Έφυγε από τη ζωή, ύστερα από μακροχρόνια ασθένεια, ο σημαντικός Έλληνας εικαστικός, ζωγράφος, χαράκτης και γλύπτης Χρήστος Σαρακατσιάνος.
Ο Χρήστος Σαρακατσιάνος γεννήθηκε το 1937 στη Μεγάλη Γότιστα Ιωαννίνων. Πρώτοι του δάσκαλοι στην τέχνη ήταν ο αγιογράφος Γιώργος Καζάκος και ο Πάνος Σαραφιανός.
Στη συνέχεια σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας, αρχικά στο εργαστήριο γλυπτικής του Θανάση Απάρτη και στη συνέχεια κοντά στον Γιάννη Μόραλη, με υποτροφία του ΙΚΥ. Έκανε επίσης σπουδές σκηνογραφίας και διακοσμητικής. Αποφοίτησε το 1967. Την περίοδο 1967-1973 ταξίδεψε σε διάφορες χώρες της Ευρώπης όπου επισκέφθηκε μουσεία και μελέτησε τα ρεύματα της σύγχρονης τέχνης. Μελέτησε επίσης την αρχαία ελληνική, τη βυζαντινή και τη λαϊκή τέχνη.
Παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα (Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο «Ώρα», 1982).
Τόσο στο ζωγραφικό όσο και στο χαρακτικό του έργο, κύριο θεματικό στοιχείο είναι το γυμνό γυναικείο σώμα, ενώ σπανιότερα συναντάται το ανδρικό σώμα.
Στη ζωγραφική του χρησιμοποιεί ως επί το πλείστον ακρυλικά και λάδια. Οι μορφές αποδίδονται μερικές φορές αποσπασματικά ή με ανατομικές αυθαιρεσίες. Έχουν ζωηρά επίπεδα χρώματα και καθαρά σχήματα, όπου κυριαρχούν οι καμπύλες. Οι φιγούρες συχνά συνοδεύονται από αφαιρετικά στοιχεία με έντονο γεωμετρικό χαρακτήρα, που καθορίζουν το φόντο. Η προσωπική γραφή του καλλιτέχνη έχει διαμορφωθεί με την αφομοίωση κυβιστικών, εξπρεσιονιστικών και σουρεαλιστικών στοιχείων, αλλά εμπεριέχει και αναφορές στη γεωμετρική αφαίρεση, καθώς και στην αγγειογραφία της αρχαιότητας. Το περιεχόμενο των έργων του προβάλλει κυρίως έναν προβληματισμό για το φαινόμενο της ζωής της γονιμότητας και του θανάτου.
Στα ασπρόμαυρα χαρακτικά του έργα συναντάμε μια συγγενική θεματολογία και τους ίδιους κώδικες που χρησιμοποιεί στη ζωγραφική του. Ιδιαίτερα στις ξυλογραφίες του αναδεικνύει τη σκληρότητα, την τραχύτητα αλλά και τη ζεστασιά που μπορεί να δώσει το υλικό του.
Στο πλαίσιο της ευρύτερης καλλιτεχνικής του δραστηριότητας ασχολήθηκε με την εικονογράφηση εντύπων και την επιμέλεια εκδόσεων.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ομάδας Χαλκογραφίας (1977-1980) και ενεργό μέλος πολλών συλλογικών φορέων σχετικών με την τέχνη.
Εκανε ατομικές εκθέσεις και έχει λάβει μέρος σε πολλές ομαδικές, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Ιταλία, Βέλγιο, Αυστραλία, Βουλγαρία, Γερμανία, Κύπρο).
Έργα του βρίσκονται σε μουσεία και πινακοθήκες (Εθνική Πινακοθήκη, Μουσείο Βορρέ, Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-Άνδρος, Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου, Ηρακλείου κ.α.), καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, την Ευρώπη, την Αμερική και την Ιαπωνία.
Η κηδεία του Χρήστου Σαρακατσιάνου θα πραγματοποιηθεί αύριο, Πέμπτη 20 Ιανουαρίου, στη 1.00 το μεσημέρι, από το Α' Νεκροταφείο, ναός Αγίων Θεοδώρων.
Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΑΡΑΚΑΤΣΙΑΝΟΣ από τον καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης Γιάννη Κολοκοτρώνη
Ο Χρήστος Σαρακατσιάνος εξέθεσε πρώτη φορά το 1967 (στην Αίθουσα Εποχή), αλλά όποιος προσέξει τον κατάλογο της πρώτης αναδρομικής έκθεσης (Μουσείο Βορρέ, 1990), θα διαπιστώσει ότι ο ίδιος σηματοδοτεί το ξεκίνημά του με τον πίνακα Άτιτλο Νο ΧΙ-402 (1973. Ακρυλικό, 135X90 εκ. συλλογή Ζ. Πορταλάκη). Σ’ αυτόν εμπεριέχονται τα μορφοπλαστικά χαρακτηριστικά της τέχνης που επρόκειτο να αναπτύξει, τα επόμενα σαράντα χρόνια, πλουτίζοντας την όρασή μας με μοναδικές και πρωτότυπες συνθέσεις. Επίπεδοι χρωματικοί συνδυασμοί, μηχανικά και ανθρώπινα συμπλεκόμενα μορφότυπα, ρεαλιστικές περιγραφές και αφαιρετικές σχηματοποιήσεις, παραφορτωμένοι ή ανάλαφροι χώροι, δίνουν το στίγμα ενός καλλιτέχνη που δείχνει να αλώνει με ασφάλεια τα χωράφια της τέχνης για να υπογραμμίσει την ενότητα και τη συνέχεια που διέπει τον κόσμο των μορφών και των εννοιών.
Στο ίδιο προγραμματικό έργο, στα χωρισμένα χρυσά μαλλιά της δίχρωμης στρογγυλοπρόσωπης γυναίκας, μακρινή συγγενή της “σκυθρωπής1 Κόρης του Ευθυδίκου από την Ακρόπολη της Αθήνας, ενσωματώνονται και οι πρώτες λέξεις απαύγασμα εμπειρίας στους δύσκολους χρόνους της δικτατορίας και συνάμα στόχοι ζωής: στην κόμμωση της σκοτεινής πλευράς του προσώπου της η λέξη Ελευθερία και το έμβλημά της, και στην κόμμωση της φωτεινής πλευράς της, οι λέξεις Όραμα, Ήλιος Ζωή, Ελπίδα Φως, Πέτρα Θάνατος. Αυτή η συμβολική ανάμειξη φωτός - σκιάς που συμπίπτει με την οντολογική αντίληψη του Παρμενίδη, στρέφει την προσοχή μας στην ουσία των πραγμάτων και μας πάει σ’ ένα επίπεδο ψηλά τοποθετημένο πάνω από τη συμβατική αντίληψη της ζωής. Κοντά σ’ αυτόν τον πίνακα, ένα ψυχολογικό πορτρέτο εκείνης της εποχής, που φανερώνει συνάμα τη διάθεση να συμβαδίσει η τέχνη του παράλληλα με τη διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής και κοινωνικής νοοτροπίας, πρέπει να προσθέσουμε περίπου είκοσι πίνακες σ’ όλη την περίοδο της καλλιτεχνικής του πορείας, διανθισμένους με προσωπικά αποφθέγματα και στίχους ελλήνων ποιητών. Αυτή η μικρή, σε ποσότητα, ενότητα έργων μοιάζει να είναι η λογική δομή εικόνας και λόγου που εισάγει την τάξη στη σύνθεση, σαν οδηγός για την υλοποίηση των επόμενων έργων που μεταβάλλουν την ιστορική πραγματικότητα σε συμβολική υπερπραγματικότητα.
Ο Σαρακατσιάνος, ταγμένος στην υπόθεση της τέχνης, δημιούργησε με τα υλικά της ζωγραφικής, της γλυπτικής και της χαρακτικής, εικόνες σύμβολα του καιρού του και ανέδειξε την ποιητική διάσταση της καθημερινότητας του νεοέλληνα σε μια μεταβατική περίοδο της ιστορίας του.
