Ο ιστορικός τέχνης Γιώργος Μυλώνας, ρώτησε κάποτε τον ζωγράφο Μάκη Θεοφυλακτόπουλο να του μιλήσει για τον Φόβο του θανάτου, αν δηλαδή υπάρχει σαν σκέψη μέσα του, και έλαβε την παρακάτω απάντηση από τον σημαντικό εικαστικό.
«Κάποια στιγμή ο διακόπτης κλείνει και όλα σκοτεινιάζουν»
«Να σου πω κάτι… ίσως όλα αυτά γίνονται από τον φόβο του θανάτου. Εξηγούμαι: εδώ και τώρα εμείς που μιλάμε, ζούμε το φως της ζωής. Κάποια στιγμή ο διακόπτης κλείνει και όλα σκοτεινιάζουν. Ίσως, λοιπόν, η συνείδηση αυτής της πραγματικότητας, ότι είμαι κοντά στη στιγμή που θα κλείσει ο διακόπτης, με κάνει να… τρέχω! Να χαρώ τη ζωή όσο μπορώ περισσότερο, γιατί υπάρχει από δίπλα και πολύ κοντά η ανάσα του χάρου» έλεγε γελώντας.
Ο ζωγράφος Μάκης Θεοφυλακτόπουλος πέθανε σε ηλικία 84 ετών.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1939, με καταγωγή από τη Σάμο, έδειξε από πολύ νεαρή ηλικία έντονο ενδιαφέρον για την τέχνη της ζωγραφικής. Μιλώντας για τη δουλειά του έλεγε: «Κάποια ζωγραφικά έργα είναι καλά, ενώ κάποια άλλα όχι τόσο. Αυτό που εμένα με απασχολεί είναι να εμπεριέχουν ειλικρίνεια».
Μαθητής του Μόραλη
Σπούδασε κοντά στον σπουδαίο δάσκαλο και ζωγράφο Γιάννη Μόραλη στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας.
Το 1964 παρουσιάζει μία σειρά από έργα του στην γκαλερί ΑΣΤΟΡ με θέμα μοτοσικλετιστές (αστυνομικούς και τροχονόμους), που φέρουν διακριτικά εξουσίας, σχολιάζοντας την πολιτικοοικονομική κατάσταση της χώρας. Η έκθεση προκάλεσε την αίσθηση κριτικών και κοινού και ξεχώρισε αμέσως με θετικά σχόλια.
Στη δεκαετία του ΄70 έζησε και εργάστηκε στην Ελβετία, στη Γαλλία καθώς και στη Νέα Υόρκη. Στην Ελλάδα επέστρεψε οριστικά το 1974 και το 1988 εξελέγη καθηγητής στην Σχολή Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης, όπου δίδαξε ως το 2006. Υπήρξε άριστος δάσκαλος, πρωτοπόρος και φίλος για πολλούς αλλά και μεγάλος ζωγράφος, ο όποιος ενέπνευσε πολλούς καλλιτέχνες, επηρεάζοντας τη σύγχρονη ζωγραφική.
Διακρίθηκε για την καθαρή του οπτική και την αυθεντική του προσέγγιση στην τέχνη. Η ζωγραφική ήταν για τον Μάκη Θεοφυλακτόπουλο μια συνεχής πρόκληση. Αγαπούσε το σχέδιο, τη ματιέρα, και εξερευνούσε τα υλικά και τη φόρμα όσο λίγοι στην Ελλάδα. Όταν ρωτήθηκε ποιους ζωγράφους εκτιμούσε έδωσε την εξής απάντηση: τους Χρόνη Μπότσογλου, Βαγγέλη Δημητρέα, Αλέξη Ακριθάκη Παύλο, Αλέκο Φασιανό (τον οποίο θεωρούσε μια σπουδαία ελληνική περίπτωση) και άλλους. Το έργο του βρήκε θερμή αποδοχή, σε εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Το ΔΣ του ΕΕΤΕ εκφράζει τα ειλικρινή του συλλυπητήρια στην οικογένεια του.