Μετά τις άκρως επιτυχημένες παραστάσεις του «Φάρου» ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος συνεργάζεται και πάλι με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη σε ένα θρυλικό κείμενο του σύγχρονου θεάτρου.
«Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» του Έντουαρντ Άλμπη από 12 Οκτωβρίου στο θέατρο Αθηνών, με μια σπουδαία παρέα επί σκηνής, Μαρία Πρωτόπαππα, Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, Ντάνη Γιαννακοπούλου, Προμηθέα Αλειφερόπουλο.
Δύο ζευγάρια ξενυχτούν, πίνουν και κατασπαράζονται
Δυο ζευγάρια ξενυχτούν, πίνουν και παίζουν, με απρόβλεπτη εξέλιξη. Ακόμα ένα στοίχημα για τον ταλαντούχο Προμηθέα Αλειφερόπουλο, όχι μόνο για την πρεμιέρα, αλλά για την κάθε παράσταση χωριστά, όπως αναφέρει μιλώντας στο iefimerida.gr
«Κάθε καινούρια παράσταση είναι ένα στοίχημα και λέγοντας παράσταση εννοώ την παράσταση της κάθε μέρας. Στη δουλειά μας το μεγαλύτερο στοίχημα δεν είναι να συλλάβουμε και να δημιουργήσουμε μια παράσταση αλλά να τη διατηρήσουμε ζωντανή, αληθινή πάνω στη σκηνή ενώ την επαναλαμβάνουμε αμέτρητες φορές. Να καταφέρουμε να μην την επαναλαμβάνουμε αλλά να την εξερευνούμε ξανά και ξανά σα να μην ξέρουμε που θα καταλήξει. Το συγκεκριμένο έργο φυσικά κουβαλώντας μια μυθολογία πρωτοφανή για έργο του 20ού αιώνα, ισορροπώντας ανάμεσα στο ρεαλισμό και το παράλογο, φαντάζει ως μια ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση αλλά το ζητούμενο είναι πάντα το ίδιο».
Ακόμα μία συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, μετά τον εξαιρετικό «Φάρο». Καλοί συνεργάτες ή καλοί φίλοι; «Πλέον μπορώ να πω με σιγουριά και τα δύο».
Αλειφερόπουλος: Ο Μαρκουλάκης σαν συμπαίκτης είναι εξαιρετικά γενναιόδωρος
Πώς είναι να σας σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης; «Η εμπειρία μου με τον Κωνσταντίνο είναι να με σκηνοθετεί αλλά και ταυτόχρονα να παίζει μαζί μου. Αυτό είναι μια πολύ διαφορετική εμπειρία. Μιλάμε για έναν άνθρωπο ευφυή και χαρισματικό, με πολύ δυνατό φως και συνεχώς αυξανόμενη γλυκύτητα. Η πρόβα μαζί του είναι υγιής, διασκεδαστική, υψηλής ενέργειας και απόδοσης. Μετά τις δύο σαιζόν που περάσαμε μαζί στο «Φάρο» οι κώδικες επικοινωνίας έχουν αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό και ο χρόνος απόκρισης έχει μειωθεί. Σαν συμπαίκτης είναι εξαιρετικά γενναιόδωρος, πιάνεις τα μάτια του να λάμπουν από χαρά όταν σε βλέπει να παίρνεις τον έλεγχο της σκηνής και είναι ο πρώτος που θα αντιληφθεί ότι βρίσκεσαι σε καλή μέρα και θα σε τροφοδοτεί μέχρι να φτάσεις στην υψηλότερη δυνατή θερμοκρασία».
