Στις κινηματογραφικές πρεμιέρες της εβδομάδας, ο Γκλεν Πάουελ ξανασυνεργάζεται με τον Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ («Μετά»).
O Τάι Γουέστ ολοκληρώνει την horror τριλογία του με τη Μία Γκοθ, οι δημιουργοί των «Άθικτων» Ολιβιέ Νακάς και Ερίκ Τολεντανό επιστρέφουν με μια κωμωδία που βάζει στο στόχαστρο τον υπερκαταναλωτισμό κι ένα κωμικοτραγικό θρίλερ από το Βέλγιο, που εντυπωσίασε στην Εβδομάδα Κριτικής των Καννών, μοιάζει ανατριχιαστικά προφητικό.
Hit Man
Σκηνοθεσία: Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ
Παίζουν: Γκλεν Πάουελ, Άντρια Αργιόνα, Όστιν Αμέλιο, Σάντζεϊ Ράο, Μόλι Μπέρναρντ
Περίληψη: Ενώ εργάζεται ως δάσκαλος, ο Γκάρι Τζόνσον συνεργάζεται κρυφά με το FBI, παριστάνοντας τον επαγγελματία δολοφόνο. Τα πράγματα όμως περιπλέκονται επικίνδυνα, όταν ερωτεύεται.
Ο Γκλεν Πάουελ πρωταγωνιστεί στη νεο- νουάρ ερωτική κομεντί του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ.
Ο Γκάρι Τζόνσον είναι καθηγητής φιλοσοφίας, αλλά και ο πιο περιζήτητος επαγγελματίας δολοφόνος στη Νέα Ορλεάνη. Μόνο που στην πραγματικότητα δεν έχει σκοτώσει ποτέ κανέναν, αφού δουλεύει για την αστυνομία, προκειμένου να αποκαλύψει τα σχέδια των κακοποιών, πριν εκείνοι προλάβουν να τα πραγματοποιήσουν. Όταν όμως σπάει το πρωτόκολλο για να βοηθήσει μια απελπισμένη γυναίκα, που προσπαθεί να ξεφύγει από τον κακοποιητικό σύντροφό της, γίνεται ένα από τα ψεύτικα προσωπεία που κατά κόρον χρησιμοποιεί, ερωτεύεται και φλερτάρει με την ιδέα να γίνει ο ίδιος εγκληματίας.
Ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ με τον Πάουελ, που είναι προσωπικός του φίλος, ανακάλυψαν τυχαία σε ένα άρθρο μιας εφημερίδας την απίστευτη, αλλά πέρα για πέρα αληθινή ιστορία του καθηγητή φιλοσοφίας Γκάρι Τζόνσον, και αποφάσισαν να τη μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη, συνυπογράφοντας το σενάριο.
Οι πολλαπλές και άκρως επιτυχημένες μεταμορφώσεις του κεντρικού ήρωα δίνουν στον Τεξανό δημιουργό πρόσφορο έδαφος να ξεκινήσει την ιστορία του με κωμικό τόνο και κάποιες πινελιές αστυνομικού θρίλερ, αναλύοντας τα πολλά προσωπεία που αναλαμβάνουμε και τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στο τι είναι αληθινό και τι πραγματικό. Γιατί τελικά ο ντροπαλός και συνεσταλμένος Γκάρι μπορεί να γίνει πολλά περισσότερα, αρκεί να νιώσει προστατευμένος μέσα σε μία συνθήκη.
Παίζοντας με μια ανάλαφρη, όχι όμως αβαθή, ανάλυση της ανθρώπινης ψυχολογίας, ο Λινκλέιτερ βάζει στο παιχνίδι την εκρηκτική Άντρια Αριόνα, οπότε και η ιστορία παίρνει την τροπή μιας ρομαντικής κομεντί, που αν και δεν αποφεύγει κάποια κλισέ, διαθέτει ενδιαφέρουσες συγκρούσεις , χιούμορ αλλά και πιπεράτες στιγμές με τον Πάουελ- τον νέο Μπαρντ Πιτ, όπως τον αποκαλούν – να γοητεύει τα πλήθη.
