Σπαράγματα από τους τοίχους του κτιρίου στις οδούς Βρυάξιδος 11 και Ασπασίας στο Παγκράτι που πλέον έχει γκρεμιστεί, ανασυντέθηκαν με τον μοναδικό τρόπο της Ρένας Παπασπύρου και δημιούργησαν έναν γωνιακό τοίχο που εκτίθεται πλέον στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
Mάρτης του 2020, πρώτες μέρες της καραντίνας. Η σπουδαία εικαστικός και καθηγήτρια στην ΑΣΚΤ -έχει διδάξει και επηρεάσει καθοριστικά μερικούς από τους σημαντικότερους νέους δημιουργούς- η Ρένα Παπασπύρου, σχεδόν κάθε πρωί έστελνε το απαραίτητο μήνυμα με την ένδειξη «6» με το κινητό της, έπαιρνε το κόκκινο καρότσι της λαϊκής, ένα μαχαίρι στην τσάντα, και έβγαινε στον δρόμο, στο Παγκράτι. Προορισμός δεν ήταν η αγορά, το καλάθι δεν γέμιζε με λαχανικά και τρόφιμα, το μαχαίρι δεν ξερίζωνε χόρτα από τα πάρκα της περιοχής. Γέμιζε το κόκκινο καρότσι με μεγάλες σελίδες χαρτιού, όπου πάνω τους κολλούσε ως πλέον ξέφτια της αστικής ζωής, ως σελίδες ημερολογίου, ως ίχνη βιωμάτων, κομμάτια από τον τοίχο της μονοκατοικίας στην γωνία της οδού Ασπασίας με την Βρυαξίδος 11. Μιας μονοκατοικίας που είχε ήδη αρχίσει να γκρεμίζεται για να ορθωθεί στη θέση της ένα νέο κτίριο.
Τι γίνονται τα σπίτια όταν γκρεμιστούν;
Η Ρένα Παπασπύρου, εδώ και 50 χρόνια ασχολείται αποκλειστικά με το αστικό τοπίο και έχει μπει με μοναδικό τρόπο στον γοητευτικό κόσμο των αποτοιχίσεων δημιουργώντας έργα Τέχνης που αιφνιδιάζουν κάθε φορά τον θεατή με νέες προσωπικές αναγνώσεις. Από την Κυριακή 8 Μαρτίου ως την Παρασκευή 15 Μάη του 2020, μέσα στις άγριες μέρες του πρώτου lockdown που πάγωσε τον κόσμο, κάθε μέρα αποκολλούσε μέρη του τοίχου στην γωνία της μονοκατοικίας με το άγχος να προλάβει αφού το κτίριο επρόκειτο να κατεδαφιστεί. Τα συνέλλεγε, τα κολλούσε ξανά πάνω σε ειδικά χαρτιά (όταν αυτά εξαντλήθηκαν και δεν μπορούσε να τα προμηθευτεί αφού τα καταστήματα ήταν κλειστά, συνέχισε κολλώντας τα σπαράγματα του τοίχου πάνω σε εφημερίδες) και τα μετέφερε στο εργαστήριό της. Ετσι, όταν ολοκληρώθηκε αυτή τη διαδικασία συνέθεσε μια γωνία, δύο τοίχους που ενώνονται, 15 τ.μ., που βρίσκεται πλέον μέσα στην Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Μπαίνοντας στο φουαγιέ, σε έλκει αυτή η γωνία, ουσιαστικά αυτό που υπήρχε πίσω από την όψη του κτιρίου επί της Βρυάξιδος 11 και Ασπασίας που ως έργο φέρει τον υπότιτλο «Η άγνωστη όψη». Βλέπεις να εισβάλλει στον χώρο, να εγκαθιδρύεται όχι το φάντασμα αυτού που υπήρξε μια κατοικία, αλλά η εσωτερική του φωνή. Το έργο επιμελήθηκαν οι Αφροδίτη Παναγιωτάκου, Γιώργος Τζιρτζιλάκης και Χριστόφορος Μαρίνος.