Πρόσφατα αναμετρηθήκατε και εσείς με τη σκηνοθεσία σε μία εξαιρετικά πετυχημένη παράσταση που είδαμε στη Λυρική, θα υπάρξει συνέχεια; «Η «Πρώτη Αγάπη» ήταν μια εξαιρετικά χρήσιμη εμπειρία για μένα. Δούλεψα πάνω σε ένα είδος με το οποίο δεν είχα καμία σχέση, με λυρικούς τραγουδιστές που καλούνταν να παίξουν 45 λεπτά καθαρής πρόζας και άλλα τόσα χορογραφημένου τραγουδιού. Η δύσκολη αλλά πολύ δημιουργική αυτή διαδικασία με έβγαλε από ένα comfort zone που αναπόφευκτα μπαίνεις μετά από αρκετά χρόνια δουλειάς, σε διαφορετικά μεν έργα και ρόλους, αλλά πάντα από το πόστο του ηθοποιού. Με έφερε αντιμέτωπο με μια απροθυμία, μια ανασφάλεια που είχα απέναντι στη σκηνοθεσία και ξύπνησε μέσα μου την επιθυμία να το δοκιμάσω και πάλι στο μέλλον. Μετά την πρεμιέρα μας στο Θέατρο Αθηνών θα μπω σε σκέψεις και κουβέντες για επόμενα έργα».
Προέρχεστε από οικογένεια με σχέσεις στο σανίδι. Ηταν αποφασισμένη από νωρίς η πορεία σας ή ανακαλύψατε μεγάλος την κλίση σας; «Δεν ξέρω πόσο επηρέασε η σχέση της οικογένειάς μου με το θέατρο το γεγονός ότι κατάλαβα σε μικρή ηλικία το ενδιαφέρον μου για την υποκριτική. Τουλάχιστον σε συνειδητό επίπεδο. Η οικογένεια -με την έννοια των ιδιαίτερων προσωπικοτήτων και συνθηκών- σίγουρα με διαμόρφωσε και με επηρέασε στο να αναπτύξω την όποια κλίση μου, αλλά αυτό νομίζω ισχύει για τον καθένα. Δοκίμασα τη σκηνή πρώτη φορά κάπου στα δώδεκα. Μετά από αυτό ήξερα ότι θέλω να παίζω, όχι πώς και τι, αλλά το ήξερα. Στο λύκειο άρχισα λίγο να γράφω, λίγο να σκηνοθετώ, έκανα ταινιάκια με μια high8, ονειρευόμουν να σπουδάσω κινηματογράφο στο εξωτερικό. Αλλά από παιδί μέχρι και τώρα θέλω να παίζω».
Παρότι έχετε περάσει διαστήματα στο εξωτερικό ζείτε και εργάζεστε στην Αθήνα. Τι αγαπάτε στην πόλη, τι σας ενοχλεί; «Δεν δένομαι ιδιαίτερα με τις πόλεις. Μου αρέσει να ταξιδεύω πολύ, ευχαρίστως θα ταξίδευα αν ήταν δυνατό 6 μήνες το χρόνο και τους περισσότερους από αυτούς έξω από τις πόλεις. Στην Αθήνα γεννήθηκα και μεγάλωσα, παρότι ο πατέρας μου με θέρμη μου υπενθύμιζε πάντοτε πως είμαι Σπαρτιάτης. Εδώ είναι το σπίτι μου και εδώ νιώθω πιο εξοικειωμένος με το αστικό περιβάλλον. Λατρεύω τις γωνιές που η Αθήνα θυμίζει ακόμα πως είναι μια αρχαία πόλη. Αγαπώ το φαγητό της, τα μπαρ και τα καφέ της. Με ενοχλούν οι λακκούβες στους δρόμους της και η αγένεια, όπου και αν τη συναντώ».
«Φοβάμαι μην σταματήσει ο γιος μου να χαμογελά όταν με βλέπει»
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος του ηθοποιού και ποιος του γονιού-Προμηθέα Αλειφερόπουλου; «Σαν ηθοποιός φοβάμαι μην χάσω τη δίψα μου για ρίσκο και εξέλιξη. Σαν γονιός μη σταματήσει ο γιος μου να χαμογελά όταν με βλέπει».
Τι θα βρει κάποιος στο καμαρίνι σας; «Καπνό, καφέ, το κείμενο από τις πρόβες, αδιάβροχο για τη μηχανή».