Ο Λινκλέιτερ δείχνει πως ξέρει να αναμειγνύει και να διαχειρίζεται σωστά διαφορετικά είδη, ανατρέποντας τη στερεοτυπική ιδέα περί «εκτελεστών», πραγματικών ή ερωτικών, ενώ η χημεία του πρωταγωνιστικού διδύμου καλύπτουν τις οποίες σεναριακές αδυναμίες, με αποτέλεσμα μια feelgood περιπέτεια, που αναδεικνύει ακόμα μια πλευρά του Πάουελ.
MaXXXine
Σκηνοθεσία: Τι Γουέστ
Παίζουν: Μία Γκοθ, Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι, Μόουζες Σάμνι, Μισέλ Μόναχαν, Μπόμπι Καναβάλε, Halsey, Λίλι Κόλινς, Τζανκάρλο Εσποζίτο, Κέβιν Μπέικον
Περίληψη: H σταρ των ταινιών ενηλίκων και επίδοξη ηθοποιός Μαξίν Μινξ έχει επιτέλους τη μεγάλη της ευκαιρία να εκπληρώσει το όνειρο της. Αλλά καθώς ένας μυστηριώδης δολοφόνος καταδιώκει τις ανερχόμενες στάρλετ του Χόλιγουντ, μία αιματηρή διαδρομή απειλεί να αποκαλύψει το σκοτεινό παρελθόν της.
Ο Τι Γουέστ στην τρίτη του συνεργασία με τη Μία Γκοθ («Pearl» και «Χ») μεταφέρουν τη Μαξίν στο δολοφονικό Χόλιγουντ της δεκαετίας του ’80.
Χάρη στο «X» ο Τάι Γουέστ ανανέωσε το slasher, αναδεικνύοντας τις υποκριτικές ικανότητες της Γκοθ. Αφού λοιπόν σημείωσαν καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία, ξαναδοκίμασαν τις δυνάμεις τους σε ένα prequel («Pearl») για να φτάσουν στο 1985, λίγα χρόνια δηλαδή μετά από τα γεγονότα του «Χ», όταν η Μαξίν, φτασμένη πια πορνοστάρ στο Λος Άντζελες, είναι αποφασισμένη να ζήσει τη ζωή, που της αξίζει, όπως πάντα της έλεγε ο πατέρα της. Έτσι, περνάει οντισιόν για το sequel μιας δευτεροκλασάτης πλην όμως χολιγουντιανής horror παραγωγής με τίτλο «Η πουριτανή», που έχει προκαλέσει την οργή των θρησκόληπτων.
Η Μαξίν τραβάει με την ερμηνεία την προσοχή μιας ρηξικέλευθης σκηνοθέτριας, που θέλει να αναμορφώσει το είδος- όπως δηλαδή και ο Γουέστ- και κερδίζει τον πρώτο της ρόλο σε κανονική ταινία. Κι ενώ ετοιμάζεται να μπει στον λαμπερό κόσμο της μεγαλύτερης κινηματογραφικής βιομηχανίας του πλανήτη, ένας μυστηριώδης κατά συρροή δολοφόνος βάζει στο στόχαστρο επίδοξες στάρλετς, που όλες συνδέονται μαζί της και περιέργως είναι καλεσμένες σε ένα πάρτι στον λόφο, ενώ ένας ιδιόρρυθμος ντετέκτιβ απειλεί να εκτροχιάσει την καριέρα της και να αποκαλύψει το ένοχο παρελθόν της.
Ο Γουέστ, όπως και η Μαξίν του, αγαπούν το σινεμά, γι’ αυτό άλλωστε και επιλέγει μια από τις πιο έντονες σκηνές του να γυριστεί στο σπίτι του χιτσκοκικού «Ψυχώ». Σε αντίθεση όμως με τον μετρ του σασπένς, εκείνος ξεκινάει το αιματοκύλισμα σχεδόν από την αρχή, κάνοντας ταυτόχρονα ένα πικρόχολο σχόλιο για το αδίστακτο Χόλιγουντ, που εξοντώνει ον όποιον ιδεαλισμό και μαζί όσους βαδίζουν με τον σταυρό στο χέρι. Ταυτόχρονα, από την κριτική του δεν ξεφεύγει ούτε η συντηρητική θρησκόληπτη Αμερική, που θυμίζει Μεσαίωνα, ή ένα απέραντο φρενοκομείο.
