Ο Παύλος Σάμιος, που έφυγε μετά από μάχη λίγων μηνών με τον καρκίνο, έζησε μια ζωή μυθιστορηματική, με ψηφίδες από τα σπασμένα γλυπτά της αρχαιότητας και το Βυζάντιο, ως τον Χατζιδάκι, τον Τσαρούχη, την Κάλλας. Κάνοντας πράξη την προτροπή του δασκάλου του, Μόραλη: «μελέτησέ τα και προχώρα παραπέρα».
«Κλείστο αυτό το πράγμα»
Ο πατέρας του Παύλου Σάμιου είχε φτάσει το 1924 στο λιμάνι του Πειραιά από τη Μικρά Ασία, ανάμεσα στους λίγους από τους δεκάδες χιλιάδες ξεριζωμένους Ελληνες που κατόρθωσαν να πατήσουν ελληνική γη. Εστησε το σπίτι του στα Σφαγεία του Ταύρου, δημιούργησε οικογένεια, έστησε ένα τσαγκαράδικο από τα πιο γνωστά της Αθήνας και εκεί που νόμιζε ότι η ζωή του θα προχωρούσε με αυτό τον ρυθμό, γεννήθηκε ξαφνικά ο Παύλος -δέκα χρόνια μετά το τελευταίο παιδί της οικογένειας. Το στερνοπούλι, που έγινε η σκιά του πατέρα, έγινε η μόνιμη τροφή στην αγκαλιά της μάνας του «που ήταν πληθωρική, με γεμάτες αγκαλιές. Σαν τις γυναίκες στα έργα μου που δεν είναι ερωτικές, αλλά μεγάλες μητέρες», όπως έλεγε ο Σάμιος.
Ο βενιαμίν Παύλος, λοιπόν, στο Δημοτικό δεν ξεκολλούσε από το τραντζίστορ του σπιτιού. Και εκεί, ένα απόγευμα, που δεν ξέχασε στη ζωή του, άκουσε για πρώτη φορά Μαρία Κάλλας. Αΐντα. Και αμέσως συγκλονίστηκε από αυτό που δεν μπορούσε να ερμηνεύσει ως παιδί. Αναζητούσε τη φωνή της, με τον πατέρα του να φωνάζει «κλείστο αυτό», όταν την άκουγε. Κάθε φορά που διάβαζα κάτι για τον Παύλο Σάμιο ήταν σαν να ακούω τη φωνή της Μαρίας Κάλλας, που μάλλον και ο ίδιος έφερε για πάντα μέσα του, ως το πρώτο ανεξήγητο σκίρτημα της παιδικής ηλικίας. Ο Παύλος Σάμιος από 10 ετών πήγαινε στο τσαγκαράδικο του πατέρα του και τον βοηθούσε στην κατασκευή γυναικείων παπουτσιών. Οι γόβες ήταν το υπόδημα που κυρίως κατασκεύαζε -θυμηθείτε πόσες γόβες έχετε δει να διατρέχουν δεκάδες από τα έργα του Σάμιου.
Σχεδιάζοντας γόβες από τη βιτρίνα του Σεβαστάκη
Επειδή σχεδίαζε εξαιρετικά, τον έστελνε ο πατέρας του ήδη από το Δημοτικό στο περίφημο κατάστημα υποδημάτων Σεβαστάκη, να σχεδιάζει με ακρίβεια τα παπούτσια στη βιτρίνα που του είχαν παραγγείλει οι γυναίκες που είχαν πρόβλημα στα πόδια και δεν έβρισκαν εύκολα παπούτσια. Ηταν ο «φωτογράφος» των δημιουργιών του πατέρα του που ονειρευόταν να στείλει τον Παύλο στην Ιταλία να γίνει σχεδιαστής παπουτσιών. Δεν έγινε όμως έτσι.
Συνέχισε να εργάζεται πλάι στον αγαπημένο του πατέρα και να συλλέγει αχόρταγα εικόνες από την λαϊκή συνοικία του Ταύρου, τα απογεύματα στο σπίτι, τις βραδιές γύρω από το ραδιόφωνο -να, άλλο ένα αντικείμενο που ξαφνικά συναντάμε σε έργα του. Και ένιωσε έλξη για τη Βυζαντινή Τέχνη, με αποτέλεσμα να αρχίσει να ζωγραφίζει από τα 14 με τον τρόπο αυτό, πριν αποφασίσει να παρακολουθήσει ένα εργαστήρι Αγιογραφίας για να μάθει τις βασικές αρχές, τα εργαλεία της τέχνης αυτής. Ετσι, το Βυζάντιο, για την ακρίβειά τα χρώματά του, έγιναν κεντρικό στοιχείο της δημιουργικής του ταυτότητας.
