Ο αρχαιολόγος δεν πρέπει να είναι στεγνός. Οι αρχαιολογικοί χώροι πρέπει να ζήσουν μαζί μας μια δεύτερη ζωή. Ο Πέτρος Θέμελης, επί 36 χρόνια ανασκαφέας και αναστηλωτής της Αρχαίας Μεσσήνης, έφυγε από ζωή αφήνοντας μεγαλειώδες έργο. Έφυγε ένδοξος όπως του άξιζε.
Μια από τις πρώτες εικόνες που θυμόταν στη ζωή του ο αρχαιολόγος που έφερε στο φως την Αρχαία Μεσσήνη όπως την ξέρουμε τα τελευταία 36 χρόνια, ήταν στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη: έπιπλα καλυμμένα, με λευκά σεντόνια. Τα είχαν αφήσει στον πατέρα του Γιώργο φίλοι του Εβραίοι όταν έφυγαν από την πόλη. Δεν επέστρεψαν ποτέ. Τα έπιπλα έμειναν να κρύβουν την ιστορία και το βίωμα κάτω από λευκά σεντόνια.
Ο ίδιος, ο Πέτρος Θέμελης, ήδη από φοιτητής, επίμονα, μεθοδικά, σχεδόν πεισματικά και επιστρατεύοντας την βαθιά συναισθηματική του κατάρτιση, άρχισε να φέρνει στο φως ίχνη ανθρώπων και ιστορίες από την αρχαιότητα. Να σηκώνει λευκά σεντόνια.
Ο αρχαιολόγος χωρίς παρωπίδες
Πρώτη φορά στην Βεργίνα, όταν φοιτητής της Φιλοσοφικής ακόμα και της σχολής Ξεναγών, 19 χρονών μόνο, ακολούθησε ένα καλοκαίρι τον αρχαιολόγο Χαράλαμπο Μακαρόνα για να ανασκάψουν μόνοι τους και με έναν ακόμα άνθρωπο στην Βεργίνα. Ή με τον έτερο καθηγητή του τον Φώτη Πέτσα που δούλεψε μαζί του έναν χρόνο για να φέρουν στο φως έναν μακεδονικό τάφο στα Λευκάδια κοντά στη Νάουσα. Και από το 1987 και μετά, ως επικεφαλής της ανασκαφής και αναστήλωσης της Αρχαίας Μεσσήνης.
Μια πολιτεία που στα χέρια του άρχισε να αποκαλύπτεται να ξεδιπλώνεται με τρόπο που δεν έχει ξανασυμβεί στην πρόσφατη ανασκαφική ιστορία. Ανέλαβε ο Θέμελης το 1987 τη θέση του μύθου Αναστάσιου Ορλάνδου όταν πέθανε, και κατόρθωσε να πετύχει ένα θαύμα που δεν έχει όμοιό του. Όσοι περπατούσαν στην Αρχαία Μεσσήνη το 1990 και επιστρέφουν σήμερα, βλέπουν ένα νέο τόπο με πλήθος αρχαιοτήτων. Αρχαιότητες που έρχονταν στο φως και περίμεναν το άγγιγμα του Πέτρου Θέμελη μέχρι και τις τελευταίες μέρες της ζωής του.
Η συναισθηματική αλφάβητος του Πέτρου Θέμελη
Έτσι είναι. Τα χέρια του άγγιζαν τα γλυπτά, τα αρχιτεκτονικά μέλη, σαν να άγγιζαν ανθρώπους. Ένα ανάλαφρο χτύπημα σε έναν κίονα όπως στον ώμο του παιδικού φίλου. Ένα χάδι στα μάγουλα του αγάλματος σαν να είναι το παιδί του. Η περιποίηση σε μια κεφαλή που βγήκε από το χώμα, σαν να είναι νεογέννητο. Ακριβώς έτσι. Δεν ήταν μόνο οι γνώσεις και η εμπειρία που τον οδηγούσαν. Ηταν και το συναίσθημα, η συγκίνηση που για τον Θέμελη ήταν αίτημα σε κάθε αρχαιολογική ανακάλυψη.
