Πλάσματα της λίμνης, του κάστρου, των μύθων των Ιωαννίνων ρίζωσαν στο παραλίμνιο μέτωπο μέσα σε μεγάλες οθόνες και γλυπτά. Είναι τα Plásmata του Ιδρύματος Ωνάση, όπου τεχνολογία και τεχνητή νοημοσύνη συνομιλούν με μοιρολόγια, την κυρά Φροσύνη, την τέχνη και ηπειρώτικες παραδόσεις.
Μια σκάλα που δεν οδηγεί πουθενά, μετέωρη στο τείχος του κάστρου. Ο λευκός ρινόκερος του Βορρά που εξαφανίστηκε ως είδος το 2018. Μια σημαία που φλέγεται μέσα σε ένα υδάτινο τοπίο υψωμένο από την λίμνη των Ιωαννίνων. Μια Μέδουσα που έχει για κεφάλι μια οθόνη, μπρούτζινο σώμα και λαστιχένιες «πλεξούδες» στέριωσε μέσα στη λίμνη Παμβώτιδα όπου πνίγηκε η κυρά Φροσύνη και άλλες 17 γυναίκες. Το παλιό καταφύγιο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ένα λαβύρινθος κάτω από τον βράχο, έγινε μήτρα, έγινε το από κάτω κάτοπτρο. Όλα αυτά τα πλάσματα αναδύθηκαν (ή μήπως προσεδαφίστηκαν;) στο παραλίμνιο μέτωπο των Ιωαννίνων από το βράδυ της Παρασκευής.
Οθόνες τεράστιες, στοιχεία του φυσικού τοπίου, μύθοι των Ιωαννίνων, η μυστηριώδης απροσπέλαστη υγρασία και μυθολογία της λίμνης, η τεχνολογία, η τεχνητή νοημοσύνη, το υλικό και το άυλο συνθέτουν το δάσος που είναι «Plásmata II: Ioannina». Σε μια απόσταση δύο χιλιομέτρων, αναπτύσσονται 29 στάσεις με έργα τέχνης και φυσικά σημεία -πλάτανοι, ο κισσός, προτομές κ.ο.κ.. Και καθώς περπατάς δεν είναι σαν να βλέπεις εσύ μια έκθεση στην πόλη, αλλά σαν η πόλη, τα Γιάννενα, να σε κοιτούν. Εσένα, τον περαστικό, τον περιπατητή, τον θεατή. Δεν είσαι θεατής πια, είσαι αυτός που επεξεργάζεται η πόλη σε αυτά τα 29 σημεία.
Όχι έκθεση, αλλά μια σειρά συμβάντων
Δεν είναι έκθεση λοιπόν. Είναι δάσος έργων, μια εικαστική χλωρίδα, όπου η μνήμη συναντά το φαντασιακό, η φύση την τεχνολογία. Είναι «μια σειρά συμβάντων στον δημόσιο χώρο. Κάθε έργο είναι ένα συμβάν», όπως λένε η Διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση και καλλιτεχνική διευθύντρια της έκθεσης Αφροδίτη Παναγιωτάκου και ο Πρόδρομος Τσιαβός, Διευθυντής ψηφιακης ανάπτυξης και καινοτομίας του Ιδρύματος Ωνάση, ο οποίος έχει την επιμελητική διεύθυνση της έκθεσης. Είχαμε την ευκαιρία να δούμε για δυο συνεχόμενα καλοκαίρια τα Πλάσματα στο Πεδίον του Αρεως, με τις τεράστιες οθόνες να λάμπουν στο πάρκο. Η συνθήκη όμως στα Ιωάννινα είναι απολύτως διαφορετική. «Αυτά τα Πλάσματα είναι καλύτερα από τα δύο προηγούμενα» όπως παραδέχθηκε ο ίδιος ο Πρόεδρος του Ιδρύματος Ωνάση Αντώνης Παπαδημητρίου.
Πετυχαίνουν όλα τα έργα τον σκοπό τους; Είναι εξίσου καθηλωτικά, δηλωτικά των προθέσεών τους; Πειστικά; Όχι. Κάποια είναι πιο κατατονικά στην επικοινωνία τους με τον τόπο και θα έλεγα και με την πρόθεση των επιμελητών. Ισως γιατί επιχείρησαν κάποιοι καλλιτέχνες να στηριχθούν σε ένα εύρημα, σε ένα πυροτέχνημα. Να γίνουν ο τόνος πάνω από την ιστορία του τόπου.