Με vintage αισθητική, αναφορές από τον Ντε Πάλμα έως τον Ταραντίνο, μουσικές που αγαπήσαμε από τα 80s, τη μοναδική Μία Γκοθ, που όχι απλώς δικαιώνει τον τίτλο της απόλυτης «scream queen», αλλά εντυπωσιάζει ι με το υποκριτικό της εύρος, ο Γουέστ κάνει ακριβώς αυτό που θέλει: ένα slasher παλαιάς κοπής, ε περιεχόμενα και νόημα που βάζει φωτιά στο σύστημα, αν και μας μπερδεύει κάπως με το θέμα της πίστης, το οποίο γίνεται ως και υπαρξιακό ζήτημα για τη Μαξίν.
Ακόμα όμως και όταν αδυνατεί να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του απέναντι στα πολλά θέματα που θέλει να διαχειριστεί, ο Γουέστ παντρεύει με δεξιοτεχνία το θρίλερ και το νουάρ με το horror, διατηρεί τον πολιτικό του στοχασμό, χωρίς να παίρνει σοβαρά τον εαυτό του και καταλήγει σε ένα φινάλε, που αν και υπερφορτωμένο, ολοκληρώνει με τον καλύτερο τρόπο αυτή την εντυπωσιακή από κάθε άποψη τρομο-τριλογία.
Κάθε Πέρσι και Καλύτερα (Une Année Difficile)
Σκηνοθεσία: Ολιβιέ Νακάς και Ερίκ Τολεντανό
Παίζουν: Πίο Μαρμάι, Τζοναθάν Κοέν, Νοεμί Μερλάντ
Περίληψη: Ο Άλμπερτ και ο Μπρούνο, δυο απατεωνίσκοι χρεωμένοι ως τον λαιμό, πέφτουν πάνω σε μια ομάδα πράσινων ακτιβιστών. Δελεασμένοι από τη δωρεάν μπίρα και τα σνακ και όχι από τα ιδανικά του αγώνα, εντάσσονται στο κίνημα, δίχως ίχνος οικολογικής συνείδησης.
Γαλλική κομεντί με ακτιβιστική διάθεση από τους δημιουργούς των «Άθικτων».
Δύο σπάταλοι μικροαπατεώνες, ο Άλμπερτ και ο Μπρούνο, βρίσκονται ξαφνικά χρεωμένοι ως τον λαιμό στις τράπεζες . Στην προσπάθειά τους να βρουν μια λύση, ζητούν βοήθεια από την κοινότητά τους ώστε να μπουν ξανά στον ίσιο δρόμο. Ωστόσο, σύντομα γνωρίζονται με μια ομάδα οικολόγων ακτιβιστών, που μάχεται για το περιβάλλον, η οποία τους προσκαλεί σε μία από τις συναντήσεις τους. Το δαιμόνιο δίδυμο δέχεται και κάπως έτσι παρεισφρέει στους κόλπους της οργάνωσης, όχι γιατί ανησυχεί για την κλιματική αλλαγή, αλλά επειδή ενδιαφέρεται για τα σνακ, τη δωρεάν μπίρα και το φλερτ.
Βλέποντας ένα βίντεο στα social media, όπου νεαροί διαδηλωτές προσπαθούσαν να εμποδίσουν ορδές καταναλωτών να μπουν σε ένα πολυκατάστημα μια Βlack Friday, οι Ολιβιέ Νακάς και Ερίκ Τολεντανό αποφασίζουν να συνδυάσουν στη νέα τους κωμωδία δύο σε ένα: δηλαδή τον σύγχρονο υπερκαταναλωτισμό μία και τον οικολογικό ακτιβισμό. Επιλέγουν δε να ξεκινήσουν την ταινία τους με ένα μοντάζ όλων των Γάλλων προέδρων από το 1976 μέχρι σήμερα οι οποίοι προειδοποιούν για τη «δύσκολη χρονιά» που έρχεται ή φεύγει, πράγμα που αν μη τι άλλο, μετά από την άνοδο της Λεπέν, αποδεικνύεται τραγικά επίκαιρο.
