«Χωρίς την Ιζαμπέλ Ιπέρ, Βερενίκη δεν υπάρχει», μας λέει ο Ρομέο Καστελούτσι, λίγο πριν η θρυλική του παράσταση πάνω στο έργο του Ρακίνα έρθει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
Μιλάει για ένα έργο μνημείο μοναξιάς, για τη δύναμη της γλώσσας, για το κράτος που είναι πάντα εναντίον της αγάπης.
Υπάρχει κάτι το αναπόφευκτο στο σύμπαν που απαρτίζουν τα έργα του Ρομέο Καστελούτσι. Δεν διασκευάζει, δεν μεταφράζει, δεν αναπαριστά. Αντίθετα, χαράζει ρωγμές στο πρωτότυπο, το αφήνει να σπάσει, και μέσα από τις ρωγμές εμφανίζεται κάτι που μοιάζει πιο αληθινό, ή τουλάχιστον πιο σύγχρονο. Ναι, τελικά είναι και τα δύο.
Στη Βερενίκη του Ρακίνα, ο ρηξικέλευθος Καστελούτσι που αγαπά την υποκριτικά ριζοσπαστική Ιζαμπέλ Υπέρ, είδε κάτι που υπήρχε από πάντα εκεί, αλλά κανείς δεν είχε τολμήσει -ίσως και διανοηθεί- να το αγγίξει: την απόλυτη μοναξιά. Σκηνικά και αφηγηματικά, το έργο είναι ένας διάλογος ανάμεσα σε τρεις ανθρώπους που δεν μπορούν να είναι μαζί – μόνο που στην σκηνή τις λέξεις τις (εκ)φέρει μόνο ένας, για την ακρίβεια η μοναδική γυναίκα, η Βερενίκη.
Το έργο είναι μια ανυπέρβλητη σύγκρουση ανάμεσα στην αγάπη και την εξουσία. Ο Καστελούτσι – που έβαλε ακόμα και έναν πραγματικό μητροκτόνο μέσα στην Ελευσίνα, εκεί που στην αρχαιότητα απαγορευόταν να πατήσει το πόδι του όποιος είχε σκοτώσει αυτήν που τον γέννησε – δεν δίστασε να πάει την Βερενίκη ένα βήμα παραπέρα: αφαίρεσε τους πάντες, εκτός από την πριγκίπισσα που εγκαταλείπει ο Τίτος για να γίνει βασιλιάς. Άφησε μόνο τη φωνή της. Και ας την αγάπησε, πραγματικά ο Τίτος, όπως πιστεύει ο ίδιος ο Καστελούτσι. Δεν ήταν προδοσία, ήταν θυσία.
Η Βερενίκη είναι ένα μνημείο μοναξιάς
Ο Καστελούτσι στην οθόνη, στο «ζουμ» με τους έλληνες δημοσιογράφους, σκύβει για να ακούσει καλύτερα, απολογείται διαρκώς για τα κακά αγγλικά του όπως λέει, χαίρεται που ακούει έναν σκύλο να γαβγίζει στο βάθος, είναι πάντα ανεπανόρθωτα γοητευτικός – ο τονισμός, οι εκφράσεις του μεστώνουν τα λεγόμενά του και τα ανορθώνουν σαν μνημεία, ακόμα και αν τα αγγλικά του «διαλυμένα» όπως γκρινιάζει ο ίδιος. Όπως μνημείο είναι για αυτόν η Βερενίκη του Ρακίνα, μνημείο είναι η υποκριτική της Ιζαμπέλ Υπέρ. «Χωρίς την Ιζαμπέλ, Βερενίκη δεν θα υπήρχε», λέει.
Πώς έφτασε όμως στην εκδοχή της πριγκίπισσας που μας έδωσε ο Ρακίνας; «Δεν διάλεξα εγώ την Βερενίκη, η Βερενίκη με διάλεξε» λέει. Κάπως κλισέ, αλλά από το στόμα του ακούγεται ειλικρινές. «Αν πρέπει όμως να πω γιατί, τότε είναι λόγω της έλξης που ασκεί πάνω μου η ελληνική τραγωδία». Κυρίως όμως είναι εξαιτίας αυτής της ευλογημένης εμμονής του με την γλώσσα που έχει αναδείξει αμέτρητες κρυμμένες στιβάδες αριστουργημάτων της λογοτεχνίας και του θεάτρου.
«Η Βερενίκη είναι ένα υπέροχο έργο σε σχέση με τη δημιουργία μέσα στη γλώσσα, και είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα μνημείο μοναξιάς. Η γλώσσα γίνεται σαν τη σύγχρονη πραγματικότητα. Γι’ αυτό το λόγο, επέλεξα να διατηρήσω τον αρχικό και πολύ πιστό χαρακτήρα της Βερενίκης».

