Δεν χρειάζεται να αγαπάς πολύ το θέατρο, να είσαι τακτικός επισκέπτης του, για να γνωρίζεις τον Δημήτρη Λιγνάδη.
Στη συνείδηση του κοινού, είναι ο ηθοποιός και σκηνοθέτης που με το που θα εμφανισθεί, ακαριαία προκαλεί τη συνθήκη της θεατρικής μέθεξης. Ποιος πραγματικά είναι ο από σήμερα καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου;
Αν μου ζητήσεις -σαν να είναι απολύτως επείγον να απαντήσω αμέσως αλλιώς κάποιος θα πατήσει ένα κόκκινο κουμπί και θα εξαφανιστεί ένα νησί κάπου στον κόσμο- να ανακαλέσω δυο στιγμές από όσα ξέρω για τον Δημήτρη Λιγνάδη, δεν θα περιγράψω δυο ερμηνείες του. Γιατί η πορεία του Λιγνάδη στο θέατρο είναι ένα συνεχές τοπίο, εικόνες που με ένα ανεπαίσθητο κλικ ακολουθούν η μία την άλλη σαν αυτά τα παιχνίδια που είχαμε μικροί, τα κόκκινα viewmasters. Πεδιάδες και βουνοκορφές και παραλίες και μνημεία, φέτες πραγματικής ζωής. Αν ήταν πραγματικά επείγον να απαντήσω ακαριαία, θα στεκόμουν σε δυο σκηνές.
Η αρχαία Δωδώνη, ο Δημήτρης Λιγνάδης και η Μαντόνα
5 Ιουλίου 2019. Δυο μέρες πριν τις εθνικές εκλογές. Τρεις ώρες πριν την πρεμιέρα της παράστασης «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη στην αρχαία Δωδώνη –η παράσταση που έμελλε να γίνει η σαρωτικά αγαπημένη και επιτυχής του φετινού καλοκαιριού. Επί 90 λεπτά βρισκόταν διαρκώς στη σκηνή στον σπουδαίο ρόλο που ονειρευόταν δυο χρόνια να παίξει. Όμως τώρα, είμαστε λίγες ώρες πριν την πρεμιέρα. Εχει μόλις τελειώσει μια διδασκαλία-συζήτηση-μάχη με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, κάθεται μπροστά σε έναν μικρό στρογγυλό καθρέπτη σαν και αυτόν που κουβαλούσαν στο νεσεσέρ οι μανάδες μας το καλοκαίρι και βάφεται για την παράσταση και κάπως έτσι, ενώ κοιτά τον μικρό στρογγυλό καθρέπτη και βάζει πηχτό μαύρο μολύβι στα μάτια, με εντοπίζει να περιφέρομαι στα παρασκήνια. Πετάγεται, έρχεται προς το μέρος μου και «πες μου, τι μαθαίνεις; Τι θα γίνει την Κυριακή;». Ο διαρκώς παρών πολίτης, ο μέσα στον κόσμο τούτο και όχι πέραν του κόσμου τούτου καλλιτέχνης που ενδιαφέρεται για τις εκλογές χωρίς να καίγεται στον ναρκισσισμό του ρόλου. Ο πρωταγωνιστής που βγαίνει από το σπηλαιώδες κουκούλι που έφτιαξε πριν την παράσταση για να μιλήσει για το εδώ και τώρα.
Η δεύτερη σκηνή είναι χρόνια πριν. Σε ένα καφέ, όχι αυτά τα αστικά-σικ, της Αθήνας, κοντά στο κτίριο Τσίλερ του Εθνικού Θεάτρου. Παρακμιακά-σικ. Κάνουμε μια συνέντευξη και ξαφνικά ακούγεται το νέο single της Μαντόνα που μόλις έχει κυκλοφορήσει. Μόλις όμως. Time goes by so slowly. «Μα είναι υπέροχο άκουσέ το» λέει διακόπτοντας τον ειρμό της πρότασης, που έμεινε μετέωρη σε ένα υποκείμενο. Χορεύει για λίγο καθισμένος στην καρέκλα και συνεχίζει με απόλυτη διαύγεια με το ρήμα, ολοκληρώνοντας τον συλλογισμό που για λίγο διέκοψε η Μαντόνα. Το πόδι του ακόμα όμως κινείται στον ρυθμό της μουσικής.