ΘΕΑΤΡΟ ΑΘΗΝΩΝ / Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ του Έντουαρντ Άλμπη
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
Μετάφραση:Τζένη Μαστοράκη
Σκηνικά:Αθανασία Σμαραγδή
Φωτισμοί:Αλέκος Γιάνναρος
Κοστούμια: Μαρία Κοντοδήμα
Μουσική:Μίνως Μάτσας
Βοηθοί σκηνοθέτη:Στέλλα Ψαρουδάκη - Νίκος Μανουσάκης
Επιμέλεια προγράμματος: Νίκος Μανουσάκης
Φωτογραφίες: Ελίνα Γουνανλή
Παραγωγή: Κάρολος Παυλάκης
Διανομή (με σειρά εμφάνισης) Μάρθα: Μαρία Πρωτόπαππα / Τζωρτζ: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης / Χάνι: Ντάνη Γιαννακοπούλου / Νικ: Προμηθέας Αλειφερόπουλος
Δύο ζευγάρια αλληλοεξοντωνονται επί σκηνής
Ο Τζωρτζ κι η Μάρθα είναι οι Παίκτες: στήνουν όλα τα παιχνίδια αλληλοεξόντωσης, εμπλέκουν τον Νικ και τη Χάνι, το νεαρό ζευγάρι, στήνουν παγίδες, ξεσκίζουν και ξεσκίζονται. Και μόνον έτσι επιβιώνουν. Είναι παντρεμένοι πάνω από είκοσι χρόνια, κι η οικειότητα τους, όπως πάντα, γεννά περιφρόνηση. Εκείνος είναι ένας παραιτημένος καθηγητής ιστορίας σε Πανεπιστήμιο κι εκείνη κόρη του Πρύτανη. Μετά από μια δεξίωση του πατέρα της, η Μάρθα προσκαλεί το νεαρό ζευγάριστο σπίτι τους γιατί «ο Μπαμπάς είπε να τους φερθούμε καλά». Στο ξημέρωμα, όταν το πάρτι τελειώσει, κανείς τους δεν είναι πια ο ίδιος. Κι ό,τι έχει γκρεμιστεί, πρέπει να χτιστεί ξανά, με θεμέλιο την αλήθεια. Και την αγάπη.
Who's Afraid of Virginia Woolf?”
Το Who's Afraid of Virginia Woolf? ανέβηκε για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη το 1962 κι έγινε πολύ μεγάλη επιτυχία, προκαλώντας μεγάλη αίσθηση και αποσπώντας τα βραβεία Tony και Drama Critic’s Circle.Από τότε παρουσιάζεται συνεχώς με μεγάλη επιτυχία σε όλο τον κόσμο, και στην Ελλάδα, όπου έχει ανέβει αρκετές φορές, από την πρώτη του Καρόλου Κουν το 1965.
Η φετινή εκδοχή, η πρώτη, μετά από πολλά χρόνια, σε κεντρικό θέατρο, έρχεται να επιβεβαιώσει τη δυναμική του έργου, καθώς, σ’ έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, υπάρχει κάτι που δεν αλλάζει: τα ζευγάρια θα είναι πάντα οι αποτελεσματικότεροι μονομάχοι. To 1966, ο Mike Nichols, σκηνοθέτησε την κινηματογραφική μεταφορά, με τον Richard Burton και την Elizabeth Taylor ένα διάσημο ζευγάρι, θρυλικό για τις συζυγικές του αψιμαχίες Η ταινία απέσπασε δύο Όσκαρ.
Ποιος δεν φοβάται να ζήσει χωρίς ψευδαισθήσεις;
Ο τίτλος του έργου είναι παράφραση του τραγουδιού Who’s Afraid of the Big Bad Wolf? από την ταινία κινουμένων σχεδίων του Walt Disney «Τα τρία γουρουνάκια» Ο Άλμπη, είδε τη φράση γραμμένη στον τοίχο της τουαλέτας ενός μπαρ. Η αντικατάσταση του λύκου (wolf) με το όνομα της αυτόχειρα Αγγλίδας συγγραφέα Virginia Woolf, μετατρέπει το ερώτημα για τον κακό λύκο στο ερώτημα: ποιος δεν φοβάται να ζήσει χωρίς ψευδαισθήσεις;