Πολύ -αλλά πολύ- πριν οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι γίνουν σταρ μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πριν αποκτήσουν δικά τους hashtags, η Ροζίτα Σώκου ήταν η δημοσιογράφος που κάθε της λέξη γινόταν το viral της εποχής. Κανένας άλλος συνάδελφός της δεν απασχόλησε τόσο το κοινό -πόσοι στον κόσμο τόλμησαν να πουν γελοίο τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο;
Εχοντας γνωρίσει μυθικές προσωπικότητες, έχοντας κερδίσει νωρίς το πιστοποιητικό της βαθιάς καλλιέργειας και του εντυπωσιακού εύρους γνώσεων, αφέθηκε να εκφράσει χωρίς φίλτρα και δεύτερες σκέψεις την άποψή της για τα ιερά τέρατα της εποχής.
Η Ροζίτα Σώκου, που έφυγε σήμερα σε ηλικία 98 ετών από κορωνοϊό, προκάλεσε τρικυμίες, θυμούς, γκρίνιες, αποκαθηλώσεις. Οι συγκλονιστικές περιγραφές της για όσα έζησε, συχνά κατέληξαν σε χολερικά σχόλια που πίκραναν. Και δεν το μετάνιωσε ποτέ.
Ισως πάλι να ήταν αυτός ο τρόπος της να γίνει και η ίδια μέρος της βιογραφίας αυτών των προσώπων, να γίνει ισότιμη, να αποκτήσει το ηχείο της ίδια εμβέλεια. Όταν έχεις τον Μάρλον Μπράντο να σε αποκαλεί «βικτωριανή», τον Ομάρ Σαρίφ να χορεύει βαλς μαζί σου, σαγηνευμένος, τον Γιάννη Τσαρούχη να σου κάνει πρόταση γάμου, σίγουρα αισθάνεσαι ότι κάτι υψηλότερο από την κριτική και το ρεπορτάζ κομίζεις στον δημόσιο βίο.
Από την άλλη, στο τέλος της ζωής της ήταν έτοιμη να ξεσκίσει ακόμα και τον ίδιο της τον εαυτό. Ελεγε «Δεν έχω μυστικά, δεν θέλω να με θάψουν, θέλω να με κάψουν και να με πετάξουν στα σκουπίδια».
Η εγγονή του ιδρυτή της ΜΙΣΚΟ μεγάλωσε με Γαλλίδα γκουβερνάντα, πήγε στο Αρσάκειο, σπούδασε στην Οξφόρδη αμέσως μετά τον πόλεμο, έγινε ένα tomboy της εποχής και περνούσε τον χρόνο της σε βιβλιοθήκες, κινηματογράφους και θεατρικές αίθουσες.
«Λοχία μεγαλώνω, όχι κορίτσι», έλεγε η μητέρα της. Εξελίχθηκε σε μια νεαρή γυναίκα με πάντα κοντά τα μαλλιά, χοντρά γυαλιά μυωπίας, με φωνή χαρακτηριστικά στριγκή. Και μάγεψε με την καλλιέργεια και το σχεδόν αιρετικό της χιούμορ από τον Μάρλον Μπράντο ως τον Ομάρ Σαρίφ και τον Νουρέγιεφ. Τους θάμπωσε. Αναγκάστηκε να εργασθεί γυρίζοντας από τις σπουδές της στην Οξφόρδη, όταν ανακάλυψε ότι η μητέρα της μαζί με έναν δικηγόρο, με τον οποίο διατηρούσε ερωτικές σχέσεις, είχαν εξαφανίσει την περιουσία του πατέρα της. Ετσι μπήκε στη δημοσιογραφία, άνθησε όταν την εντόπισε η Ελένη Βλάχου της «Καθημερινής» και έφτασε να γίνεται γνωστή στο πανελλήνιο μέσα από την τηλεόραση και το «Να η ευκαιρία».
Ελεγε «ξέρω τι είναι Τέχνη, γιατί μου δημιουργεί μια μαγεία. Αυτό είναι το κριτήριό μου. Σπουδές στην κριτική κινηματογράφου δεν έκανα ποτέ. Αλλά όταν προχωράει μια ταινία και εκείνη την ώρα νιώθω μια ζέστη στο στομάχι, μια ζέστη που ανεβαίνει και θέλω, όλοι οι άνθρωποι που αγαπώ, να είναι μαζί μου, ε... τότε καταλαβαίνω πως ένα έργο είναι καλό».