Τα πάντα γύρω από τη γλώσσα είναι πεδίο μάχης
Τον κατηγορούν, κυρίως στην Γαλλία, ότι αφάνισε την γλώσσα του Ρακίνα σε αυτή την παράσταση. Δεν τον νοιάζει. «Πήρα τη φιλοσοφία του Ρακίνα και την εξέφρασα με έναν πολύ σύγχρονο τρόπο. Ήμουν πολύ σεβαστικός προς κάθε λέξη, γιατί διατήρησα κάθε λέξη, κάθε κόμμα, του κειμένου που ανήκε σε έναν χαρακτήρα: τη Βερενίκη. Όλα τα υπόλοιπα είναι μια έρημος. Έλαβα υπόψη μου την ιδέα του Ρολάν Μπαρτ, σύμφωνα με την οποία τα πάντα γύρω από τη γλώσσα, είναι ένα είδος πεδίου μάχης».
Για να φέρει στην σκηνή την πριγκίπισσα Βερενίκη -που μιλά την εβραϊκή γλώσσα «μια γλώσσα σαν ομίχλη»- ως μια παρουσία που κάθε της πόρος εγγράφει την λέξη μοναξιά, έπρεπε να ανεβάσει στην ίδια σκηνή και μια φλόγα. Έτσι χαρακτηρίζει ο Καστελούτσι την Υπέρ.
«Γιατί για να αντιμετωπίσεις αυτό το έργο, χρειάζεσαι ένα άλλο μνημείο, αλλά και έναν άλλο άνθρωπο. Και η Ιζαμπέλ δεν είναι απλώς μια σπουδαία ηθοποιός, αλλά και μια ταυτολογική παρουσία: είναι το ίδιο το θέατρο. Το να την έχω πάνω στην σκηνή είναι σαν να έχω μια φλόγα. Σαν μια μεγάλη φωτιά στη μέση της σκηνής. Η Ιζαμπέλ Υπέρ είναι μια σπουδαία ηθοποιός, γιατί μπορείς να νιώσεις πάνω στη σκηνή, ακόμα και στην οθόνη, έναν άνθρωπο ριζοσπαστικό και πολύ γενναιόδωρο. Εκτεθειμένη, χωρίς προστασία».

Όπου υπάρχει κράτος δεν υπάρχει αγάπη
Στην κλασική ανάγνωση του έργου, η Βερενίκη είναι θύμα μιας πολιτικής απόφασης. Ο Τίτος, αυτοκράτορας της Ρώμης, αναγκάζεται να την εγκαταλείψει γιατί το κράτος δεν δέχεται ξένους. Η ιστορία τους είναι μια ερωτική τραγωδία. Για τον Καστελούτσι, ο αντίπαλος δεν είναι ο Τίτος. Είναι η Ρώμη. «Ο πραγματικός ανταγωνιστής είναι η ίδια η Ρώμη», λέει. «Η Ρώμη είναι το κράτος. Και όπου υπάρχει κράτος, δεν υπάρχει χώρος για την αγάπη.» Η φράση είναι ανατριχιαστικά σύγχρονη. Ο Καστελούτσι δεν κάνει ένα έργο εποχής. Μιλά για τον κόσμο μας.
«Στο δράμα, μπορείς να διαβάσεις για τη Βερενίκη, τον Αντίοχο και τον Τίτο, αλλά χωρίς πραγματικό ανταγωνιστή. Διαβάζοντας προσεκτικά συνειδητοποιείς ότι ο ανταγωνιστής είναι η Ρώμη, οι Ρωμαίοι, οι συγκλητικοί. Η Ρώμη αντιπροσωπεύει το κράτος. Το κράτος είναι σαν τον Λεβιάθαν. Και όπου υπάρχει το κράτος, δεν υπάρχει δυνατότητα για αγάπη. Η αγάπη είναι ενάντια στο κράτος, το κράτος είναι ενάντια στην αγάπη. Είναι μια δήλωση, μια αποκάλυψη. Αυτή είναι η σύνθεση των δύο κύριων δυνάμεων που συγκρούονται στην Βερενίκη του Ρακίνα, το κράτος και η αγάπη. Έχουν δύο εντελώς διαφορετικές γλώσσες».
Τα λόγια γίνονται δηλητήριο
Η γλώσσα της αγάπης, σε αυτή την περίπτωση, εκφράζεται από το συναίσθημα της Βερενίκης. Και τα λόγια γίνονται δηλητήριο, και τα λόγια γίνονται ολοένα και περισσότερο μια πληγή. Προκαλούν μια βαθιά πληγή. Η Βερενίκη είναι διάσημη γιατί είναι ένα δράμα χωρίς δράση, μόνο λόγια. Άνθρωποι παγιδευμένοι μέσα στα λόγια. Δεν μπορούν να κινηθούν.