Από το 1973, που επέστρεψε στην Ελλάδα μετά από μια εξαετή περιπλάνηση στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (Λονδίνο, Παρίσι, Ρώμη κ.ά.), εμφανίζεται με ένα ήδη διαμορφωμένο εικονιστικό λεξιλόγιο που του επιτρέπει να δομεί εικόνες με πολλαπλές σημασίες καθώς συνδέονται με συνειδητές εμπειρίες καθημερινής ζωής και ασύνειδες μνήμες: Σχηματοποιημένες πολυκατοικίες, φουγάρα εργοστασίων, μπουκάλες οξυγόνου, μηχανές σε λειτουργία, μοτοσυκλέτες, γρανάζια και σήματα κυκλοφορίας συνυπάρχουν με παχύσαρκες ή αθλητικές ανθρώπινες μορφές καθιστές και αιωρούμενες, καβαλάρηδες, ερωτιδείς, φτερωτά άλογα, σπασμένα αγάλματα και αγγέλους σαλπιστές. Ο καλλιτέχνης αντιλαμβάνεται μια δέσμη καθημερινών συμβόλων σαν ένα νέο σύνολο σημείων επικοινωνίας του σύγχρονου Ελληνα.
Για να αξιολογήσουμε επαρκώς τη μεστή και πρωτότυπη θεματογραφία του Χρήστου Σαρακατσιάνου, από τη δεκαετία του ’70, ας μην παραβλέψουμε το γεγονός ότι η ενεργή συμμετοχή του στις κοινωνικές διαδικασίες (σε ομάδες, συλλόγους, κριτικές επιτροπές, σε πολιτιστικούς κ.ά.) για την προώθηση της τέχνης στον ελλαδικό χώρο, του επέτρεψε να αναπτύξει έντονο κριτικό και επικριτικό λόγο με επιπτώσεις στη διαμόρφωση του μορφοπλαστικού του ιδιώματος.
Όσοι έχουν ακούσει μάλιστα τη φράση «εγώ μπογιατζής είμαι!» γνωρίζουν καλά ότι πίσω από την αυτοσαρκαστική στάση του υπάρχει μια βαθιά τάση έρευνας και πειραματικής μεθόδευσης πάνω στο μουσαμά, γεγονός που τον υποχρεώνει στην παραγωγή περιορισμένου αριθμού έργων.
Αξιοποιώντας με οξυδέρκεια στοιχεία από τις τεχνικές του Ματίς, την παραμορφωτική δεξιοτεχνία του Πικάσο, τον μηχανοποιημένο κόσμο του Λεζέ, τα σουρεαλιστικά παράδοξα και την επιφανειακή εικονογραφία της Ποπ Αρτ, δημιούργησε μια εμπνευσμένη ελκυστική θεματογραφία που προκαλεί το διάλογο. Για το φιλότεχνο ελληνικό κοινό που μέχρι τότε ήταν εξοικειωμένο κυρίως με τις εικόνες παραστατικής ζωγραφικής και στερημένο παντελώς από τις σύγχρονες τάσεις της δυτικής τέχνης, η ζωγραφική του ήταν μια προκλητική αισθητική πρόταση και συνάμα προφητική.
Ο Σαρακατσιάνος, αν και δεν έκανε αναφορές στις θεωρίες της κριτικής κοινωνιολογίας της εποχής, εντούτοις η επίδραση των ιδεών της Νέας Αριστερής διανόησης που βρισκόντουσαν στο επίκεντρο του πνευματικού κόσμου, την εποχή εμφάνισης του έργου του, συμπίπτει με τις θεματικές του επιλογές.
Αφού ξέκοψε από την ακαδημαϊκή απόδοση της φόρμας και τα ταμπού του ρεαλισμού, ξεκίνησε από τις μονόχρωμες ντελικάτες παραμορφώσεις του ανθρώπινου σώματος που οδηγεί πίσω στον Ματίς και στον Πικάσο και ακόμη πιο πίσω, στις χυμώδεις παλαιολιθικές Αφροδίτες (Άτιτλο Νο ΧΙΙΙ-616. 1983. Ακρυλικό 136X89 εκ.), για να μελετήσει τον άνθρωπο στο νέο πολιτιστικό του περιβάλλον που καθορίζεται από την καταναλωτική μανία, τη μόδα, τη διαφήμιση, τη μηχανοποίηση της παραγωγής, την άμβλυνση της συνείδησης και την αναθεώρηση της ιστορίας του.