Εφυγε από τη ζωή έχοντας συμπληρώσει τα 98 της χρόνια, χτυπημένη από τον κορωνοϊό. Τον χλεύασε και αυτόν, όμως ήταν αυτός που είχε τον τελευταίο λόγο.
«Άντε, καλέ, που θα φοβηθώ τον κορωνοϊό. Εμένα και να με πάρει, τι να με κάνει; Άλλωστε, από τους παλιούς μόνον εγώ και ο Ζάχος Χατζηφωτίου έχουμε μείνει. Εκείνος, μάλιστα, ανανεώνει κάθε τόσο το δίπλωμά του και οδηγεί κιόλας», έλεγε γελώντας.
Αξίζει να δούμε δύο σχέσεις της ζωής της, τόσο αντίθετες μεταξύ τους, αυτές με τον Νουρέγιεφ και τη Μελίνα Μερκούρη, που μαρτυρούν το εύρος της προσωπικότητάς της που αναμφισβήτητα είχε το πρόσημo του μυθιστορηματικού.
Η πρόταση γάμου του Τσαρούχη, η πρόταση συμβίωσης του Νουρέγιεφ
Όταν σπούδαζε για λίγο στη Σχολή Καλών Τεχνών, πριν φύγει για την Οξφόρδη, γνώρισε τον Γιάννη Τσαρούχη και συνδέθηκε στενά μαζί του. Της έκανε μαθήματα ζωγραφικής, σχεδίαζαν μαζί παραστάσεις, έγιναν συνένοχοι σε πολλά, σχεδόν ζούσε στο σπίτι της κατά την Κατοχή και έδωσε εκεί και την περίφημη παράστασή του που ντύθηκε γυναίκα για να τραγουδήσει την Τραβιάτα. Ο Τσαρούχης μάλιστα έκανε πρόταση γάμου στη Ροζίτα Σώκου, η οποία από νωρίς έκανε τεράστιες φιλίες, σχεδόν σχέσεις ζωής με ομοφυλόφιλους. «Γενικά, οι ομοφυλόφιλοι δεν με υπολόγιζαν όπως τις άλλες γυναίκες. Ίσως γιατί ήξερα και δεχόμουν. Δεν τους κόλλαγα, δεν τους άγγιζα», έχει πει.
Καρμική ήταν η σχέση της με τον κορυφαίο χορευτή της εποχής, τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ, που γνώρισε το 1982. Εζησαν σχεδόν ως ζευγάρι... Αυτή τον λάτρεψε, έγινε η σκιά του. Πάντα δίπλα του στις πρόβες και τις παραστάσεις του σε όλον τον κόσμο, να τον βλέπει, να του δίνει συμβουλές, οδηγίες, να τον διορθώνει, να τον εμπνέει. Της πρότεινε μάλιστα να συγκατοικήσουν στο σπίτι του στον Σηκουάνα, στη Quai Voltaire. Δεν δέχθηκε. Του είπε: «Στη δουλειά σου να σε βοηθήσω όσο θέλεις, αλλά ως εκεί. Εγώ δεν πήγα ποτέ με κάποιον που είχα έστω και την υποψία ότι έχει πάει μια φορά με άλλον άνδρα. Ο Νουρέγιεφ ήθελε κάτι περισσότερο, το ζητούσε με τον τρόπο του, αλλά αυτός ήταν ό,τι να ’ναι, φτάνει να ’ναι. Σαν τους Ανατολίτες, που θέλουν και το χαρέμι και το γιουσουφάκι τους. Δεν ήταν θηλυπρεπής αδελφή. Του άρεσαν και οι άντρες και οι γυναίκες. Εμένα μου φέρθηκε από την αρχή ως το τέλος θαυμάσια, αλλά συνήθως στις γυναίκες φερόταν σαν αγροίκος».
Συνδέθηκαν όμως πιο δυνατά ακόμα και από δυο εραστές. Της ζήτησε να γράψει βιβλίο για τη ζωή του και αυτή το έκανε. Όταν τον ρώτησε πώς την εμπιστεύεται τόσο απόλυτα, πώς δεν φοβάται ότι θα γράψει ψέματα για αυτόν, της απάντησε «πολύ αργά, αγαπητή μου. Ο μύθος μου έχει ήδη σχηματιστεί».