Όλα αυτά τα 36 χρόνια έφερε στο φως κομμάτια του τόπου αλλά και των ψηφίδων του. Όπως ένα γλυπτό που αγαπούσε πολύ, από τα ρωμαϊκά χρόνια. Απεικονίζει την θεά Ίσιδα να θηλάζει τον γιο της που μόλις είχε αναστηθεί, μετά από πνιγμό στον Νείλο. Φοράει ένα μοναδικής ομορφιάς φόρεμα με πτυχώσεις, ο αριστερός μαστός είναι γυμνός, ακουμπά όλος ο πήχης της στην πλάτη του μωρού και η παλάμη της στοργικά αγκαλιάζει το πίσω μέρος του κεφαλιού. Το πρόσωπο λείπει. Αυτό το γλυπτό, συναρμολογήθηκε κομμάτι κομμάτι τα τελευταία τριάντα χρόνια. Οι διαρκείς ανασκαφές στον αρχαιολογικό χώρο κοντά στο ιερό της Ίσιδας, φέρνουν στο φως νέα στοιχεία που ενώνονται με τα υπόλοιπα.
Το θαύμα της μητρότητας μπροστά στα μάτια του Πέτρου Θέμελη ολοκληρώνεται. Ο ίδιος ενώνει στιβάδες του αγάλματος ή παρακολουθεί τους συνεργάτες του να το κάνουν. Το ζήτημα αυτό τον αφορούσε ιδιαιτέρως. Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση θα έλεγε ότι αυτή του η αδυναμία για την μητέρα Ίσιδα που θυμίζει την βρεφοκρατούσα Παναγιά, πηγάζει από την ίδια του τη ζωή. Δεν γνώρισε την μητέρα του, πέθανε όταν αυτός ήταν δύο ετών. Τον μεγάλωσε η αδελφή της μάνας του, η Ικαριώτισσα Ελισσάβετ, μαζί με τον φιλόλογο και ζωγράφο πατέρα του Γιώργο. Μαζί και τα δυο του αδέλφια.
Στους ώμους του Νίκου Πεντζίκη
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη στις 15 Ιουλίου του 1936. Κατοχή, Εμφύλιος, αλλά και χρόνια μάλλον ανέμελα για τον ίδιο που δεν είχε επίγνωση ακριβώς του τι γινόταν -κάτι που αργότερα τον γέμιζε ενοχές. Ένα παιδί μάλλον συνεσταλμένο, που βαπτίστηκε στην κολυμπήθρα της τέχνης και της γνώσης. Στο σπίτι του, μαζεύονταν κάθε τόσο, απογεύματα αλλά και γύρω από το κυριακάτικο τραπέζι, φίλοι του πατέρα του, λογοτέχνες και ζωγράφοι, ο Γιώργος Ιωάννου, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και πολλοί άλλοι.
Ο Νίκος Πεντζίκης έπαιζε με τον μικρό Πέτρο, τον σήκωνε αγκαλιά, τον έβαζε στους ώμους του και του μάθαινε να ζωγραφίζει με απόλυτη ελευθερία. Χωρίς να μιμείται χωρίς να ακολουθεί κανόνες. Με οδηγό την τέχνη και την ελευθερία.
Να υψώσουμε τα αγάλματα στα βάθρα τους
Ένας οδηγός που έγινε μέρος και της αποστολής του ως ανασκαφέα. Ράγισε το στερεότυπο του συντηρητικού αρχαιολόγου που επιθυμεί σχεδόν αποκλειστική σχέση με τα αρχαία. Έλεγε ο Θέμελης ότι ο αρχαιολόγος δεν πρέπει να είναι στεγνός, δεν πρέπει να έχει παρωπίδες. Ονειρευόταν αρχαιολογικούς χώρους απολύτως κοινωνικοποιημένους, τον ενοχλούσε η μουσειακή παρουσίαση των αρχαιοτήτων, ήθελε τα αρχαία μέσα στον χώρο τους, αποκατεστημένα και σε ζωντανή σύνδεση με τη διαχρονία της ιστορίας.
