντρο που κάθε βράδυ γέμιζε με Τούρκους, Έλληνες και άλλους που είχαν έλθει για να διαπεραιωθούν στη Μέση Ανατολή. Εκεί μια νεαρά χορεύτρια, έως δεκαπέντε χρόνων, χόρευε τον χορό της κοιλιάς. Τα παιδιά ήταν ενθουσιασμένα με το πρωτόγνωρο θέαμα και ο Χρήστος τόσο εντυπωσιάστηκε στα δέκα χρόνια του που, όταν την είδε να χορεύει ημίγυμνη με κάτι φτερά στον ποσό της και στο στήθος της, κρύφτηκε κάτω από το τραπέζι».
Απόσπασμα από το κεφάλαιο «Ο άγνωστος Χρήστος», σελίδα 48, βασισμένο σε αφήγηση της μητέρας του Έλζας Λαμπράκη.
Πρώτη φορά στο «τιμόνι»
«Είναι η Λένα, η μεγάλη του αδελφή, αυτή με την οποία θα κάτσει προβληματισμένος στο ίδιο τραπέζι ο Χρήστος Λαμπράκης (σσ: έχει πεθάνει αιφνιδίως ο πατέρας τους, ο εκδότης Δημήτρης Λαμπράκης-1957). Η ίδια έχει σπουδάσει Αρχαιολογία, είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε μια εποχή που οι σπουδές δεν αποτελούν την πεπατημένη για τις νεαρές ελληνίδες. Ο ισχυρός χαρακτήρας της θα την ωθήσει να διεκδικήσει από νωρίς τη χειραφέτησή της. Έχει συνδέσει και επισήμως τη ζωή της με έναν φιλόλογο ιδιοφυή, με ρόλο στα ελληνικά γράμματα, τον Γ. Π. Σαββίδη.
«Όταν πέθανε ο πατέρας μας, με ρωτάει ο Χρήστος – γιατί εγώ είμαι έξι χρόνια πιο μεγάλη από αυτόν: τώρα τι κάνουμε; Το ‘57 εγώ είμαι παντρεμένη, έχω ένα παιδί κι ετοιμάζομαι να έχω δεύτερο. Του λέω, κοίταξε, δυο κοκόρια σε ένα κοτέτσι, αποκλείεται. Εσύ θα είσαι, εγώ δεν μπορώ να διαθέτω περισσότερες από τις πρωινές ώρες – το πρωί είναι τα σχολεία… Τα απογεύματα θέλω να είμαι ελεύθερη, να είμαι σπίτι, δε μπορώ να μην είμαι σπίτι. Αλλά, του λέω: θα ρωτάς! Βέβαια, μου λέει. Λοιπόν, κάθε τόσο, πήγαινα εγώ, καθόμουν απέναντι του, μου έλεγε τα διάφορα, κι εγώ δε μιλούσα κι έφευγα. Μου λέει μια μέρα, «γιατί δε μιλάς;». «Αν σου πω ότι δε συμφωνώ, θα αλλάξεις τίποτα;». «Βεβαίως όχι!», μου λέει».
Λένα Σαββίδη»
Απόσπασμα από το κεφάλαιο «Η αρχή το ήμισυ του παντός», σελίδα 55.
Η σχέση με τη Μαρία Κάλλας
«Θυμάμαι μια μέρα, στο Παρίσι, τη Μαρία να κάθεται στο πιάνο και, συνοδεύοντας τον εαυτό της, να τραγουδά μερικά κλασικά άσματα του 17ου και 18ου αιώνα, τις λεγόμενες Arie Antiche, με τρόπο αληθινά αποκαλυπτικό. Ήταν μουσικά κομμάτια που νόμιζα πως τα ήξερα καλά, αλλά ποτέ δεν είχα ακούσει ερμηνευμένα με τέτοια διεισδυτική πρωτοτυπία.
Φυσικά, την προέτρεψα να ηχογραφήσει τις ερμηνείες της αυτές.
-Μαρία, πρέπει οπωσδήποτε να ηχογραφήσεις αυτή τη μουσική. Είναι μοναδική η προσέγγισή σου.
-Μπα, εγώ είμαι τραγουδίστρια όπερας και κανείς δεν θα ενδιαφερθεί να με ακούσει σε τέτοιες συνθέσεις.
Μία ευκαιρία για πάντα χαμένη…».
Απόσπασμα από το κεφάλαιο «Μέγα πάθος», με βάση προσωπική κατάθεση του Χρήστου Λαμπράκη, σελίδα 85.