Επί της ουσίας, ορμώμενος από τον μετασχηματισμό της νεοελληνικής πραγματικότητας, εστίασε σε μια εικονογραφία κριτικής του σύγχρονου πολιτισμού ο οποίος, όπως είχε υποστηρίξει ανάλογα ο Ουμπέρτο Έκο για το έργο τέχνης, ήταν ένα ανοιχτό σύστημα όπου η εμπειρία του γίνεται ελαστική και διαρκώς ανανεωμένη.
Δεν είναι τυχαίο ότι από το 1982 εμφανίζεται για πρώτη φορά το ρωμαλέο ανθρώπινο σώμα με γυρισμένη την πλάτη στο θεατή (Άτιτλο Νο ΧΙΙΙ-611. 1982. Ακρυλικό 120X100 εκ. Συλλογή Σταύρου Μιχαλαριά), εικόνα που αντανακλά μια πανηγυρική μοναξιά και μεταφράζει αυτόματα το σκεπτικισμό του Σαρακατσιάνου απέναντι στον εξωτερικό κόσμο.
Από τεχνικής απόψεως, ο Σαρακατσιάνος κάνει μια ισορροπημένη ζωγραφική δύο διαστάσεων ή ένα είδος γεωμετρικής απλοποίησης του χώρου, των μορφών και των αντικειμένων που ζωγραφίζονται επίπεδα υποχρεώνοντας το βλέμμα του θεατή να αλλάζει διαρκώς οπτική παρατήρησης του πίνακα. Έντονες αντιπαραθέσεις καθαρών και επίπεδων χρωμάτων σε μικρές ή μεγάλες επιφάνειες, μικρά τρικ προοπτικής, μνημειακές μονόχρωμες ανθρώπινες μορφές με καλοσχεδιασμένους όγκους δίνουν στις συνθέσεις του την εντύπωση ότι όλα είναι μετέωρα και ανάλαφρα.
Αυτή η εντύπωση του μετεωρισμού, που καθορίζεται από το άνοιγμα ή το κλείσιμο των αποστάσεων ανάμεσα στις χρωματισμένες επιφάνειες (τεχνική της διαπλάτυνσης), του επιτρέπει να σχεδιάσει τις μορφές σε ύψος ή σε πλάτος και να τους προσδώσει ρυθμική θέση στο χώρο.
Η τέχνη του μας υποχρεώνει σε μια υπερβολική αυτοσυνειδησία επειδή ακριβώς δεν δημιουργεί τη ψευδαίσθηση της πραγματικότητας, ούτε απλά την ερμηνεύει. Αντίθετα, μορφοποιεί ένα παιχνίδι λεπτών ισορροπιών ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη ψευδαίσθηση ώστε ο θεατής να ανακαλύψει τα υποβόσκοντα νοήματα και να εντοπίσει τον φαινομενολογικό χαρακτήρα της εποχής. Έτσι, οι άτιτλοι πίνακες του είναι νοητικές εικόνες ενός κόσμου που βρίσκεται σε μετακαταναλωτικό στάδιο και συγκαλυμμένα αναφέρονται στον ερωτισμό, στη σαγήνη, στην ηδυπάθεια, στη ραστώνη, στη μητρότητα, στο θάνατο, στη μοναξιά, στη φυγή, στη νίκη, στην ιστορία, στον αθλητισμό (αφού και ο ίδιος υπήρξε για χρόνια φανατικός αθλητής). Γ’ αυτό και ο Σαρακατσιάνος δεν ζωγραφίζει επικαλούμενος το στοιχείο του τυχαίου ώστε να αφήσει το χρώμα του να στάξει ή να προσθέσει μια μορφή συμπληρώνοντας κάποιο κενό.