Γιατί έμεινα σε αυτές τις σκηνές; Διότι ο αριστούχος απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, ο επίσης αριστούχος απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου όπου και δίδαξε (όπως και στο Τμήμα Θεάτρου του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου), ο πρώην διευθυντής της Νέας Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, ο πρωταγωνιστής εκατοντάδων παραστάσεων, ο σκηνοθέτης δεκάδων, ο γιος του θρυλικού φιλόλογου, μεταφραστή και καθηγητή Τάσου Λιγνάδη και της Ευγενίας (για να μείνω σε μερικές σειρές του βιογραφικού του) δεν είναι ο βαθιά στοχαστικός καλλιτέχνης του πομπώδους λόγου και της επιφάνειας που είναι λεία και ατσαλάκωτη.
Ο Τσε Γκεβάρα του έρωτα και ο Λιγνάδης στα γήπεδα
Είναι ένας καλλιτέχνης που δεν κρύφτηκε ποτέ, που δεν είναι μισάνθρωπος και μοναχικός λύκος όπως θέλει το στερεότυπο για τους σπουδαίους ανθρώπους του θεάτρου. Πυρακτωμένος, με χιούμορ βαθιά σαρκαστικό, πολιτικοποιημένος, ενεργός πολίτης, αεκτζής φανατικός, με θητεία στα γήπεδα 5x5 που διεκόπη άδοξα λόγω τραυματισμού, βαθύς γνώστης της ποπ κουλτούρας που δεν διστάζει να την αποθεώσει και των ποιητών που κάπως εφηβικά χαριτωμένα τσιτάρει την κατάλληλη στιγμή (διακρίνω μια ιδιαίτερη αγάπη για τον Ελύτη). Μιλά για τους έρωτές του, για το σεξ («θα ήθελα να είμαι ο Τσε Γκεβάρα του έρωτα» έχει πει σε μια από τις συνεντεύξεις του και σίγουρα γελούσε μέσα του με την αντίδραση του αναγνώστη), για την πολιτική, για τις διαψεύσεις και δεν μετρά σε μια ζυγαριά τι τον συμφέρει και τι όχι. Αν και η δουλειά του μετριέται και ζυγίζεται αναπόφευκτα στο χειροκρότημα και στις λέξεις των κριτικών, ο ίδιος δεν μετράει τη δημόσια εικόνα του και τον βίο του με τα επιφωνήματα και τα πατ-πατ στον ώμο. Βέβαια, μετά την παράσταση όταν σε κοιτάξει με αυτά τα μάτια και σε ρωτήσει πώς σου φάνηκε, ότι και αν πεις είναι σαν να έχει συνδεθεί με τον εγκέφαλό σου και διαβάζει τη σκέψη σου.
Φέρει γονιδιακά την βαθιά αγάπη για τα γράμματα, τις τέχνες, την γνώση μαζί με έναν σεβασμό στο αρχαιοελληνικό σύμπαν, όπως τα διδάχθηκε από τον πατέρα του Τάσο. Να μεγαλώνεις, να δουλεύεις στο θέατρο και να είσαι ο γιος του Λιγνάδη. Δύσκολο. Πήρε την ενσυναίσθηση, το χωρίς παρωπίδες κοίταγμα προς τα μέσα (του), την σύνδεση με τον εαυτό του και τους άλλους από τη μητέρα του Ευγενία και η γιαγιά του, Αννα Λιγνάδη. Διαβάζοντας τις περιγραφές του για τη σχέση των γονιών του, την απόσταση τους, τις δυο σχεδόν παράλληλες ζωές που στράφηκαν γύρω από αυτόν και τον σπουδαίο φιλόλογο και μεταφραστή αδελφό του Γιάννη, καταλαβαίνεις πως από παιδί έμοιαζε να ζει και ταυτόχρονα να παρακολουθεί τη ζωή του και τους γονείς του από ψηλά –σαν θεατής και μαζί ήρωας του έργου.
Ο Δημήτρης Λιγνάδης που «ερωτεύθηκαν» οι Financial Times
Δεν του αρέσει να δραματοποιεί τίποτα από τα δύσκολα που έζησε, λατρεύει με τρόπο σχεδόν ερωτικό και αδελφικό τους λίγους στενούς φίλους του (ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης και η Ελενα Κούρκουλα είναι δυο από αυτούς), κοιτάζει τους συνεργάτες του με μια λάμψη στα μάτια, οργανώνει πλάκες στα παρασκήνια, συμμετέχει σε αυτές με βουλιμία –αρκεί να κοιτάξει κανείς τα βίντεο στα παρασκήνια από τις πρόβες και την περιοδεία του Οιδίποδα για να το καταλάβει. Δεν περιφέρει τα «τρόπαια» του ως σημαίες – όπως για παράδειγμα το διθυραμβικό ολοσέλιδο δημοσίευμα των Financial Times πέρυσι για την παράστασή «Μαθήματα Πολέμου», την πρωτότυπη δραματοποιημένη απόδοση της Ιστορίας του Θουκυδίδη σε κείμενο του αδελφού του Γιάννη, σκηνοθεσία δική του με τον ίδιο και εικοσάρηδες νέους στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής.
