Στις κινηματογραφικές πρεμιέρες της εβδομάδας ο Λίαμ Νίσον ξαναπιάνει για δέκατη τέταρτη φορά το όπλο του.
Ο μεγάλος σταρ του κλασικού χορού Σεργκέι Πολούνιν επιδίδεται σε παθιασμένες περιπτύξεις, ενώ δύο ελληνικές παραγωγές- η μία εκ των οποίων με άρωμα Άπω Ανατολής- έρχονται στις σκοτεινές αίθουσες.
Ο Μεσάζοντας (Blacklight)
Σκηνοθεσία: Μαρκ Γουίλιαμς
Παίζουν: Λίαμ Νίσον, Έινταν Κουίν, Έμι Ρέιβερ-Λάμπμαν, Τέιλορ Τζον Σμιθ, Κλερ βαν ντερ Μπουμ, Γκαμπριέλα Σένγκος
Περίληψη: O Τράβις Μπλοκ λειτουργεί παρασκηνιακά για λογαριασμό του FBI, έχοντας ως αποστολή να μεσολαβεί για να σώζει μυστικούς πράκτορες από επικίνδυνες καταστάσεις. Όταν βρεθεί μπλεγμένος στα δίχτυα μιας νοσηρής συνομωσίας, αρχίζει να αναρωτιέται πού βρίσκεται η αλήθεια. Μία αλήθεια που μπορεί να κλονίσει ακόμα και τον κώδικα τιμής του.
Ο Λίαμ Νίσον για δέκατη τέταρτη φορά ξαναπιάνει το όπλο, σε σκηνοθεσία του Μαρκ Γουίλιαμς (συνδημιουργού και παραγωγού σειράς «Ozark»).
Ο Τράβις Μπλοκ είναι συνεργάτης του FBI, ένας «μεσάζοντας», που η δουλειά είναι να διασώζει μυστικούς πράκτορες, όταν αυτοί βρίσκονται σε κίνδυνο. Ο ίδιος είναι πατέρας και παππούς, πάσχει από OCD, αλλά προσπαθεί να βρει την ισορροπία του και να διορθώσει τα λάθη του παρελθόντος, αναλαμβάνοντας ενεργό ρόλο στην ανατροφή της εγγονής του. Όταν μια φέρελπις πολιτικός σκοτώνεται αιφνίδια ένα βράδυ από ένα διερχόμενο όχημα, μια δημοσιογράφος αρχίζει να υποψιάζεται πως κάτι σκοτεινό υπάρχει πίσω από αυτή την τραγική «σύμπτωση». Ο Μπλοκ με τη σειρά του, αν και μέχρι εκείνη τη στιγμή κάνει τη δουλειά του χωρίς πολλές ερωτήσεις, συνειδητοποιεί ότι είναι μπλεγμένος σε μια σκοτεινή συνωμοσία, που μπορεί να απειλήσει ακόμα και την οικογένειά του.
Ο Γουίλιαμς παίρνει μια γνωστή συνταγή- ένας σκληροτράχηλος χαρακτήρας με παρελθόν και μια υπόθεση με έντονο πολιτικό παρασκήνιο- για να φτιάξει ακόμα μια action movie για τον Νίσον, που στα 69 του τρέχει και πυροβολεί χωρίς έλεος, βασισμένος σε μια σειρά από παράνομα πρότζεκτ υπό την εποπτεία του FBI τις δεκαετίες του ’60 και του’70, που είχαν στόχο την παρακολούθηση αμερικανικών πολιτικών οργανώσεων. Πράγματι κάνει ό,τι μπορεί για να αξιοποιήσει αυτό το στοιχείο και να φέρει στην επιφάνεια μια εν πολλοίς άγνωστη σελίδα της Αμερικανικής ιστορίας, μεταφερμένη βέβαια στο σήμερα, όμως τελικά όλα θυσιάζονται στον βωμό των κλισέ και των κοινοτοπιών, που θέλει το κοινό του Νίσον, ο οποίος δυστυχώς συνεχίζει να ξοδεύει το ταλέντο του σε ανούσιες περιπέτειες. Το περίεργο είναι πως πάντα ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες προσπαθεί να συνθέσει έναν χαρακτήρα που έχει τη δική του εσωτερική διαδρομή, και ο Γουίλιαμς φαίνεται πως αντιλαμβάνεται αύτη την ανάγκη, δίνοντάς του κάποιες πιο προσωπικές σκηνές, που όμως μέσα στο γενικό πανδαιμόνιο μάλλον λειτουργούν αρνητικά, ή απλώς δεν λειτουργούν καθόλου.