Οι εικόνες του, μεθοδικά ζωγραφισμένες, είναι ένα βήμα μετά τη φαντασιακή εικονογραφία των καθολικών σουρεαλιστών και ένα βήμα παραπέρα από την κυνική πραγματικότητα των προτεσταντών καλλιτεχνών της Ποπ Αρτ με την οποία εξοικειώθηκε κατά την παραμονή του στη Νέα Υόρκη (1988-2001). Αξιοποιώντας τις διαδρομές τους, απέκλινε από την υποκειμενικότητα του σουρεαλισμού και την αντικειμενικότητα της αμερικανικής ποπ για να προβάλλει και να υπογραμμίσει το στοχαστικό στοιχείο της σύγχρονης εικόνας. Από αυτή την άποψη, ήδη μετά έργα της δεκαετίας του 70, προετοίμασε την Εννοιολογική Μετά-Ποπ Τέχνη της δεκαετίας του ’90, γεγονός που τον καθιστά έναν από τους στυλοβάτες της.
Αν ο Χρήστος Σαρακατσιάνος ζωγράφιζε εικόνες που να αντανακλούν απλά συμβάντα της ζωής, η τέχνη του θα στένευε τους νοητούς μας ορίζοντες και θα μέναμε με την εμπειρία της πραγματικότητας. Αντίθετα, η ικανότητα του να δίνει φιλοσοφική διάσταση στις εικόνες και να αποτυπώνει την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης κάνει τα έργα του διαχρονικά. Ας συγκρίνουμε τον Θρήνο της Ανδρομάχης μπροστά στο νεκρό σώμα του Έκτορα (1783. Λάδι σε μουσαμά, 275 Χ203εκ. Παρίσι, Σχολή Καλών Τεχνών) που ζωγράφισε ο νεοκλασικιστής ϋαοςυθδ-Ιουϊδ Πενιά με τον αντίστοιχο θρήνο του νεκρού ήρωα με το μπαταρισμένο δεξί πόδι Ατιτλο Νο ΧΙΙΙ-623 (1984. Ακρυλικό 150X155 εκ.) του Χρήστου Σαρακατσιάνου για να αντιληφθούμε ότι την εποχή της ταχύτητας και του ψηφιακού κόσμου, το αρχέτυπο του πένθους και της αγωνίας επαναλαμβάνεται πάνω στο λείψανο οποιουδήποτε ανώνυμου ήρωα της εποχής. Μελετητής της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας ο Σαρακατσιάνος βάζει στο κέντρο της τέχνης του τον άνθρωπο όπως κεντρική θέση είχε ιδίως στη σωκρατική φιλοσοφία και μας δείχνει ότι στην ερημώδη μορφή του κοινωνικού χώρου που δημιουργήθηκε από τον ίλιγγο της ταχύτητας και την πληροφόρηση υπάρχει πάντα ο μύθος και η μεταμόρφωση. Πίσω από το μετασχηματισμό των μορφών, μια συμβολική τάξη πραγμάτων δίνει στο νόημα μεταφορική αξία. Γι’ αυτό και δεν ζωγράφισε ποτέ μέσα από αναπαραγωγές εικόνων (καρτ ποστάλ, αφίσες) όπως οι καλλιτέχνες της Ποπ Αρτ ούτε τα όνειρά του, όπως οι σουρεαλιστές, αναφέρει ο Γιάννης Κολοκοτρώνης, Επ. Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης ΔΠΘ/ΤΆΜ
Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΑΡΑΚΑΤΣΙΑΝΟΣ από τη Δρ. Βίκυ Σαρακατσιάνου -Ιστορικός της Τέχνης
Ο κόσμος ενός δημιουργού. Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κάποιος για τον κόσμο ενός δημιουργού, ιδιαίτερα στην περίπτωση του Χρήστου Σαρακατσιάνου, ο οποίος δεν περιορίζεται από τα διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα, ούτε εντάσσεται σε κάποιο συγκεκριμένα, αλλά μέσα από το προσωπικό του ιδίωμα και την ιδιαίτερή του γραφή προσεγγίζει και μεταλλάσσει τις ποιότητες της κοινής εμπειρίας δημιουργώντας μια νέα οπτική πραγματικότητα.