Από εκεί και πέρα όμως το σκηνοθετικό δίδυμο, αν και έμπειρο στην πολιτική κωμωδία και την κοινωνική σάτιρα, χάνει τη σπιρτάδα των προηγούμενων ταινιών του και αδυνατεί να βρει τον τρόπο να συνδυάσει δύο διαφορετικούς άξονες. Έτσι, καταλήγει σε μια επιφανειακή κριτική του καπιταλισμού και σε ένα αμφιλεγόμενο σχόλιο για την οικολογία. Άραγε, οι Γάλλοι δημιουργοί δεν θεωρούν σημαντική την ανησυχία για την κλιματική κρίση, ή απλώς δεν βρίσκουν τον τρόπο να παρωδήσουν τα ακραία φαινόμενα των μοντέρνων τάσεων;
Ό,τι κι αν συμβαίνει, το αποτέλεσμα είναι ότι ο κωμωδία γρήγορα δίνει τη θέση της στη φάρσα και όταν πια όλα εξαντλούνται χωρίς έμπνευση, η λύση είναι ο δρόμος της πατροπαράδοτης ρομαντικής κομεντί, που γλυκά και ανώδυνα αποθεώνει τον έρωτα ως το κρυφό νόημα αυτής της ζωής. Μάλλον λοιπόν το «Κάθε πέρσι και καλύτερα» ισχύει για τους ίδιους περισσότερο, παρά για τους σχηματικούς τους ήρωες, που παλεύουν να ερμηνεύσουν με κέφι οι Πιο Μαρμάι, Νοεμί Μερλάν και Τζοναθάν Κοέν.
Σκοτώστε τον Βενσάν (Vincent Doit Mourir /Vincent Must Die)
Σκηνοθεσία: Στεφάν Καστάν
Παίζουν: Καρίμ Λεκλού, Βιμάλα Πονς, Φρανσουά Σατό, Καρολίν Ροζ Σαν
Περίληψη: Ο Βενσάν, ένας συνηθισμένος άνθρωπος, μετά από μια επίθεση που δέχεται, ανακαλύπτει πως ο πλανήτης πλήττεται από μια δολοφονική πανδημία.
Mια βιτριολική horror comedy από το Βέλγιο, που κέρδισε special mention στο Βραβείο Καλύτερης Ταινίας του Γαλλόφωνου Φεστιβάλ της Αθήνας 2024.
Ο Βενσάν είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, μοναχικός που ψάχνει συντροφιά στο ίντερνετ, όταν χωρίς κανένα λόγο συνάδελφοί του του επιτίθενται στο γραφείο με βία. Στη συνέχεια, εκείνος αντί να ακολουθήσει τον δρόμο της δικαστική οδού, παρατηρεί ότι γίνεται στόχος ανάλογων επιθέσεων, μέχρι που αναγκάζει να φύγει από την πόλη για να γλιτώσει. Αναζητώντας καταφύγιο στο πατρικό του στην επαρχία, συνειδητοποιεί ότι δεν είναι ο μόνος. που απειλείται, αφού μία νέα πανδημία έχει πλήξει τον πλανήτη και κάνει τους ανθρώπους να εκδηλώνουν φονικά ένστικτα ο ένας για τον άλλον.
Με χιτσκοκικές αναφορές και weird wave πινελιές, που θυμίζουν τον Λάνθιμο των πρώτων του ταινιών, ο Στεφάν Καστάν υπογράφει μία μετα-αποκαλυπτική σάτιρα, εμπνευσμένη σαφώς από την παράνοια της πανδημίας, που έπληξε τον πλανήτη. Τα φαινόμενα βίας και η αποξένωση γίνονται αντικείμενο της κριτικής του Βέλγου δημιουργού με το μαύρο χιούμορ να πρωταγωνιστεί, ενώ ο ανέκφραστος αντιήρωάς του αναγκάζεται τελικά να ξυπνήσει τα αποκοιμισμένα του ένστικτα σε μία ενδιαφέρουσα ταινία, που αν και έχει πολλά καλά χαρτιά δεν τα αξιοποιεί μέχρι τέλους.