«Ηταν κομμάτια σοβά πάνω στα οποία κολλούσα ένα κομμάτι χαρτιού και μετά το ξεκολλούσα και το έφερνα στο σπίτι. Κάθε μέρα ξεκολλούσα ένα νέο κομμάτι» λέει η Ρένα Παπασπύρου, που συχνά είχε και μια αγωνία μικρού παιδιού στην όλη διαδικασία, να προλάβει να ξεκολλήσει το υπέροχο μοβ, να μην χάσει το κομμάτι με τα μηνύματα. «Πάνω στους τοίχους υπήρχαν γκράφιτι, που οξείδωσαν την επιφάνεια, υπήρχαν γραμμένα τηλέφωνα, ονόματα. Περνούσαν φίλοι και μου έγραφαν μηνύματα «φιλιά Ρένα», επειδή δεν βλεπόμασταν λόγω της καραντίνας. Είχε το ενδιαφέρον μιας αόριστης επικοινωνίας όλη η διαδικασία. Ένα ημερολόγιο ήταν, αλλά και ένας σκοπός. Για πρώτη φορά με αυτό τον τρόπο είδα την πίσω όψη της επιφάνειας που έβλεπα κάθε μέρα όταν απλώς περπατούσα στον δρόμο πλάι στο σπίτι. Καθώς προχωρούσε η αποκόλληση έβγαιναν διαρκώς στην επιφάνεια νέα στρώματα, έβλεπα πολλές εποχές, πολλές χειρονομίες σε διαφορετικές φάσεις της πόλης. Αυτό αποτυπωνόταν πάνω στους τοίχους».
Είμαι όσα έχω ξεχάσει
Η Ρένα Παπασπύρου δούλεψε μέχρι το ύψος που έφτανε η ίδια, ξεκολλούσε με το μαχαίρι που έμπηγε στον τοίχο σπαράγματα ,χωρίς να χρησιμοποιήσει σκάλες. Συχνά προχωρούσε ακόμα πιο βαθιά και ανακάλυπτε κάτι νέο. Βλέποντας τώρα τον γωνιακό τοίχο που σαν νησί έχει αναδυθεί στο ισόγειο της Τέχνης, τον πλησιάζεις αρχικά σαν να είσαι πραγματικά ένας περαστικός στον δρόμο στο Παγκράτι. Η γενική, γοητευτικά άναρχη εικόνα των χρωμάτων, των σοβάδων που έχουν μετακινηθεί, της σκόνης του χρόνου που πέρασε πάνω από την Αθήνα αρχίζουν όμως να σε έλκουν να πας πιο κοντά. Και έτσι, πλησιάζεις σκύβεις και βλέπεις τις ημερομηνίες -είπαμε, ο τοίχος είναι σαν σελίδες ημερολογίου καραντίνας της Παπασπύρου- διαβάζεις μηνύματα φίλων της, σκόρπιες φράσεις από δημοσιεύματα της Καθημερινής, στέκεις έκπληκτος σε κάποια χρώματα. Και θέλεις με το δάχτυλο να αγγίξεις αυτή τη μισοσβησμένη φράση που λέει «είμαι όσα έχω ξεχάσει», φράση που βρίσκεται σχεδόν πριν την τομή του τοίχου του Παγκρατίου με αυτόν της Στέγης. Δεν ξέρεις αν μιλάει το σπίτι και όσα είδε στο πέρασμα των δεκαετιών ή ο ίδιος σου εαυτός και όσα έχασε τα τελευταία δύο χρόνια -είμαι όσα έχω ξεχάσει.