«Να υψώσουμε τα αγάλματα στα βάθρα τους» ονειρευόταν για τα γλυπτά της αρχαίας Μεσσήνης. Ήταν από τους πρώτους αρχαιολόγους που πίστεψαν στην αναπτυξιακή διάσταση του πολιτισμού, που προσέλκυσε πλήθη ιδιωτών δωρητών. Και βέβαια χτυπήθηκε για αυτό από άλλους αρχαιολόγους, κυρίως όταν «τόλμησε» να δεχθεί επισκέψεις από τουρίστες γνωστού ξενοδοχείου της περιοχής, προκειμένου να παρακολουθήσουν τις ανασκαφές έναντι αδρής αμοιβής υπέρ των ανασκαφών.
Δεν ίδρωνε το αφτί του, πείσμωνε ακόμα περισσότερο και προχωρούσε για την ευόδωση του οράματός του να φέρει όλη την αρχαία Μεσσήνη στο φως. Τόπος μοναδικός όπου η αρχαία αρχιτεκτονική, γλυπτική και επιγραφική τέχνη συνυπάρχουν με τον ίδιο τρόπο σε ένα μοναδικού κάλλους και έκτασης φυσικό τοπίο.
Η δασκάλα Αγγέλα Δούμπαλη
Γύριζε μέσα στην τεράστια έκταση του αρχαιολογικού χώρου με ένα μικρό κόκκινο αμαξίδιο, κάθε μέρα, διαρκώς. Σταματούσε για να μιλήσει πάντα στους επισκέπτες, να απαντήσει σε κάθε ερώτηση. Ονειρευόταν τα παιδιά να έρχονται συνεχώς στον αρχαιολογικό χώρο να συνδεθούν μαζί του με έναν τρόπο οργανικό και όχι δασκαλίστικο και μουσειακό. Έβαλε στις ανασκαφές αγρότες της περιοχής που μέχρι τότε ήξεραν μόνο να φτυαρίζουν και να οργώνουν τα χωράφια τους. Τους δίδαξε, τους καθοδήγησε, πώς να μεταφέρουν το χώμα, να σκάβουν, να ακολουθούν τους ανασκαφείς, σιγά σιγά να υψώνουν τις πέτρες.
Όλος ο τόπος τον αγάπησε βαθιά σαν να γεννήθηκε εκεί. Ο ίδιος αγαπούσε να μεταδίδει τις γνώσεις του και κυρίως να εμπνέει. Ότι αισθάνθηκε όταν παιδί δημοτικού, κάθισε στην έδρα της τάξης του η δασκάλα Αγγέλα Δούμπαλη. Τον έμαθε να αγαπά τα γράμματα, τη λογοτεχνία, την ιστορία, πώς να σκάβει μέσα σε αυτά τα κείμενα. Μια σχέση μητρότητας, πνευματική, αφού συχνά τις Κυριακές έτρωγε μαζί με την δασκάλα και την αδελφή της.
Η σκόνη στο πουκάμισο
Ο Πετζίκης, η δασκάλα Αγγέλα Δούμπαλη, το πρώτο θάμβος μπροστά στην τοιχογραφία που αποκάλυψε με τον Πέτσα στον μακεδονικό τάφο, όταν ήταν ο ίδιος σχεδόν 20 χρονών. Ο ίδιος αγαπούσε να μιλάει για την μαρτυρία των αισθήσεων που ξυπνούν όταν βγάζεις από το χώμα ένα γλυπτό. Όταν το πουκάμισο γεμίζει από την σκόνη της ανασκαφής. Όταν τα χέρια βγάζουν φουσκάλες από το σκάψιμο. Όταν ακούς το νερό να τρέχει από τον αγωγό κάτω από το Στάδιο της Αρχαίας Μεσσήνης.
Μόλις το περασμένο καλοκαίρι έφερε στο φως ένα μωσαϊκό στην ανασκαφή των μεγάλων Θερμών και του Ισειού της αρχαίας Μεσσήνης. Δέχθηκε επιθέσεις από μέλη της Εφορείας Αρχαιοτήτων για τον τρόπο της ανασκαφής, όπως κατήγγειλε. «Πρώτη φορά αμφισβητούν ανασκαφή μου» έλεγε. Με αυτή την πικρή επίγευση έφυγε από τη ζωή, έχοντας ζήσει έναν βίο συγκλονιστικό διαρκών αποκαλύψεων.