«Μπράβο, παιδί μου. Τι είναι Σχολή Καλών Τεχνών;»
«Γαιώδη χρώματα, στα οποία πετάω μέσα πινελιές από δυνατό κίτρινο, ή κόκκινο, για να δώσω ένταση στο θέμα», όπως έλεγε. Οι 42 συνεχείς μέρες που έζησε στον ναό Πρωτάτου στο Αγιον Ορος, μαζί με τον Παύλο Μυλωνά, αποτυπώνοντας τις ίσως ωραιότερες σωζόμενες βυζαντινές αγιογραφίες, ήταν η πλέον καθοριστική στιγμή. «Αν ξέρεις τη βυζαντινή, ξέρεις όλη τη ζωγραφική», έλεγε με θαυμασμό και χωρίς να σηκώνει αντιρρήσεις.
Ο Παύλος Σάμιος λοιπόν δεν έγινε σχεδιαστής υποδημάτων στην Ιταλία, αλλά στα 17 του χρόνια μπήκε στη Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, πρώτος στο τμήμα χαρακτικής. «Πήγα σε ένα περίπτερο έξω από το Πολυτεχνείο και τηλεφώνησα στον μπαμπά μου. Του φώναξα ενθουσιασμένος ότι πέρασα πρώτος στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Και ο μπαμπάς απάντησε “μπράβο παιδί μου… Τι είναι αυτό;”». Ηταν μια από τις ιστορίες που του άρεσε να αφηγείται ξανά και ξανά. Χρησιμοποιώντας σχεδόν πάντα τη λέξη «μπαμπάς».
Είναι παράξενο, αλλά και θαυμαστό, πως εκείνες τις εποχές -ο Σάμιος γεννήθηκε το 1948, άρα μιλάμε για το 1966 περίπου- ένα παιδί υποδηματοποιού από λαϊκή συνοικία μπήκε σε αυτό τον κόσμο. Ηδη 17 χρόνων, πριν μπει στη Σχολή, στα προπαρασκευαστικά μαθήματα που παρακολουθούσε υπό τον Νίκο Νικολάου, είχε την ευκαιρία να πάει με συμμαθητές του στο Παρίσι και να δει για πρώτη φορά από κοντά έργα του Πικάσο. Μια εγκεφαλική, διανοητική έκρηξη.
«Γύρισα και άρχισα να ζωγραφίζω σαν τον Πικάσο! Με πέρασαν στην ΑΣΚΤ όχι για το σχέδιό μου, που ήταν σαν μια γραμμή, αλλά για τα χρώματα», αφηγείτο αργότερα.
«Ο Χατζιδάκις και ο Τσαρούχης με ξεμπλόκαραν»
Φοιτητής στην ΑΣΚΤ, στο τμήμα του Μόραλη, τον οποίο αποκαλούσε «πατέρα» και «μέντορα» και συνέχισε να έχει στενή σχέση μαζί του μέχρι το τέλος της ζωής του, στην Αίγινα, μπήκε ταυτόχρονα στην εικόνα του μεγάλου Μυστικού Δείπνου: της θρυλικής παρέας που σύχναζε στον «Μαγεμένο Αυλό» στην Πλατεία Προσκόπων. Εμενε δίπλα στην οδό Νικάνδρου και ο Μάνος Χατζιδάκις τον κάλεσε σε αυτή την παρέα, όπου συνυπήρξε με τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Βολανάκη, τον Κουρουπό και άλλες θρυλικές μορφές. Κάθε βράδυ συνομιλούσαν όχι μόνο για τη ζωή και την Τέχνη, αλλά και για θεματικές που έθετε ο Μάνος Χατζιδάκις, π.χ. τον Πλάτωνα.
«Εκείνη την εποχή εμείς παλεύαμε σαν προσωπικότητες. Ημουν μεταξύ μοντερνιτέ και Βυζαντίου. Και ο Χατζιδάκις μαζί με τον Τσαρούχη με ξεμπλόκαραν. Μας μεγάλωσαν στην ελληνική πραγματικότητα», έλεγε ο Παύλος Σάμιος. Για να νιώσει στη συνέχεια, για πρώτη φορά, πραγματικά Ελληνας, όταν μετά τις σπουδές έφτασε στο Παρίσι για να δει την καριέρα του να ανθεί. Ή περίπου: έφτασε, όπως ομολογούσε, με μια κάποια αλαζονεία ότι θα τα πάει περίφημα, αφού η έκθεση που είχε παρουσιάσει στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη με θέμα αρχαιότητες και καφενεία είχε πάρει διθυραμβικές κριτικές. Όμως, στο Παρίσι τα πράγματα ήταν δύσκολα. Δούλεψε εξοντωτικά. Εφερε το Βυζάντιο, την προοπτική του στα πρώτα του έργα και σιγά σιγά άρχισε να εκθέτει, να δημιουργεί το δικό του niche στην ευρωπαϊκή μητρόπολη.