Φυσικά η επιμελητική οδηγία που είχαν οι καλλιτέχνες ήταν σαφής. Εξηγεί η Αφροδίτη Παναγιωτάκου: «Υπήρξαν πολλά νέα έργα, καινούριες αναθέσεις, η επιμελητική οδηγία ήταν τα έργα να γεννηθούν μέσα από την ίδια την πόλη. Τα data έχουν προέλθει ριζωματικά, μέσα από τα Γιάννενα. Ηταν ζητούμενο να αναγνωρίσουν οι Γιαννιώτες τι δουλειά έχουν αυτά τα έργα εδώ».
Υπάρχει στην έκθεση αυτή μια θαυμάσια, μεστή, οργανωμένη σε όλα τα επίπεδα επιμελητική ιδέα και διάρθρωση του θέματος, με ζητούμενο την συνύπαρξη και τον διάλογο του φυσικού και προαιώνιου με το τεχνητό, με την τεχνολογία και το μέλλον. Εξαντλητική, διεισδυτική, πανοπτική από τους Αφροδίτη Παναγιωτάκου, Πρόδρομο Τσιαβό, Δάφνη Δραγώνα, Γιώργο Τζιρτζιλάκη. Και όλα αυτά σε δημόσιο χώρο, μέσα στην καθημερινή ροή της πόλης.
Η πρόθεση είναι σαφής: να δημιουργηθεί ένας χάρτης καρφιτσωμένος σαν ρυζόχαρτο πάνω στον χάρτη των ιστοριών, τοπόσημων και χαρακτηριστικών της πόλης. Δεν κατορθώνουν όλα τα έργα να φέρουν αυτό το αποτέλεσμα. Η επιμελητική ιδέα και φροντίδα είναι το σπουδαιότερο έργο όλων τελικά.
Αν και μιλάμε για μια έκθεση με έργα ψηφιακά κυρίως, το αποτέλεσμα σκηνογραφικά έχει μια απόλυτη φυσικότητα, είναι σαν να έχουν οι οθόνες οργανική θέση εκεί, στο τοπίο, όπως ο κισσός που έχει γίνει επιδερμίδα του κάστρου, ο βράχος που ενώνεται με το τείχος χωρίς να μπορείς να ψαύσεις την τομή τους. Είναι αρμονική η συνύπαρξη, δεν επιδιώκει το έργο να τραβήξει την προσοχή από το φυσικό τοπίο, είναι σαν μαζί να φύτρωσαν και να άνθησαν στον χώρο. Η σύνδεση αυτή, η οικειοποίηση όπως την χαρακτήρισε ο πρόεδρος του Ιδρύματος Ωνάση Αντώνης Παπαδημητρίου, έχει πετύχει απολύτως και αβίαστα.
Παράδοση και τεχνητή νοημοσύνη
Να, το έργο του Πάνου Σκλαβενίτη σε αρπάζει από το χέρι καθώς πλησιάζεις την χωμάτινη επιφάνεια με τα παγανιστικά του σύμβολα απλωμένα σε έναν πάγκο ή στο χώμα, μέχρι να φτάσεις στην τεράστια οθόνη. Είναι το έργο του “#thehead | Zéte” που αντλεί υλικό από έθιμα των Ιωαννίνων, της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου και των Βαλκανίων. Αληθινές και κατασκευασμένες αφηγήσεις παίρνουν ζωή και βγαίνουν στον δρόμο καθώς άνδρες με ζωομορφικές και φυτομορφικές μεταμφιέσεις σε πλησιάζουν, καθώς ακούγεται ένα πολυφωνικό τραγούδι. «Το έργο συνδιαλέγεται με την παράδοση, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιεί την τεχνητή νοημοσύνη», διαβάζω στην σήμανση του έργου.
Προς το τέλος της έκθεσης, στην πύλη του Κάστρου, σε μια στοά φωτισμένη στο αιμάτινο κόκκινο ενός καθαρόαιμου splatter (δημιουργία του πρόωρα και αδικοχαμένου διευθυντή φωτισμού της Στέγης Κώστα Αλεξίου) τα μοιρολόγια πρωταγωνιστούν. Πρόκειται για μια ηχητική εγκατάσταση των Μaenads, με σαφή αναφορά στα περίφημα μοιρολόγια της Ηπείρου, μια χορωδία από πολλές φωνές, από ανθρώπινους και μη ανθρώπινους θρήνους, η οποία ερμηνεύει ένα έργο γενετικής τεχνητής νοημοσύνης (generative Artificial Intelligence).