Πόσο παθιασμένη ήταν η σχέση τους; Αρκεί να διαβάσει κάποιος την εξής παράγραφο από το βιβλίο της που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Κάκτος: «Όταν μπήκα στο καμαρίνι, ήταν ήδη ξεβαμμένος, με πεντακάθαρο το κατάχλωμο, διάφανο δέρμα του. Τα μάτια του όμως, τα ανυπόφορα εκείνα μάτια που ποτέ δεν κατάλαβα τα ανάκατα χρώματά τους, πράσινα, κρασάτα, μελιά, παρά την καταφανή κούραση, αστραποβολούσαν. Πλησίασα κουμπωμένη και κάτι ψιθύρισα για να συστήσω την Εκάλη. Δεν περίμενα όμως τη δική του την κίνηση. Αδιαφορώντας για το τι του έλεγα, έσκυψε και με φίλησε στο στόμα».
Το άσβεστο μίσος για τη Μελίνα Μερκούρη
Βαθιά σοκαριστικός, χολερικός ήταν ο τρόπος που μιλούσε τα τελευταία χρόνια η Ροζίτα Σώκου για τη Μελίνα Μερκούρη, αν και είχαν στο παρελθόν συνεργαστεί και αισθανόταν ότι η Μερκούρη και ο Ντασέν την είχαν κοροϊδέψει. Ετσι δεν δίσταζε να χαρακτηρίζει τη Μερκούρη ελεεινή ηθοποιό, πρόστυχη, ανοργασμική. Να την κατηγορεί με τις πιο βαριές ηθικές εκφράσεις. Εχει πει, μεταξύ άλλων:
«Εμείς τη Μελίνα… τα ξέραμε όλα της τα κουτσομπολιά. Στα 17 της σηκώθηκε κι έφυγε και πήγε στην Κωνσταντινούπολη με τον Γιώργο Παππά, ο οποίος ήταν και κ…λάγνος! Θέλω να πω, ότι εμένα δεν με απασχολούσε καθόλου κι εγώ τη λάτρεψα όταν έκανε τη Στέλλα, παρότι σε όλη την Κατοχή τα είχε με τον πιο φανερό συνεργάτη των Γερμανών, τον Γιαδικιάρογλου, ο οποίος έδωσε σε συνάδελφο δικό μου ένα μπουκάλι λάδι κι εκείνος του έδωσε ένα χρυσό μενταγιόν με αλυσίδα και το φορούσε η Μελίνα και καμάρωνε»!
«Δεν ήξερε τι είναι οργασμός. Την πρώτη νύχτα του γάμου της με τον Χαροκόπο, της έφερε μια τσόντα για να καταφέρει κάτι».
«Εκμεταλλεύτηκε στυγνά τη χούντα για να γίνει σταρ, και μάλιστα ήταν μια από εκείνες που άσκησε κριτική στην Τζάκι Κένεντι, η οποία δεν… εκμεταλλεύτηκε αρκούντως τον θάνατο του JFK».
«Ήταν ελεεινή ηθοποιός. Μιλώ ανεξάρτητα από ό,τι ηθικό της έχω προσάψει. Στη "Μήδεια" ήταν ανυπόφορη. Ο μονόλογός της ήταν για να ξερνάνε οι πάπιες. Είχε νευριάσει, θυμάμαι, με την Ντένη Βλαχιώτη, που της είχε κάνει ένα υπέροχο κοστούμι, που αυτή τη στιγμή εκτίθεται στο Τόκυο. Για να της πάει κόντρα, αγόρασε στην Αμερική ένα πολύ λαϊκό κοστούμι. Όμως, σύμφωνα με το συμβόλαιο, έπρεπε στην πρόβα τζενεράλε να φορέσει της Ντένης. Πήγαινε λοιπόν μπροστά της, σήκωνε το κοστούμι και φυσούσε τη μύτη της για να δείξει πόσο την περιφρονεί... Μόνο στη "Στέλλα" ήταν καλή, γιατί είχε προσαρμόσει ο Κακογιάννης το ρόλο στο δικό της στυλ. Έκανε τον εαυτό της. Αυτό το ύφος είχε και στην πραγματικότητα. Ήταν πολύ κακή ηθοποιός. Έκανε νάζια επί σκηνής. Όταν την έβλεπα να παίζει, ντρεπόμουν που ήμουν γυναίκα...»