Οι «Εποχές», το στραφταλιστό εκδοτικό διαμάντι
«Ο Χρήστος Λαμπράκης και ο Λέων Καραπαναγιώτης (σσ: στενός συνεργάτης του, αδελφικός φίλος του, στέλεχος και των δυο εφημερίδων, του «Βήματος» και των «Νέων»), οι δυο ισχυροί άνδρες του Συγκροτήματος έχουν ήδη στο μυαλό τους το σχέδιο έκδοσης των Εποχών, του περιοδικού που έμελλε να γράψει ιστορία με το κύρος και τη φυσιογνωμία του, όταν αποφασίζουν να συναντηθούν με τον γραμματέα του Congress for Cultural Freedom (CCF ) Mάικλ Τζόσσελσον.
Αναλαμβάνει να τους φέρει σε επαφή ο Γιάγκος Σιώτης, καθηγητής στο Institut Universitaire de Hautes Etudes Internationales της Γενεύης. Είναι 1962 και το ραντεβού ορίζεται στη Γενεύη, όπου είναι εγκατεστημένος ο Τζόσσελσον για λόγους υγείας. Καταλήγουν σε μια καταρχήν συμφωνία για την έκδοση ενός ελληνικού «περιοδικού ιδεών». Οι λεπτομέρειες καθορίζονται το επόμενο διάστημα και η προετοιμασία της έκδοσης μπαίνει στην τελική ευθεία τον Οκτώβριο του 1962, όταν ο Τζόσσελσον επιβεβαιώνει τη χρηματοδότηση, η οποία όμως τελικά καλύπτει ένα μέρος μόνον της έκδοσης, και αυτό τα δυο πρώτα χρόνια. Η χορηγία του CCF καλύπτει περίπου το ένα τρίτο των εκτιμώμενων εξόδων για τον πρώτο χρόνο και το ένα έβδομο για τον δεύτερο…».
Απόσπασμα από το κεφάλαιο «Και εγένετο φως!», σελίδα 103.
Η Χούντα και τα κρησφύγετα
«Μία εβδομάδα αργότερα, κρίνεται ότι ο Χρήστος Λαμπράκης πρέπει να αλλάζει κρησφύγετο. Επιλέγει να μετακινηθεί στο σπίτι της Δόρας Στράτου. Η Στράτου έχει σπουδάσει μουσική, χορό, θέατρο, έχει συνδράμει τον Κουν στην ίδρυση του θεάτρου Τέχνης, μελετά την ελληνική παράδοση. Θεωρείται πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του.
Στα τέλη Μαϊου, ο εκδότης παραχωρεί συνέντευξη σε άγγλο δημοσιογράφο - η συνομιλία θα μεταδοθεί τον Οκτώβριο του 1967 από το BBC. Τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι ο βασιλιάς έχει ορκισθεί πίστη στο Σύνταγμα, το Σύνταγμα έχει όμως παραβιασθεί και είναι υποχρέωσή του να το αποκαταστήσει. Στις 2 Ιουνίου, η Ασφάλεια τον ανακαλύπτει. Εισβάλλει στο σπίτι, τον συλλαμβάνει. Καιρό αργότερα, θα συλληφθεί και η ίδια η Στράτου, με την κατηγορία ότι μετέτρεψε το σπίτι της σε κρυψώνα για τον Λαμπράκη. Φυλακίζεται. Η Μελίνα Μερκούρη θα κάνει τόσο θόρυβο που το καθεστώς δεν θα έχει άλλη επιλογή, από το να τερματίσει την εκδικητική κράτησή της».
Απόσπασμα από το κεφάλαιο «Τα κρησφύγετα και η φυλακή», σελίδα 142.
Μια στενή φιλία
«Πώς γνωρίζω τον Λαμπράκη… Ήμουν ήδη δυο – δυόμιση χρόνια στον Ταχυδρόμο. (…) Στις γιορτές του ’82, ήταν. Μου είπε η Λένα «να 'ρθεις στο σπίτι να κάνουμε μαζί Πρωτοχρονιά. Θέλει να σε γνωρίσει ο Χρήστος». Το πρώτο του σχόλιο, ήτανε «Αα! και τελικά είστε και τόσο ωραία όσο λέμε». Ο Λαμπράκης τις αγαπούσε τις γυναίκες. Πάρα πολύ. Η ζωή του ήτανε οι γυναίκες, ό,τι αγάπησε και ό,τι θαύμασε, γυναίκες ήτανε. Αλλά γυναίκες με προσωπικότητα, γυναίκες με έργο. Είχε αυτήν την οπερατική αντίληψη για τις γυναίκες ο Λαμπράκης. Τη δραματουργία της όπερας.