Το έργο σε ρουφάει, η συνθήκη της στοάς που θυμίζει θολωτό τάφο, του κόκκινου που αιμορραγεί, των μοιρολογιών, σε στοιχειώνει. Και όμως, αναρωτιέμαι πόσο χρήσιμη είναι εδώ η παρέμβαση των αλγορίθμων. Σε μια παράδοση που παραμένει ζωντανή και τόσο πολύ κτήμα μας -όσοι έχουν ζήσει έστω και καλοκαίρια στα χωριά, έχουν τον ήχο των μοιρολογιών στην σωματική και συναισθηματική τους μνήμη- γιατί να έρθει να διεκδικήσει χώρο η τεχνητή νοημοσύνη; Γιατί μπορεί; Γιατί έχει αυτή την γλιστερή και ζηλευτή ευλυγισία να παίρνει όποιο σχήμα και μορφή θέλει; Δεν είναι ανάγκη πάντα το παρόν και το παρελθόν να σμίγουν με το μέλλον. Ιδίως όταν μιλάμε για ριζώματα σαν και αυτό του θανάτου και του πόνου του αποχωρισμού. Είναι λεπτή η γραμμή μεταξύ της αγάπης και του μίσους στη σχέση μας με την τεχνολογία όταν αυτή έρχεται να κατοικήσει στην επικράτεια της τέχνης. Να υπάρχει νόημα, να υπάρχει ένα ζητούμενο.
Για αυτό υπογράμμισα στις σημειώσεις μου την φράση του Πρόδρομου Τσιαβού. «Κυρίαρχη μεταφορά αυτού που κάνουμε στα Πλάσματα, είναι ένα σημείο του τείχους όπου υπάρχει ένας κισσός. Ρωτήσαμε τι θα γίνει αν φύγει ο κισσός και μας απάντησαν “αν φύγει ο κισσός δεν θα υπάρχει και το τείχος”. Το ένα στηρίζει το άλλο», λέει. Ονομάζεται Hedera Helix και καθώς οι ρίζες του έρχονται σε επαφή με την επιφάνεια επεκτείνουν τις μικροσκοπικές τους τρίχες στις μικρές ρωγμές που συναντάνε, εκκρίνοντας νανοσωματίδια που λειτουργούν ως κόλλα.
Πυγολαμπίδες και Παζολίνι
«Αυτή είναι η κυρίαρχη μεταφορά για τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζουμε την τεχνολογία σε αυτή την έκθεση» συνεχίζει ο Πρόδρομος Τσιαβός. «Μια συμβιωτική σχέση που έχει μέσα της την έγνοια, την προστασία, την αγάπη, το νοιάξιμο αλλά και την σκληρότητα, την πέτρα. Όλα αυτά ίσως προτείνουν ένα μοντέλο για την κατανόηση της τεχνολογίας και τον σχεδιασμό της το οποίο δεν είναι ηγεμονικό, αλλά έχει τον χαρακτήρα της αγκαλιάς».
Οι οθόνες λάμπουν από το πρωί στη διαδρομή, το βράδυ νομίζω αν δεις τη διαδρομή από ψηλά με drone θα μοιάζει σαν να κοιτάζεις τον έναστρο ουρανό από κάτω -να άλλο ένα αντίστροφο κάτοπτρο. Αναμεσά τους οι πυγολαμπίδες που νιώθουν μια αναπάντεχη οικειότητα. Σαν να έχουν πληθύνει. «Θυμήθηκα μια φράση του Παζολίνι λίγο πριν δολοφονηθεί» λέει ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης, επιμελητικός σύμβουλος των Πλασμάτων. «Είχε πει ότι θα έδινε όλη την εταιρεία παραγωγής ρεύματος για να δει μία πυγολαμπίδα. Με την έννοια ότι η τεχνολογία που φέρνει το ηλεκτρικό φως καταστρέφει το μακρινό αρχέγονο φως. Η έκθεση αυτή, σαν μια τρικλοποδιά, ξαφνικά έδειξε ότι πυγολαμπίδες υπάρχουν. Οι διανοούμενοι για να υποστηρίξουν αυτά που χάνονται πολλές φορές βυθίζονται σε μια παράλυση. Πράγματι μοιάζουν οι πυγολαμπίδες να συνυπάρχουν, δεν ενοχλούνται, στριφογυρίζουν, αναπαύονται».