Όμως, δεν είναι εύκολος άνθρωπος. Δεν πρέπει κανείς να οδηγηθεί σε αυτό το συμπέρασμα από την ανάγνωση των παραπάνω. Ο Δημήτρης Λιγνάδης μπορεί να γίνει ερμητικός. Τα γαλανά του μάτια να γίνουν ένας τοίχος που θα κρύψει συναισθήματα, θα κρατήσει αποστάσεις, θα κρατήσει στα τυφλά κάποιους αν αισθανθεί ότι δεν μπορεί να τους εμπιστευθεί, ότι έχουν άλλες προθέσεις από τις δικές του, ότι βρίσκονται εκεί για λάθος σκοπούς. Δίνεται στη διδασκαλία-σκηνοθεσία-συνεργασία ολοσχερώς, πάντα φλεγόμενος και κάποιος φορές σχεδόν εμμονικός, σαν να είναι ερωτική η συνθήκη. Ως σκηνοθέτης μπορεί να γίνει πιεστικός, επίμονος, μέχρι να πάρει αυτό που θέλει από τον ηθοποιό του. Εχει κάνει κάποιους να χάσουν τον ύπνο τους το βράδυ. Και άλλους να νιώσουν ψηφίδες μιας εμπειρίας σχεδόν παραισθησιογόνου ευτυχίας και αποκάλυψης. Δεν ξεχνάει ποτέ, αν και πάντα προχωρά παρακάτω, πρωτίστως όμως ανακαλεί τα δικά του λάθη.
Το Εθνικό στην εποχή του Λιγνάδη
Μήνες τώρα ακουγόταν ότι επιθυμεί να βρεθεί στη θέση του διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, ήδη από τη στιγμή που έγινε γνωστό ότι δεν θα ανανεωθεί η θητεία του Στάθη Λιβαθινού και θα γίνει προκήρυξη για τη θέση του. Και εσχάτως το όνομά του αναφερόταν όλο και πιο έντονα. Το κοινό μυστικό. Η επιλογή του για τη θέση επιβεβαιώθηκε λίγο μετά τις 3 το μεσημέρι της Τρίτης 13 Αυγούστου με ένα mail από το υπουργείο Πολιτισμού. Το ίδιο πρωί, σε ένα άρθρο της στην Εφημερίδα των Συντακτών η τέως υπουργός Πολιτισμού Μυρσίνη Ζορμπά, αναφερόμενη στη διαδικασία επιλογής καλλιτεχνικών διευθυντών για τους φορείς του ΥΠΠΟΑ αναφερόταν στον Δημήτρη Λιγνάδη. Στην άποψή που είχε εκφράσει – επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, πριν τις εκλογές, χωρίς να μετρά αντιδράσεις και κινδύνους γιατί έτσι λειτουργεί ο Λιγνάδης- ότι οι καλλιτεχνικές θέσεις ευθύνης δεν πρέπει να γίνονται μέσω διαγωνισμών αλλά με ανάθεση. Μάλιστα την συνέντευξη την είχε δώσει στην ίδια εφημερίδα, στην Εφη Μαρίνου.
Οι πρώτοι μήνες στο Τσίλερ θα είναι δύσκολοι. Δεν έχει ανακοινωθεί καν προγραμματισμός, αν και Στάθης Λιβαθινός έχει δηλώσει ότι είχε κάνει αρκετές συμφωνίες, υπάρχει ένα πρόγραμμα που ήταν άκομψο να ανακοινώσει ενώ η θητεία του παρέμενε σε εκκρεμότητα για να μην δεσμεύσει τον επόμενο (αν δεν ήταν ο ίδιος). Το ζήτημα είναι τι θα κρατήσει ο Λιγνάδης, πώς θα προχωρήσει, ποιο στίγμα θα αφήσει. Παρακολουθώντας την πορεία του ως τώρα, μπορούμε να στοιχηματίσουμε ότι η παιδεία και η παρουσία των νέων θα είναι στις κορυφές της νέας εικόνας του Εθνικού Θεάτρου. Με την εξωστρέφεια να μοιάζει μια πρόκληση που επίσης μπορεί εύκολα να κερδίσει. Aλλωστε τώρα τον έχουν στο ραντάρ τους ακόμα και οι Financial Times…