«Η αγάπη είναι εναντίον του κράτους. Το κράτος είναι εναντίον της αγάπης.» Είναι μια διαπίστωση που φέρει το βάρος της τραγωδίας. «Ο νόμος του κράτους και η γλώσσα της αγάπης είναι ασύμβατα πράγματα. Και στην Βερενίκη, η αγάπη είναι απαγορευμένη, όχι με κανόνες, αλλά με κάτι πιο βαθύ. Δεν υπάρχει αγκαλιά, δεν υπάρχει φιλί, δεν υπάρχει άγγιγμα. Μόνο λέξεις. Και οι λέξεις γίνονται δηλητήριο».
Ο Ρομέο Καστελούτσι δεν πιστεύει στην άμεση πολιτική στο θέατρο. «Δεν είναι ο χώρος για ακτιβισμό», λέει. «Η τραγωδία αντιπροσωπεύει πάντα μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο δυνάμεις. Το κράτος εναντίον του σώματος. Και ο ήρωας, στις περισσότερες περιπτώσεις παραβιάζει τον νόμο, ακόμα και αν δεν το κάνει σκόπιμα. Προσωπικά δεν πιστεύω στον ακτιβισμό στο θέατρο, στην τέχνη. Για μένα, η τέχνη και το θέατρο -και αυτή είναι η ελληνική διδασκαλία- έχουν σχέση με το να στέκεσαι μπροστά σε μια παράσταση και να σκέφτεσαι. Πρέπει να αποφασίσεις για τη δική σου οπτική. Πρέπει να είσαι συνειδητός για το γεγονός ότι βλέπεις κάτι. Έτσι, η ίδια η πράξη του "βλέπειν" γίνεται ένα νέο ρήμα. Αυτό είναι η αρχή κάθε πολιτικής για μένα. Και αυτό είναι η δράση».

Στην Ιταλία έζησαν τις Liani di Piombo (Χρόνια του Μολύβδου) όπου υπήρξε ένας αγώνας με όπλα τη δεκαετία του ’70 και του ’80. Τον αποκαλεί εντελώς αντιπαραγωγικό. «Ο ένοπλος αγώνας ήταν μια θαυμάσια δικαιολογία για την εδραιωμένη εξουσία. Έτσι, είναι ένα είδος αντιστροφής της μοίρας. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η Βερενίκη έδωσε τη σωστή απάντηση. Έφυγε. Κατευθύνθηκε προς έναν άλλο πόλεμο, έναν παράλληλο πόλεμο».
Οπότε πρέπει να βρούμε ένα άλλο παιχνίδι; Έναν άλλο κόσμο; Και τι είναι πολιτική για τον Ρομέο Καστελούτσι;
«Για μένα, η πολιτική είναι κάτι πολύ πιο ριζοσπαστικό από την απλή διαμαρτυρία. Θεωρώ απολύτως νόμιμο και σωστό να βγαίνεις στους δρόμους να διαδηλώνεις, να αγωνίζεσαι στα δικαστήρια, στο κοινοβούλιο. Πιστεύω στη δράση. Όχι στην δράση μέσα στην τέχνη -δεν είναι ο κατάλληλος χώρος, γιατί είναι κάτι πολύ πιο εσωτερικό, πολύ πιο προσωπικό. Αλλά αυτή είναι η προσωπική μου άποψη, ε;».
Η έξοδος της Βερενίκης ως πολιτική πράξη
Η Βερενίκη, λοιπόν, δεν μάχεται. Δεν καταστρέφει. Δεν εκδικείται. Επιλέγει να φύγει. «Η απάντησή της είναι η αποχώρηση», λέει ο Ρομέο Καστελούτσι. «Αναστέλλει όλους τους κανόνες του παιχνιδιού. Δεν παίζει, γιατί αν παίξεις, ήδη έχεις χάσει». Η έξοδος της Βερενίκης είναι η απόλυτη πολιτική πράξη. Αντί να συγκρουστεί με το σύστημα, το εγκαταλείπει. «Δεν δέχεται τους κανόνες του κόσμου», λέει ο Καστελούτσι.
«Στρέφεται προς μια άλλη πραγματικότητα, μια άλλη γλώσσα». Και έτσι, στο τέλος, η Βερενίκη αποχωρεί. Δεν της έχει μείνει τίποτα, ούτε λόγια ούτε αγάπη, ούτε πατρίδα. Αλλά το πιο σημαντικό: δεν της έχει μείνει ούτε υποταγή. Στη Βερενίκη του Καστελούτσι, η έξοδος δεν είναι απώλεια. Είναι λύτρωση. Είναι θρίαμβος.
*26.03 - 30.03.2025 | Θέατρο στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης, που είναι επίσης συμπαραγωγός της διεθνούς παράστασης.