Για εμένα, τα Πλάσματα, ανάμεσα στα πολλά άλλα που μπορούν αν ειπωθούν, είναι μια προσευχή στις γυναίκες που χάθηκαν, που κακοποιήθηκαν. Το διαπιστώνεις από την εκκίνηση της διαδρομής στο παραλίμνιο όπου στέκει εδώ και δεκαετίες το μαρμάρινο γλυπτό του Χρήστου Λάμπρου που δημιουργήθηκε για τους Γιαννιώτες που απαγχόνισαν οι Ναζί κατά την Κατοχή. Τους κρέμασαν στα πλατάνια. Πρόσφατα, πάνω του άνθισαν stencil ροζ από νέους της πόλης, για τις γυναίκες που χάθηκαν βίαια. Το γλυπτό λέγεται το δάκρυ της κυρά Φροσύνης.
Μια Μέδουσα εκεί που πνίγηκε η κυρά Φροσύνη
Πιο κάτω, έξι πήλινες οντότητες με κοιλότητες στέκουν. Είναι το “Six Breaths per Minute” (Έξι ανάσες το λεπτό) της Μαρίας Λουίζου, πήλινες ηχητικές στολές (εξωσκελετοί) που υποδέχονται τα σώματα διαφορετικών ερμηνευτριών και επισκεπτών. Το έργο ενεργοποιείται από τις περφόρμανς ερμηνευτριών, που «κατοικούν» προσωρινά στα κεραμικά γλυπτά, αξιοποιώντας τα ως μουσικά κελύφη. Είναι έντονες οι αναφορές στην ηπειρώτικη πολυφωνία –μέσα από τις ονομασίες των πέντε κεραμικών (Παρτής, Κλώστης, Ισοκράτης, Προλογιστής, Ρίχτης). Επίσης ένα σχόλιο για τις γυναίκες, την κακοποίησή της, την ανυποχώρητη πατριαρχία.
Σαν ζωντανή η Μέδουσα της Κατερίνας Κομιανού, είναι ένα από τα σπαρακτικά έργα των Πλασμάτων. Είναι καταλύτης. Είναι ένα μανιφέστο εναντίον της βίας των γυναικών. Μέσα στα νερά, με τα νερόφιδα να σέρνονται από κάτω, τοποθετήθηκε μια οθόνη με ένα βίντεο αφήγημα, ολόγυρα τεράστια μαύρα πλαστικά πλοκάμια σαν τις μπούκλες της Μέδουσας. Σαν σήμανση ενός υγρού τάφου 18 γυναικών, αναμεσά τους η κυρά Φροσύνη, στον βυθό της Παμβώτιδας. Είναι η μόνη στιγμή στη διαδρομή της έκθεσης που σταματάς σύριζα στην άκρη και σκύβεις να κοιτάξεις μέσα στο νερό. Ο μύθος του Νάρκισσου εδώ μηδενίζεται.
Και φυσικά μιλώντας για θηλυκότητες, για γυναίκες, από αυτές που αφανίζονται, μέχρι αυτές που μοιρολογούν, δεν μπορούν να λείψουν αυτές που γεννούν. Οι μανάδες. «Στα Ιωάννινα δεν είμαι η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, είμαι η κόρη της Ελένης Κουρμαντζή» είπε η διευθύντρια πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση, που σε αυτά τα Πλάσματα για πρώτη φορά έχει και την ιδιότητα του καλλιτέχνη. Μέσα στο παιδικό απωθημένο και φαντασιακό καταφύγιο της, τις υπόγειες στοές όπου ήταν το καταφύγιο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου κάτω από τον βράχο, έστησε το έργο της «Μάνα» που δημιούργησε μαζί με τον Μανώλη Μανουσάκη.
Μια διαδρομή μέσα σε δαιδαλώδη σκοτάδια, με την υγρασία να κολλάει στο δέρμα και να τρυπά την μύτη, με προβολές εικόνων της πόλης, οικογενειακά ντοκουμέντα, τη φωνή της μητέρας της να αφηγείται την βάφτισή της σε ηλικία 9 ετών -για όλα φταίει η θεία Λέγκω- εμάς του θεατές λουσμένους στα φώτα που μας έντυσαν όσο καθόμασταν μέσα στον βράχο με τις υγρές επιφάνειες.