«Βρήκαν τη στιγμή να με εκθέσουν ως ανίδεο»
Ο ίδιος δεν κρύφτηκε, για μια ακόμα φορά. Έγραψε δημόσια στο facebook. «Το διάστημα ακριβώς αυτό των συμπτωμάτων της ασθένειάς μου και της θεραπευτικής αγωγής, συνάδελφοι αρχαιολόγοι της ΕΦΑ Μεσσηνίας επισκέφτηκαν αιφνιδιαστικά τον χώρο των ανασκαφών χωρίς να με ενημερώσουν, προχώρησαν σε όχι ευπρεπείς, όπως πληροφορούμαι, παρατηρήσεις και ερωτήσεις στο εργαζόμενο στο ιερό της Ίσιδος έμπειρο εργατοτεχνικό προσωπικό του έργου και κατέθεσαν σε συνέχεια στην Υπηρεσία τους, όπως πληροφορούμαι, παρατηρήσεις με κατηγορίες ανυπόστατες και προσβλητικές προς το πρόσωπό και τον τρόπο εργασίας μου.
Βρήκαν, όπως φαίνεται, την κατάλληλη στιγμή να με «εκθέσουν» ως απρόσεκτο, ανασκαφέα-καταστροφέα, ανίδεο της ανασκαφικής τεχνικής και της ανάγνωσης της στρωματογραφίας, που τολμώ μάλιστα να χρησιμοποιεί μηχανικό φορτωτή και φορτηγό όχημα για την απομάκρυνση των επιφανειακών άνευ αρχαιολογικής αξίας επιχώσεων. Και όλα αυτά με τις ευχές τους για ταχεία ανάρρωσή, που μου προκάλεσαν θλίψη!… Διερωτώμαι, ποια είναι τα κίνητρά και οι στόχοι αυτών των συναδέλφων, επιθυμούν άραγε να απαλλαγούν από την «ενοχλητική», πιθανώς, για αυτούς παρουσία μου σε περίοδο πρόσκαιρης αδυναμίας μου;» Πάντως πληροφορίες λένε ότι πριν το τέλος του οι σχέσεις αποκαταστάθηκαν, οι όποιες παρεξηγήσεις λύθηκαν. Εφυγε χωρίς πικρίες και στεναχώριες για τον τρόπο αντιμετώπισης του έργου του. Ήξερε ότι αγαπήθηκε βαθιά για την προσφορά και όραμά του.
Οι τριανταφυλλιές του Πέτρου Θέμελη
Ο θάνατος του Πέτρου Θέμελη μετά από τη σύντομη αρρώστια του, κλείνει ένα σημαντικό κεφάλαιο όχι μόνο για την αρχαιολογία στην Ελλάδα, αλλά και για τον τρόπο που οι σύγχρονοι Έλληνες συνδεόμαστε πλέον με το παρελθόν μας και την τέχνη του. Χωρίς απόσταση ιδιοκτησίας και δέους, αλλά σαν συνέχεια και ζωντανή σχέση. Έφερε συναυλίες μέσα στο Θέατρο, φύτεψε τριανταφυλλιές και δάφνες στον χώρο για να μυρίζουν και να τις αγγίζουμε, γελούσε βλέποντας παιδιά και εφήβους να τρέχουν στο Γυμνάσιο σαν τους αθλητές της αρχαιότητας.
Έφερε την σύγχρονη εικαστική τέχνη στην Αρχαία Μεσσήνη. Η παρακαταθήκη του, όπως την περιέγραψε ακριβώς ένα χρόνο πριν σε εκδήλωση του Διαζώματος όπου υπήρξε αντιπρόεδρος, είναι ζωντανή και πεισμωμένη και αυτή όπως ο ίδιος: «Τα μνημεία δεν στερεώνονται – αναστηλώνονται – αναδεικνύονται για να μείνουν κενά κελύφη, περιχαρακωμένα και απρόσιτα στους πολίτες, αλλά για να είναι ανοιχτά, να κοινωνικοποιηθούν στο παρόν. Πρέπει να βιώσουν μαζί μας μια δεύτερη, ει δυνατόν αιώνια ζωή».