Το Πάθος (Passion Simple)
Σκηνοθεσία:Ντανιέλ Αρμπίντ
Παίζουν: Λετίσια Ντος, Σεργκέι Πολούνιν
Περίληψη: Μια χωρισμένη μητέρα μπλέκει σε μια εθιστική ερωτική σχέση με έναν Ρώσο διπλωμάτη, με τον οποίο δεν έχει κανένα κοινό. Η ζωή της συγκεντρώνεται στο πρόσωπο αυτού του άντρα, που δεν είναι παρά ένας γοητευτικός ξένος. Όταν έρχεται η μέρα που αυτός φεύγει για πάντα από τη Γαλλία, εκείνη συντρίβεται.
Η Ντανιέλ Αρμπίντ οδηγεί τη Λετίσια Ντος και το μεγαλο αστέρι του χορού Σεργκέι Πολούνιν σε έναν ερωτικό στρόβιλο, που εξερευνά τη σεξουαλική εμμονή.
«Στην αρχή, όταν ξυπνούσα, μου ήταν αδιάφορο αν θα ζούσα ή αν θα πέθαινα. Όλο μου το σώμα πονούσε από τη στέρηση», εξομολογείται η ηρωίδα της ταινίας, μια χωρισμένη μητέρα, που ανακαλύπτει ξαφνικά την μαγεία τους σεξ, μέσα από τη γνωριμία της με έναν άγνωστο Ρώσο διπλωμάτη. Εκείνος, παντρεμένος και ξέροντας πως η παραμονή του στη Γαλλία είναι περιστασιακή, την επισκέπτεται μέσα στη μέρα, χαρίζοντάς της άπειρες στιγμές ηδονής, αλλά τίποτα περισσότερο. Όταν έρχεται η ώρα να φύγει, εκείνη διαλύεται σωματικά και συναισθηματικά. Δεν μπορεί πια να φροντίσει τον εαυτό της, ούτε το παιδί της, δεν μπορεί να ζήσει τίποτα άλλο πέρα από μια εμμονική επανάληψη μιας ιστορίας, με έναν άνδρα, που εύκολα θα έλεγε κανείς ότι ανήκει στο φάσμα της ναρκισσιστικής διαταραχής.
Η Αρμπίντ που βασίζεται στο διάσημο best seller της Ανρί Ενρό, ισχυρίζεται ότι η ιστορία της υποστηρίζει το δικαίωμα της γυναίκας στην επιθυμία, στην πραγματικότητα όμως αυτό που αποτυπώνει είναι μια αξιοθρήνητη ύπαρξη, που κυριολεκτικά σέρνεται πίσω από ένα αδιάφορο, πανέμορφο αρσενικό, για να καταλήξει απόλυτο έρμαιό του. Η σκηνοθέτις, επηρεασμένη από τη χειραφετημένη και τολμηρή Ενρό, θέλει να πιστεύει πως η ηρωίδα της μαθαίνει τα όριά της, αλλά αυτό που εμείς βλέπουμε τελικά είναι μια γυναίκα που εθίζεται στην ταπείνωση και αυτοκαταστρέφεται από έναν αβαθή και επιπόλαιο ρομαντικό ιδεαλισμό, θεωρώντας πως η εκπλήρωση προκύπτει μόνο μέσα από την ένωσή της με τον άλλο, κυρίως δε όταν αυτός ο άλλος είναι ένας όμορφος και μυστηριώδης άνδρας.
Επιμένοντας να καταγράφει τις ερωτικές περιπτύξεις των πρωταγωνιστών της, η Αρμπίντ καλύπτει ένα μεγάλο μέρος της ταινίας με ηδονοβλεπτικές σκηνές, που δεν απαιτούν κανενός είδους υποκριτική πέρα από το θάρρος να τις εκτελέσει κανείς, αφήνοντας τελικά μόνη της την ευαίσθητη Λετίσια Κρος να υποστηρίζει σε μια τελευταία σεκάνς την εσωτερική διαδρομή μιας γυναίκας, που κατά βάση μόνο τη λύπηση προκαλεί.