Και επειδή φυσικά η τέχνη δεν μπορεί να μην έχει το στοιχείο της χαράς, του πανηγυριού, δυο είναι τα έργα που ήδη έχουν αγαπηθεί πολύ και αποδεικνύονται απόλυτα ινσταγκραμικά. Το «Τransfiguration» των Universal Everything μια διαρκώς μεταβαλλόμενη κινούμενη φιγούρα μεταμορφώνεται μπροστά στα μάτια μας. Περπατά και τα βήματα ηχούν σαν τύμπανα στον χώρο, σαν παλμοί. Εστιάζει στα στοιχεία της πέτρας, του νερού και της φωτιάς και ενσωματώνει τεχνολογίες αιχμής όπως είναι τα λογισμικά οπτικών εφέ αλγοριθμικής κίνησης και CGI.
Επίσης ήδη τα παιδιά τρέχουν κατά πάνω στο έργο «The Substitute» της Alexandra Daisy Ginsberg, όπου μέσω της τεχνητής νοημοσύνης βλέπουμε να παίρνει ξανά ζωή ο λευκός ρινόκερος του Βορρά που εξαφανίστηκε το 2018 -να εδώ υπάρχει χώρος να καταλάβει η τεχνητή νοημοσύνη. To έργο αγαπήθηκε ακαριαία όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου.
Ο συναγερμός των αισθήσεων
Μέρος της χλωρίδας του φυσικού τοπίου πέριξ της Παμβώτιδας, τα Πλάσματα, είτε τα δεις ως σειρά συμβάντων, είτε ως αναρτήσεις και σημάνσεις μνήμης, ενεργοποιούν το σύνολο των αισθήσεων. Με τον τρόπο που μου περιέγραφε πρόσφατα ο Ακραμ Καν ότι κάνει το θέατρο. Μόνο αυτό που μου περιέγραψε, ήταν αυτό που βίωσα ως εμπειρία στα Πλάσματα -παρά τις επιφυλάξεις μου για κάποια έργα. «Οι παλιοί ναοί στην Ινδία χτίστηκαν σε λόφους. Ξυπνούσε έτσι η αίσθηση της όρασης. Εμπαινες στο ναό και άγγιζες τις καμπάνες για να ενεργοποιήσεις την ακοή. Εβγαζες τα παπούτσια πατούσες στο μαρμάρινο δάπεδο και άγγιζες το άγαλμα που ήταν φτιαγμένο από μια ιδιαίτερη πέτρα για να ξυπνήσεις την αφή. Καθώς όμως άγγιζες το άγαλμα για να προσευχηθείς, υπήρχε δίπλα λιβάνι που ξυπνά την όσφρηση. Φεύγοντας, ο ιερέας σού έδινε prasad, τροφή, για να ενεργοποιήσει την γεύση. Η αρχική ανάγκη για να πας στο θέατρο είναι να ξυπνήσεις τις πέντε αισθήσεις».
Ακούσαμε μοιρολόγια και παγανιστικές φωνές πανηγυριών, μυρίσαμε την υγρασία των σπηλιών και την μεστή συμπαγή επιδρομή της οσμής των μανιταριών, είδαμε το τοπίο να οικειοποιείται τα έργα και τα έργα το τοπίο (όπως παρατήρησε ο πρόεδρος του ιδρύματος Ωνάση Αντώνης Παπαδημητρίου), νιώσαμε την υγρασία στο δέρμα μας και τα πέλματα να αλλάζουν δονήσεις περνώντας από τον δρόμο, στο χώμα, στο γρασίδι, στον βράχο.
Η έκθεση διαρκεί ως τις 9 Ιουλίου και πλαισιώνεται από πλήθος εκπαιδευτικών προγραμμάτων, δράσεων και το αεικίνητο Movement Radio της Στέγης που συνδέθηκε με όλους τους dj της πόλης και κατέγραψε μαρτυρίες και ιστορίες. Υπάρχει επίσης ηχητική ξενάγηση και QRcode σε κάθε έργο.
Οι καλλιτέχνες και καλλιτέχνιδες που συμμετέχουν: Μαρία Βαρελά, Νικομάχη Καρακωστάνογλου, Κατερίνα Κομιανού, Μαρία Λουίζου, Αφροδίτη Παναγιωτάκου & Μανώλης Μανουσάκης, Μαλβίνα Παναγιωτίδη, Πάνος Σκλαβενίτης, Στεφανία Στρούζα, Θεόκλητος Τριανταφυλλίδης, Entangled Others, Matthias Fritsch, John Gerrard, Alexandra Daisy Ginsberg, Christian Mio Loclair, Maenads, Matthew Niederhauser & Marc Da Costa, slow immediate, Universal Everything, WordMord.