Η φωτιά που έκαψε όλα τα έργα του και τον απελευθέρωσε
Εζησε στο Παρίσι από το 1978 έως το 1992, πριν αποφασίσει ότι το μουντό φως του Παρισιού δεν τον έτρεφε, το αντίθετο μάλλον, τον μαράζωνε. Επρεπε να επιστρέψει στη ρίζα του. Είχε προηγηθεί το 1985 η πυρκαγιά που κατέκαψε το ατελιέ του στη σοφίτα μιας πολυκατοικίας. Εργα των τελευταίων τεσσάρων ετών καταστράφηκαν, αφανίστηκαν. Και μέσα από αυτή την απώλεια προέκυψε η απόλυτη ελευθερία του. Προσπάθησε να τα ξαναδημιουργήσει, φώναξε τα ίδια μοντέλα, ανέτρεξε σε φωτογραφίες. Και, καθώς ξεκίνησε να σχεδιάζει, ένιωσε ότι κάτι έχει τελειώσει. Εδιωξε τα μοντέλα, πέταξε τις σημειώσεις και ζωγράφισε απελευθερωμένος.
Ο Παύλος Σάμιος ήταν αυτό που ευδιάκριτα βλέπουμε στους πίνακές του. Είναι σαν polaroids της ζωής του να εκτίθενται μπροστά στα μάτια μας. Το Βυζάντιο, οι αρχαιότητες, ο Χατζιδάκις, ο Καβάφης, η Κάλλας, το σπίτι της παιδικής ηλικίας, η μάνα, είναι όλα εκεί. Ελεγε ότι όταν ζωγραφίζει νιώθει βασιλιάς. Όταν τελείωνε και έβγαινε στον δρόμο, ένιωθε ένας άλλος άνθρωπος από αυτόν που λεπτά πριν ζωγράφιζε. Αγάπησε τη μεγάλη κλίμακα -τα τελευταία του έργα έφταναν ως και τα τρία μέτρα. Ηταν στη μικρή χαραμάδα μεταξύ των lockdown που έφερε η πανδημία, στην γκαλερί Σκουφά με την έκθεση «Καφέ Παράδεισος». Τυχεροί οι φοιτητές του στην ΑΣΚΤ όπου δίδαξε από το 2000 (Εργαστήριο παραδοσιακής ζωγραφικής fresco-βυζαντινές εικόνες-χειρόγραφα) και τους μετέδωσε όλες τις γνώσεις του και τον τρόπο να κοιτάζουν και να χειρίζονται τα χρώματα. Τον τρόπο να αφομοιώνουν τα πάντα για την παράδοση πριν προχωρήσουν στο δικό τους βήμα -όπως του δίδαξε και του ίδιου ο Γιάννης Μόραλης.
Η ευθύνη της πατρότητας σιγούρευσε το σχέδιό του
Στα χρόνια του Παρισιού έγινε πατέρας, απέκτησε δύο κόρες, την Πανδώρα και την Αφαία. «Η πατρότητα επηρέασε καθοριστικά τη ζωγραφική μου. Η ευθύνη που ένιωθα σιγούρευσε το σχέδιο, δημιούργησε μια άλλη πάστα στα χρώματα» έλεγε. Ο έρωτας επίσης τον οδήγησε συχνά -κάποιες τυχερές ίσως αναγνωρίσουν μορφές που τους μοιάζουν στα έργα του, «ένα βλέμμα σε μια κοπέλα στο λεωφορείο μπορεί να ήταν η αφορμή για να ζωγραφίσω». Τα τελευταία χρόνια ήταν παντρεμένος με τη Μαρία Ξανθάκου.
Με την αφορμή του θανάτου του, ξανακοιτάμε τα έργα του: τα γοβάκια, το τρανζιστοράκι, τα σπασμένα γλυπτά, τα χρώματα του Βυζαντίου, τις γυναίκες, τα καφενεία… Τη θάλασσα να ξεπροβάλλει από παντού στα έργα του.
«Η θάλασσα είναι μέσα μου», έλεγε. Την έφερε και πατρογονικά: από τον Πειραιά που έφτασε ο πατέρας του από τη Μικρά Ασία, αλλά με ρίζες στο χωριό Πλάτανος στη Σάμο και την Ανδρο (από εκεί ήταν η γιαγιά του Παύλου, η Πιπίτσα). Από τη Λευκάδα, όπου καταγόταν η μάνα του.
Ο Παύλος Σάμιος, που έφυγε μετά από μάχη λίγων μηνών με τον καρκίνο, έλεγε ότι δεν φοβάται τον θάνατο. Φοβόταν τον πόνο, την ταλαιπωρία πριν από αυτόν. «Ισως γι' αυτό ζωγραφίζω. Για να αφήσω κάτι». Αφησε ένα ολόκληρο σύμπαν, ακαριαία αναγνωρίσιμο οπτικά και ενστικτωδώς. Ένα σύμπαν που είναι η βιογραφία του και η βιογραφία της ελληνικής ζωγραφικής πριν από αυτόν.