Αγαπούσε τις ντίβες, όχι με τη φθηνή έννοια, της κοντσέτας. Τις θεές. Αν έχεις γνωρίσει και την Κάλλας και την Τριάντη… Και η μάνα του ήταν έντονη προσωπικότητα. Και η Λένα τέτοια προσωπικότητα ήταν πάντα, και η Άννα, ας μείνανε «πίσω». Και δεν ήτανε προσωπικότητες επειδή τον καταπίεσαν… Ο Λαμπράκης βρέθηκε 23 χρονών να αναλαμβάνει ό,τι ανέλαβε. Να του πέσει το Συγκρότημα στο κεφάλι; Στα 23; Εύκολο το 'χετε;
Τον καιρό που ήμασταν στα φουλ εκδοτικά με τον Γιώργο και τη Λένα, με ατελείωτες συζητήσεις στο σπίτι τους στην πλατεία Αιγύπτου, ανακαλύπτω ότι έχω όγκο στην υπόφυση. Φθινόπωρο του ’83. Και βεβαίως το λέω στην Λένα και στον Γιώργο, η μάνα μου δεν το 'ξερε, ο πατέρας μου δεν το 'ξερε, έπρεπε να χειρουργηθώ στο εξωτερικό. Χρειαζόμουν 10.000 δολάρια. Βρέθηκε μια άκρη μέσω μια ξαδέλφης της Λένας, που ήταν γραμματέας σε γιατρό στο Massachusetts General Hospital. Έμενε στη Βοστώνη, ήξερε τον Νικόλαο Ζέρβα, επικεφαλής των νευροχειρουργών του Harvard και πρύτανη του Πανεπιστημίου. Τον βρήκα, τον ρώτησα «άμα ήμουνα κόρη σου πότε θα με χειρουργούσες». Μου είπε «χτες». Πρώτος άνθρωπος που με πήρε τηλέφωνο ήταν η Λένα. Μου λέει «μη ψάξεις τα λεφτά, το είπα στον Χρήστο, θα στα δώσει ο Χρήστος». Της απάντησα: «Πες του Χρήστου και θα καταλάβει ότι δε μπορώ να τα πάρω απ' τη δουλειά, γιατί μετά θα χρωστάω εγώ στη δουλειά… Δε θέλω. Νομίζω τότε γίναμε φίλοι με τον Λαμπράκη»
Λιάνα Κανέλλη».
Απόσπασμα από το κεφάλαιο «Το παρατσούκλι «τιτλάκιας» και μια stand up συνέντευξη», σελίδα 328.
Η ανάπτυξη του ΔΟΛ και οι «ατασθαλίες»
«Μόλις είχε ανοίξει ο Αγγελιοφόρος. Οι εγκαταστάσεις εξοπλίστηκαν με δική μου ευθύνη, έπιπλα, γραφεία, κομπιούτερ. Πήγα 31 Δεκεμβρίου του ’96. Άλλωστε την επόμενη χρονιά η Θεσσαλονίκη θα ήταν Πολιτιστική Πρωτεύουσα.
Παρά τη σχέση εμπιστοσύνης που υπήρχε, η εντολή του Χρήστου Λαμπράκη ήταν ξεκάθαρη εξαρχής. Ήθελε τον απόλυτο έλεγχο: «Καμία δαπάνη δεν θα εξοφλείται, αν δεν έχει την υπογραφή μου». Θεωρούσα υποχρέωσή μου να παρακολουθώ τα οικονομικά της εταιρείας, στενά και συστηματικά. Στην αρχή διαπίστωσα μικρά προβλήματα. Ψάχνοντας, ψάχνοντας, διαπίστωσα και τα μεγάλα. Καθώς είχα τη δυνατότητα να κινούμαι στη Θεσσαλονίκη, γνώριζα πρόσωπα και πράγματα, έπιασα έναν άνθρωπο δικό μου στην Αστυνομία και τον παρακάλεσα, «πιάσε τον κλέφτη». Κι έτσι βρήκα την άκρη. Πήρα από το χέρι τη λογίστρια μου, και ανακαλύψαμε, μία προς μία τις αμαρτίες αυτές. Δεν έχει σημασία ούτε το ποιος, ούτε το πώς. Έχουν παραγραφεί και τα αδικήματα ύστερα από τόσα χρόνια.
Σε μια από τις συσκέψεις, αποφάσισα να μιλήσω, ενώπιον όλων. Δεν χρειάζεται να περιγράψω τι ακολούθησε… Σοβαρά επεισόδια. Ο Χρήστος Λαμπράκης παραδέχθηκε ότι η σχέση του με τα οικονομικά δεν ήταν καλή. «Δεν γνωρίζω πώς να βγάζω λεφτά, κ. Μητώση», μου είπε. «Δεν είμαι όμως και κουτός, να μην αντιλαμβάνομαι ότι κάποια ποσά κατευθύνονται σε άλλες τσέπες».
Έφη Μητώση
(σσ: Γενική Διευθύντρια στην Εκδοτική Βορείου Ελλάδος)»
Απόσπασμα από το κεφάλαιο «Ο Αγγελιοφόρος, το Plaza και οι κλέφτες», σελίδα 533.