Μια μέρα στη Σανγκάη (A Day in the Life of a Teddy Bear)
Σκηνοθεσία: Βασίλης Ξηρός
Παίζουν: Δημήτρης Μοθωναίος, Tu Hua, Feng Jiaqi, Zhang Zhen
Περίληψη: Ένας Έλληνας που δουλεύει στην Κίνα και μία Κινέζα που αποφασίζει να μετακομίσει στην Ευρώπη, περνούν μαζί μία μέρα, ακροβατώντας μεταξύ ονείρων, επιθυμιών και πραγματικότητας.
Μια ρομαντική κομεντί στους δρόμους της Σανγκάης με πρωταγωνιστές μια Κινέζα, έναν Έλληνα κι ένα αρκουδάκι!
Η Jinxi είναι μία βιολονίστα που ετοιμάζεται να μετακομίσει στη Βιέννη για να συνεχίσει τις μουσικές της σπουδές. Λίγο πριν την αναχώρησή της, προσπαθεί να διευθετήσει τις εκκρεμότητες στη Σαγκάη. Τη μέρα που ανακοινώνει στον φίλο της πως είναι έτοιμη να φύγει, γεγονός που θα τους οδηγήσει σε χωρισμό, ένα αρκουδάκι θα φέρει στον δρόμο της τον Πάνο, έναν Έλληνα αρχιτέκτονα που έχει εγκατασταθεί πρόσφατα στην πόλη. Περνώντας μια ολόκληρη μέρα στους δρόμους της πολύχρωμης Σανγκάης, οι δυο τους θα ανακαλύψουν πράγματα που δεν γνώριζαν.
Ο Βασίλης Ξηρός, έχοντας ο ίδιος διατελέσει Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στη Σανγκάη, περιπλανιέται με την κάμερά του στις γειτονιές της, άλλοτε σαν τουρίστας που γοητεύεται από την ιδιαιτερότητά της, και άλλοτε ως ντόπιος που γνωρίζει τις κρυφές της ομορφιές. Μέσα από αυτή τη ρομαντική βόλτα καταγράφει τις πολιτισμικές διαφορές, άλλα και τις ομοιότητες Ευρωπαίων και Ασιατών, ανατρέπει με χιούμορ στεγανά και κλισέ που έχουμε σχετικά με τον κόσμο της Άπω Ανατολής και δημιουργεί ένα χαριτωμένο παραμύθι, που στέκεται περισσότερο στον διάλογο παρά στη δράση, όπως δηλαδή συμβαίνει συχνά στις πρώτες συναντήσεις, είτε δυο μελλοντικών φίλων, είτε δυο υποψηφίων εραστών.
Με μια ανάλαφρη τρυφερότητα, χωρίς να αποφεύγει μια εκλαϊκευμένη - για να ταιριάζει στην ατμόσφαιρα μιας κομεντί- καταγραφή σκέψεων, που εκτείνονται από τον έρωτα μέχρι την παγκοσμιοποίηση, ο Ξηρός, αν και συχνά πλατειάζει χωρίς να εμβαθύνει τελικά σε κανένα από τα πολλά θέματα που το ζευγάρι του ανοίγει, μας κάνει συμμέτοχους σε ένα ραντεβού, από αυτά που όταν τελειώνουν δεν ξέρεις πώς πέρασε η ώρα.
Σελήνη, 66 Ερωτήσεις
Σκηνοθεσία: Ζακλίν Λέντζου
Παίζουν: Σοφία Κόκκαλη, Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Μαρία Ζορμπά, Νικήτας Τσακίρογλου
Περίληψη: Μετά από χρόνια απόστασης, η Άρτεμις επιστρέφει αναγκαστικά στην Αθήνα λόγω της εύθραυστης κατάστασης υγείας του πατέρα της. Αντιμέτωπη με έναν κατά βάση άγνωστο άνθρωπο και μια πρωτόγνωρη συνθήκη θα προσπαθήσει να αντεπεξέλθει όσο καλύτερα μπορεί.
To μεγάλου μήκους ντεμπούτο της Ζακλίν Λέντζου, που έκανε την πρεμιέρα του στο διαγωνιστικό τμήμα Encounters της Berlinale 2021 και απέσπασε το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Φεστιβάλ του Ρέικιαβικ.
Η Άρτεμη, μια νεαρή γυναίκα που χρόνια ζει στο Παρίσι αποξενωμένη από τον πατέρα της, όταν εκείνος αρρωσταίνει σοβαρά, επιστρέφει στο πατρικό της για να τον φροντίσει. Αναμοχλεύοντας το παρελθόν μέσα από μια σειρά από βιντεοκασέτες, όπου ακούγεται η αφήγηση της έφηβης φωνής της, προσπαθεί να καταλάβει τον άνδρα, που την γέννησε, ενώ της αποκαλύπτεται ένα μυστικό.