Επαναπροβολες:
Σιωπηλός Μάρτυς( Rear Window)
Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ
Παίζουν: Τζίμι Στιούαρτ, Γκρέις Κέλι, Θέλμα Ράιτερ, Βέντελ Κόρι
Περίληψη: Καθηλωμένος στο διαμέρισμά του με σπασμένο πόδι, ένας φωτορεπόρτερ παρακολουθεί βαριεστημένα από το παράθυρό του τους γείτονες. Όταν όμως γίνεται αυτόπτης μάρτυρας ενός φόνου ακριβώς απέναντι, προσπαθεί να εξιχνιάσει το έγκλημα με την αγαπημένη του.
Ένα ακόμα αριστούργημα του Άλφρεντ Χίτσκοκ και μια από τις πιο επιδραστικές ταινίες στο σινεμά του σασπένς σε επανέκδοση, με ψηφιακά αποκατεστημένες κόπιες.
Ο φωτορεπόρτερ Τζέφρις, καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι λόγω ενός σπασμένου ποδιού, διασκεδάζει την ανία του, παρακολουθώντας τους γείτονές του μέσα από το παράθυρο του διαμερίσματός του στη Νέα Υόρκη. Σύντομα, η συνήθειά του μετατρέπεται σε εμμονή, όταν υποψιάζεται ότι ο Λαρς, ένας άνδρας που μένει απέναντι, έχει σκοτώσει τη σύζυγό του. Δεν έχει όμως αποδείξεις και κανείς δεν τον πιστεύει. Τότε, ζητάει από την αρραβωνιαστικιά του Λίζα και από τη νοσοκόμα του Στέλλα, να τον βοηθήσουν να εξιχνιάσει το μυστήριο της εξαφανισμένης. Οι δυο γυναίκες καταστρώνουν λοιπόν ένα σχέδιο για να παγιδεύσουν τον ύποπτο άνδρα.
Με τον Τζέιμς Στιούαρτ και την Γκρέις Κέλι σε ρεσιτάλ ερμηνείας, η υποψήφια για τέσσερα βραβεία Όσκαρ ταινία του Χίτσκοκ εξερευνά τα όρια της περιέργειας, της ιδιωτικής ζωής και των ηθικών φραγμών, με αποκορύφωμα ένα συναρπαστικό και γεμάτο αγωνία φινάλε. Πολλοί σκηνοθέτες έχουν προσπαθήσει να μιμηθούν τις τεχνικές που χρησιμοποιεί ο μετρ του σασπένς σε αυτό το θρυλικό πλέον φιλμ, όμως ελάχιστοι έχουν καταφέρει να γυρίσουν ένα φιλμ τόσο ολοκληρωμένο και αδιαμφισβήτητα κλασικό.
Το Κουρδιστό Πορτοκάλι (A Clockwork Orange)
Σκηνοθεσία: Στάνλεϊ Κιούμπρικ
Παίζουν: Μάλκολμ Μακ Ντάουελ, Πάτρικ Μαγκί, Στίβεν Μπέρκοφ, Μάικλ Μπέιτς
Περίληψη: Στο εγγύς μέλλον, ο Άλεξ επιδίδεται με τη συμμορία του σε πράξεις βίας, χωρίς κανέναν ηθικό φραγμό. Συλλαμβάνεται όμως και υποβάλλεται σε μια ειδική «θεραπεία» πλύσης εγκεφάλου, ώστε να νιώθει αποστροφή σε οποιαδήποτε απόπειρα βίας.
H ταινία-σπουδή του Στάνλεϊ Κιούμπρικ πάνω στη βία, τόσο των συμμοριών όσο και του κράτους.
Ο δεκαπεντάχρονος 'Αλεξ απολαμβάνει τους βιασμούς, τα ναρκωτικά και την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν. Ως αρχηγός μιας συμμορίας εφήβων, περιπλανιέται στους δρόμους ενός δυστοπικού μέλλοντος, αναζητώντας φρικτές συγκινήσεις. Όταν συλλαμβάνεται και φυλακίζεται για την αποκλίνουσα συμπεριφορά του, το Κράτος αναλαμβάνει να τον αναμορφώσει.
Ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το ομότιτλο βιβλίο-μανιφέστο του Άντονι Μπάρτζες, υπογράφοντας μία από τις πιο σοκαριστικές κι επιδραστικές ταινίες όλων των εποχών. Προφητικός και εκκεντρικός, ο σπουδαίος δημιουργός σκηνοθετεί μια σπουδή πάνω σε όλες τις εκφάνσεις της βίας, με ιδιαίτερη βαρύτητα στον τρόπο αντιμετώπισής της από την πλευρά της πολιτείας και του σωφρονιστικού συστήματος, ταράζοντας τα νερά της εποχής του και προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις.