Βασικό θέμα και άξονας της δημιουργίας του αποτελεί η γυναικεία μορφή. Γυμνή, πληθωρική, ερωτική, με υπερτονισμένους γλουτούς και διεγερμένους μαστούς που αντικαθιστούν τα χέρια, παραπέμπει στις Ωρινιάκειες Αφροδίτες της απώτατης προϊστορικής εποχής και τα στεατοπυγικά ειδώλια των νεολιθικών χρόνων, σύμβολα της γονιμότητας και της ευφορίας. Παρά την έντονη σχηματοποίηση και αφαίρεση δεν χάνει στο ελάχιστο την πληρότητα και τη ζωντάνια της. Μια μονοκονδυλιά αρκεί για να διαγραφούν τα βασικά ανατομικά της χαρακτηριστικά και να δημιουργηθεί μια πλήρης, πειθαρχημένη, ιδιαίτερα εκφραστική μορφή, που επιβάλλεται με την αγαλματώδη πυκνότητα και το μνημειώδη χαρακτήρα της.
Συνειδητά επιλέγει να εκφραστεί με γεωμετρικές φόρμες και επίπεδες επιφάνειες, οι οποίες αντανακλούν το πνεύμα της εποχής, την κίνηση, την ταχύτητα, τη ραγδαία μεταβολή των πάντων που βιώνει καθημερινά ο σύγχρονος άνθρωπος.
Ο Σαρακατσιάνος θεωρεί την καλλιτεχνική δημιουργία αδιανόητη έξω από κοινωνικές επιρροές. Ιδιαίτερα στα παλαιότερα έργα του ήταν περισσότερο εμφανής η κριτική στάση του απέναντι στο σύγχρονο τρόπο ζωής, που κατακερματίζει και αλλοτριώνει τον άνθρωπο.
Στον εξαιρετικά περιορισμένο χώρο της ζωγραφικής επιφάνειας, οι μορφές ήταν αναγκασμένες να ζουν και να συνυπάρχουν μέσα από αλληλοεισχωρήσεις, πιέσεις και διαιρέσεις με φουγάρα εργοστασίων, καπνοδόχους, θραύσματα μηχανών, τα εμβλήματα της σύγχρονης μεγαλούπολης.
Στα πιο πρόσφατα έργα, ο χώρος γίνεται πιο λιτός και υπαινικτικός, ενώ τα σύμβολα είναι λιγότερο ευανάγνωστα. Αυτό ενισχύεται και από τη χαρακτηριστική απουσία τίτλων, που οδηγεί σε μια πιο υποκειμενική ερμηνεία των έργων, καθώς ο δημιουργός δεν επιθυμεί να δεσμεύσει ή να κατευθύνει το θεατή, αλλά τον αφήνει ελεύθερο να πλάσει το δικό του μύθο και να βιώσει τη μαγεία των σχημάτων και των χρωμάτων.
Τόσο μορφολογικά όσο και εννοιολογικά, τα έργα στηρίζονται στην ισορροπία των αντιθέσεων: αρσενικό-θηλυκό, ανθρώπινο-μηχανικό, πραγματικό-φανταστικό, μικρόσωμο-μεγαλόσωμο, γεωμετρικό-πλαστικό. Συχνά ανοίγονται μικροσκοπικά παράθυρα-πίνακες, όπου αποδίδονται ψευδαισθησιακά τοπία ή αυτόνομα αντικείμενα με φωτορεαλιστική ακρίβεια, δημιουργώντας μια σουρεαλιστική ατμόσφαιρα με έντονους συμβολικούς υπαινιγμούς, αποδεικνύοντας, ταυτόχρονα, τη σχεδιαστική δεινότητα του δημιουργού.
Το τυχαίο έχει ελάχιστη θέση στη δουλειά του. Η αμοιβαία εξάρτηση όλων των στοιχείων διέπεται από μια εσωτερική αναγκαιότητα. Η ενότητα και η ισορροπία που αποπνέουν τα έργα, είναι αποτέλεσμα συνεχών πειραματισμών και αναζητήσεων, ώστε να επιτευχθεί η μορφοποίηση της ιδέας.