Δραματουργικά επηρεασμένη από το προσωπικό και νοσταλγικό ύφος του Αλέξανδρου Βούλγαρη, και σκηνοθετικά από την αισθητική του Weird Wave Cinema, κυρίως δε τον Γιώργο Λάνθιμο και τον Αλέξανδρο Αβρανά, η Λέντζου, αν και ανήκει σε νεότερη γενιά, φτιάχνει τη δική της κινηματογραφική γλώσσα, με βασικό άξονα τα άρρητα των οικογενειακών σχέσεων και την ενηλικίωση. Με σωστούς ρυθμούς και ενδιαφέρουσες λύσεις, αφηγείται την ιστορία της Άρτεμης και του Πάρη, καταθέτοντας μια διαφορετική εκδοχή οικογενειακής δραμεντί, χωρίς όμως να καταφέρνει μέσα από την ημερολογιακή της αφήγηση να εμπεριέχει την εποχή της, όπως δηλαδή κάνει ο Βούλγαρης, ούτε να βρει στην αποστασιοποιημένη σκηνοθετική γραμμή που ακολουθεί, τον τρόπο να κάνει ένα πιο οικουμενικό- κοινωνικό αλλά και πολιτικό- σχόλιο, όπως ο Λάνθιμος και ο Αβρανάς.
Παρ’ όλα αυτά στην πρώτη της μεγάλου μήκους αποδεικνύει ότι έχει αρετές, ικανότητες και ευαισθησία, αρκεί να βρει τη δική της φωνή και να διαχειριστεί καλύτερα τις σεναριακές της ιδέες.
Μπάντι, ο Ροκ Σταρ (Rock Dog 2)
Σκηνοθεσία: Μαρκ Μπάλντο
Με τις φωνές των (στα ελληικά): Πάνου Αποστολόπουλου, Γιάννη Στεφόπουλου, Ειρήνης Τσίγκα, Χρήστου Θάνου, Σοφίας Παναηλίδου κ.α
Περίληψη: Ο Μπάντι και η μπάντα του, οι Τρου Μπλου, είναι πλέον μεγάλες διασημότητες στο χωριό τους. Όταν τους δίνεται η ευκαιρία να κάνουν περιοδεία με τη διάσημη ποπ σταρ Λιτλ Φόξι, θα μάθουν ότι η φήμη έχει το τίμημά της.
Η δεύτερη περιπέτεια κινουμένων σχεδίων με πρωταγωνιστή τον παθιασμένο με τη μουσική καλλιτέχνη Μπάντι, από την πένα του σεναριογράφου του «Toy Story» Άλεκ Σoκολόου.
Ο Μπάντι, ανυποχώρητα αισιόδοξος, το μόνο που θέλει είναι να μοιραστεί τη μουσική του με τον κόσμο. Διχασμένος ανάμεσα στην επιθυμία να δημιουργήσει αυθεντική ροκ εντ ρολ, ή να συμβιβαστεί με την επιφανειακή λάμψη του να είναι απλώς διάσημος, πρέπει να αποφασίσει, αν η φήμη ενός ροκ σταρ αξίζει με κάθε κόστος.
Οι χαρακτήρες της ταινίας βασίζονται σε graphic novel του διάσημου κινέζου ροκ μουσικού Ζενγκ Τζουν, που έχει εμπνευστεί από τις προσωπικές εμπειρίες του. Ο ίδιος προοριζόταν για διεθνή καριέρα στις επιχειρήσεις, μέχρι τη μέρα που άκουσε τυχαία στο ραδιόφωνο τον Μπρους Σπρίνγκστιν. Από τότε αποφάσισε να αλλάξει ζωή και να μοιραστεί την αγάπη του για το ροκ εντ ρολ με τον κόσμο. Ταξίδεψε λοιπόν στο Πεκίνο, όπου έπαιζε μουσική στον δρόμο και κοιμόταν στο πάτωμα ενός φίλου του για να αποταμιεύσει χρήματα. Έτσι έχτισε σταδιακά την καριέρα του, μέχρι που ανελίχθηκε στην κορυφή της μουσικής βιομηχανίας της Κίνας.