«Αποτυχίζοντας» την απόγνωση
Ο τοίχος με την συμπαράθεση των σπαραγμάτων που βλέπουμε στη Στέγη, δεν υπήρξε ποτέ. Όμως, δεν είναι πλέον ούτε της Παπασπύρου, είναι του θεατή. Ο δικός του καμβάς. Βλέπει τα χρώματα, τις υφές που βαθαίνουν, κάποια στιγμή μετά από λίγη ώρα, κοιτώντας τις γαλάζιες και τις ασημί επιφάνειες, μου φάνηκε ότι έβλεπα σε ένα σημείο του τοίχου μια θάλασσα και ακριβώς από πάνω με άσπρες γραμμές να σχηματίζεται κάτι σαν μικρό παρεκκλήσι. Το είπα στον διπλανό μου που κούνησε το κεφάλι αποδοκιμαστικά, αφού ο ίδιος διάβαζε τις φράσεις που ήταν κρυμμένες κάτω από την επιφάνεια. Είναι αυτός ο αβίαστος τρόπος της Ρένας Παπασπύρου να προσφέρει το έργο της σαν έναν καθρέπτη που κάτι δικό μας θα βρούμε μέσα του. Ή μάλλον, δεν θα του βρούμε, αλλά θα το αναζητήσουμε και ίσως και θα το αναπαραστήσουμε.
Όπως γράφουν οι επιμελητές της έκθεσης Γιώργος Τζιρτζιλάκης και Χριστόφορος Μαρίνος στο σημείωμα για το έργο «για να δανειστούμε τον πολυσήμαντο νεολογισμό του ποιητή Νίκου Καρούζου, τα σπαράγματα της Παπασπύρου “αποτυχίζουν την απόγνωση”. Που σημαίνει ότι αναιρούν, “οδηγούν στην αποτυχία” την απεγνωσμένη καθημερινότητα του εγκλεισμού και τις περιχαράκωσης, προσφέροντας έτσι ανάταση και διαφυγή». Το σπίτι αυτό δεν είναι τυχαίο, αλλά ήταν σαν μια διαρκή οπτική αναφορά για την Ρένα Παπασπύρου. Μια σταθερά. Το έβλεπε ήδη από την παιδική της ηλικία, να κατοικείται από οικογένειες, μετά να γίνεται ωδείο. Τα τελευταία χρόνια έστεκε εγκαταλειμμένο, με τα παράθυρα ανοιχτά «σήκωνα την εγγονή μου ψηλά στα χέρια μου για να δει μέσα», λέει.
Όπως λέει ο Γιώργος Τσιρτζιλάκης, «η Ρένα είναι μια αρχαιολόγος του παρόντος, με τον πιο απόλυτο και διεισδυτικό τρόπο που μπορεί κανείς να φανταστεί». Η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση και εκ των επιμελητών του έργου, λέει ότι η σχέση του Ιδρύματος με την Ρένα Παπασπύρου δεν τελειώνει εδώ, αλλά ουσιαστικά ξεκινάει. Εργα της Ρένας Παπασπύρου θα μπουν στην Συλλογή του Ιδρύματος Ωνάση που συνεχίζει να εμπλουτίζεται, δανείζει διαρκώς έργα όταν της ζητηθεί για εκθέσεις, ενώ σύντομα αναμένεται να αποκαλυφθεί πλήρως στο κοινό. Η παρουσίαση του έργου συνοδεύεται από έναν εξαιρετικό δίγλωσσο κατάλογο με φωτογραφίες που καταγράφουν την πορεία του έργου πριν καν αρχίζει η διαδικασία της αποτοίχισης, μέχρι την τελική τοποθέτηση. Εντάσσεται στο σύνολο των μονογραφιών καλλιτεχνών που δημιουργεί και ως εκδότης πλέον το Ιδρυμα Ωνάση. Η αρχή έγινε με τον Γιάννη Βαρελά, τώρα είναι η σειρά της Ρένας Παπασπύρου και θα ακολουθήσει ο Ηλίας Παπαηλιάκης.