Το έργο βρίθει νοημάτων, συμβολισμών και μηνυμάτων, τα οποία υπογραμμίζονται έντονα από σωρεία σκηνοθετικών και οπτικών εφέ, με έναν τρόπο που παραμένει ριζοσπαστικός ακόμα και σήμερα.
Όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στην Αγγλία «Το κουρδιστό πορτοκάλι», εμφανίστηκε ένα κύμα μιμητών της ταινίας, με αποτέλεσμα να φτάσει το ζήτημα στα έδρανα της Βουλής. Ο Κιούμπρικ ισχυρίστηκε ότι «Η βία υπήρχε πάντοτε στην τέχνη, υπάρχει στη Βίβλο, στον Όμηρο, στον Σέξπηρ. Ουδέποτε ένα προϊόν τέχνης προκάλεσε κοινωνική ζημιά». Πικραμένος από τη σκληρή επίθεση που δέχτηκε το δημιούργημά του, απαγόρευσε ο ίδιος την προβολή του στη χώρα και η απαγόρευση αυτή κράτησε μέχρι τον θάνατό του.
Rashomon: Η Πύλη των Δαιμόνων (Rashomon)
Σκηνοθεσία: Ακίρα Κουροσάβα
Παίζουν: Τοσίρο Μιφούνε, Τακάσι Σιμούρα, Ματσίκο Κίο, Μασαγιούκι Μόρι
Περίληψη: Στην πύλη Ρασομόν, μια μέρα που η βροχή πέφτει άγρια στην ερειπωμένη από τις καταστροφές περιοχή, θα συναντηθεί ένας ξυλοκόπος, ένας μοναχός κι ένας χωρικός και θα διηγηθούν μια παράξενη και φρικτή ιστορία.
Το αριστούργημα του Ακίρα Κουροσάβα, που απέσπασε τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας (1951) και Τιμητικό Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας (1952).
Ένας ιερέας κι ένας ξυλοκόπος συζητούν έντονα στο ξέφωτο της Πύλης Ρασομό, μιας Πύλη στην αρχαία λεωφόρο Σουζάκου, που οδηγούσε στο Αυτοκρατορικό παλάτι της Ιαπωνίας. Όταν ένας χωρικός τους πλησιάζει προκειμένου να προστατευθεί από τη βροχή και συμμετέχει στη συζήτησή τους, μαθαίνει ότι ένας σαμουράι δολοφονήθηκε, η σύζυγός του βιάστηκε και ένας τοπικός ληστής είναι ύποπτος.
Οι δύο άνδρες αφηγούνται στον χωρικό όσα γνωρίζουν μέσα από φλας μπακ, στα οποία ο ληστής, η σύζυγος κι ο ξυλοκόπος λένε αυτά που είδαν, ή αυτά που νομίζουν ότι είδαν. Στη συνέχεια, ένα μέντιουμ εντοπίζει το πνεύμα του νεκρού σαμουράι. Ενώ οι ιστορίες είναι σε πλήρη ασυμφωνία, είναι απίθανο κάποιος από τους συμμετέχοντες να λέει ψέματα για προσωπικό συμφέρον, αφού και οι τρεις ισχυρίζονται πως είναι οι δολοφόνοι.
Αδιαφιλονίκητο αριστούργημα του παγκόσμιου κινηματογράφου, το «Ρασομόν» αποκάλυψε στο δυτικό κοινό μια άγνωστη κινηματογραφική ήπειρο - αυτή της Ιαπωνίας. Η δωδέκατη ταινία του Ακίρα Κουροσάβα, μ’ ένα απαράμιλλο σκηνοθετικό στυλ κι ένα υποδειγματικό σενάριο, που εδώ και δεκαετίες διδάσκεται στις κινηματογραφικές σχολές όλου του κόσμου, έχει ως θέμα τη σχετικότητα της αλήθειας και τις πολλαπλές υποκειμενικές εκδοχές της, με βάση τις διαφορετικές αφηγηματικές οπτικές γωνίες του καθενός.