Ο ίδιος αναφέρει: «Ο κάθε καλλιτέχνης κρίνεται από τα ερωτήματα που θέτει, τις πλαστικές λύσεις που δίνει και την ταύτισή του με τα στοιχεία που χρησιμοποιεί. Τότε μόνο μπορούμε να μιλήσουμε για δημιουργία, διαφορετικά έχουμε διακοσμητικές εικόνες, που οργανώνονται με βάση μια μορφολογική αρχή».
Τα χρώματα είναι πάντοτε λαμπερά, πλακάτα και απλώνονται σε υπολογισμένες, αυστηρά καθορισμένες γεωμετρικές επιφάνειες. Η προσωπική διαπραγμάτευση του χρώματος πηγάζει από την εξαιρετικά πλούσια πλαστική του μνήμη και τη βιωματική σχέση του με τη λαϊκή τέχνη της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Ηπείρου, τις βυζαντινές εικόνες, τα χρώματα της ελληνικής υπαίθρου, ανάμεικτα με στοιχεία Ρορ ΑρΤ. Η Ελλάδα, άλλωστε, ήταν πάντοτε πηγή έμπνευσης και σημείο αναφοράς στο έργο του. Τα αναρίθμητα ταξίδια του, ωστόσο, στο εξωτερικό και η μακροχρόνια παραμονή του στη Νέα Υόρκη και στα διάφορα καλλιτεχνικά κέντρα της Ευρώπης έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της εικαστικής του ταυτότητας. Στα έργα του φιλτράρονται και ενσωματώνονται δημιουργικά στοιχεία από την ευρωπαϊκή ζωγραφική παράδοση και τα κινήματα του μοντερνισμού, τα βιώματά του από το λαϊκό μας πολιτισμό και οι διαχρονικές αξίες της αρχαίας ελληνικής τέχνης.
Ο Σαρακατσιάνος δεν σταματά ποτέ να θέτει ερωτήματα, να προβληματίζεται, να αναζητά πλαστικές λύσεις, να εκφράζει τις φιλοσοφικές και υπαρξιακές του ανησυχίες και να αποτυπώνει αιώνιες αξίες που σχετίζονται με τον αμετάκλητο κύκλο της ζωής, τη γέννηση, τον έρωτα και το θάνατο, δημιουργώντας έργα σύγχρονα, με μια παγκόσμια διάσταση, που φέρουν τη σφραγίδα του μορφοπλαστικού του ιδιώματος και εκφράζουν το όραμά του για την τέχνη και τον κόσμο, καταλήγει η Δρ. Βίκυ Σαρακατσιάνου, Ιστορικός της Τέχνης.
Ατομικές εκθέσεις
1982, Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο "Ώρα", Αθήνα
1984, Αίθουσες Τέχνης Επίπεδα, Αθήνα
1984, Αίθουσα Τέχνης Σταυρακάκη, Ηράκλειο, Κρήτη
1985, Αίθουσα Τέχνης Εποχή, Γιάννενα
1985, Αίθουσα Τέχνης Σταυρακάκη, Ηράκλειο, Κρήτη
1985, Delphi Gallery of Fine Arts, Δελφοί
1986, Αίθουσα Τέχνης Αγκάθι, Αθήνα
1986, Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, Αρχαιολογικό Μουσείο Άνδρου, Άνδρος
1987, Κουμαντάρειος Πινακοθήκη Σπάρτης, Σπάρτη
1988, Gallerie F, Αθήνα
1989, Αίθουσα Τέχνης Σταυρακάκη, Ηράκλειο, Κρήτης
1990, Μουσείο Βορρέ, Παιανία, Αττική
1990, Victoria Artists Society, Μελβούρνη, Αυστραλία
1996, The Union League Club, Νέα Υόρκη, Η.Π.Α.
1999, Stavros Mihalarias Art, Αθήνα
2000, Χώρος Σύγχρονης Τέχνης Αμυμώνη, Ιωάννινα
2002, Gallery Polychromo, Άνδρος
2005, Δημοτική Πινακοθήκη Ιωαννίνων, Ιωάννινα
2009, Χώρος Σύγχρονης Τέχνης Αμυμώνη, Ιωάννινα
2010, Πολυχώρος "Απόλλων", Πειραιάς