Τι γίνεται όταν τελειώνει μια παράσταση που ετοίμαζες χρόνια πριν, για δύο μήνες σάρωσε στη σκηνή, έγινε viral, αγαπήθηκε σχεδόν καθολικά και παράφορα; Οι ήρωες του «Σπιρτόκουτου» της Στέγης εξηγούν.
Ακριβώς δύο μήνες πριν, στις 22 Ιανουαρίου, το «Σπιρτόκουτο», το αλλόκοτο μιούζικαλ που πάτησε στην ομώνυμη ταινία του Γιάννη Οικονομίδη και ανέβηκε τον Νοέμβριο στη Στέγη, έριξε αυλαία. Η παράσταση έκανε θόρυβο, συζητήθηκε, έφερε μια τομή στο είδος, πλημμύρισε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και μετά... τίποτα. Η τύχη παραστάσεων που αγαπήθηκαν και κατοίκησαν στο κοινό και η απορία: «πού πάει όλη αυτή η ενέργεια, η σκηνική ζωή;».
Ο Γιάννης Νιάρρος σκηνοθέτησε και μαζί με τον Αλέξανδρο Λιβιτσάνο έγραψαν τη μουσική για την ιστορία αυτής της οικογένειας στον Κορυδαλλό, που μπορεί να μοιάζει με λαϊκό ρουστίκ προφίλ και να βγάζει γέλιο, αλλά είναι βουτηγμένη στην απελπισία της πραγματικής ζωής. Μεταφέροντας στη σκηνή το αριστουργηματικό φιλμ του Οικονομίδη - ιστορία δυτικών προαστίων και αμερικανικών κίβδηλων ονείρων.
Τι γίνεται λοιπόν όταν τελειώνει κάτι τόσο έντονο, σαρωτικό στη ζωή σου; Πού πάνε οι παραστάσεις όταν τελειώνουν; Ποιες εικόνες, ήχοι μένουν; Τι ακολουθεί; Απάντηση στα ερωτήματα δίνουν ο κορυφαίος σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης, που παρέδωσε το «Σπιρτόκουτο» στα χέρια των Νιάρρου και Λιβιτσάνου, ο Γιάννης Αναστασάκης, ένας ηθοποιός μνημείο σκηνικής παρουσίας που υποδύθηκε τον πατέρα της οικογένειας τον Δημήτρη, η Αγορίτσα Οικονόμου, που υποδύθηκε τη μάνα, τη Μαρία. Επίσης ο γιος, ο Γιώργος Κατσής, που υποδύθηκε τον Λουκά -και ακόμα νιώθω το μικρό δάχτυλο του ποδιού μου να πονάει μήνες αφού τον είδα να χτυπάει το δικό του στο τραπεζάκι επί σκηνής και να επιδίδεται σε έναν χορό εξοντωτικού πόνου. Αλλά και ο κουνιάδος ο λυρικός τραγουδιστής Μάριος Σαραντίδης, που ως Γιώργος βάζει φρένο στα επεκτατικά όνειρα του Δημήτρη, αλλά είναι και ο μόνος που του συμπαραστάθηκε την ώρα της κρίσης.
Γιάννης Οικονομίδης: Ζει και βασιλεύει
Το μιούζικαλ «Σπιρτόκουτο» από τη στιγμή που γεννήθηκε θα ζει και θα βασιλεύει! Δεν υπάρχει περιθώριο για θλίψη. Θα θυμάμαι πάντα τον Δημήτρη (Γιάννη Αναστασάκη) μεγαλοπρεπή στην απελπισία του, όρθιο πάνω στο πιάνο, στο ξεκίνημα του έργου. Αν ήταν η παράσταση αυτό που είχα στο μυαλό μου; Εδώ και χρόνια δεν προσπαθώ να φανταστώ τίποτα πριν το μέγα γεγονός της δημιουργίας. Μόνο μια γενική ιδέα… (!). Ανεκτίμητο το ξάφνιασμα της έκπληξης εν τέλει της αποκάλυψης.
Πού πάνε οι παραστάσεις όταν πεθάνουν; Στην ψυχή αυτών που τις αγάπησαν και αυτών που τις μισήσανε. Για τους αδιάφορους δεν μιλάμε…
Γιάννης Αναστασάκης: Η μνήμη που ανθίζει
Αμέσως μετά το τέλος των παραστάσεων του «Σπιρτόκουτου» είχα πρεμιέρα στην «Άνοδο του Αρτούρο Ούι» του Μπρεχτ. Δεν πρόλαβα να «θρηνήσω». Κρατώ τη χαρά που πήραμε τους μήνες των προβών και των παραστάσεων στη Στέγη. Νοσταλγώ τα πρόσωπα των συναδέλφων μου, τα γέλια των μουσικών, τους ανθρώπους πίσω από τη σκηνή, την ησυχία στην πλατεία λίγο πριν σβήσουν τα φώτα στο φινάλε. Κι ελπίζω να βρεθούμε όλοι μαζί ξανά!
Μου λείπει περισσότερο το βλέμμα του Μάριου (Γιώργος) όταν μου έλεγε «Σε παρακαλώ», ζητώντας μου να του πω αν το εννοούσα στ' αλήθεια ότι το παιδί δεν είναι δικό του. Η τελευταία ματιά της Αγορίτσας (Μαρία). Μια φράση που μου έλεγε -η ίδια πάντα!- ο Τζούλιο (Λουκάς) στα παρασκήνια για να τονώσει το ηθικό μου! Η αγκαλιά της Νάνσυ (Κική), ο Ισπανός Αποστόλης, το καθημερινό «χάπι» της Μαργαρίτας-Δάφνης, τα μάτια της Ελένης (Άντζελα), εκείνα της Θεοδοσίας, της Δανάης και του Βασίλη όταν ήμουν στο μπαλκόνι… Δεν μπορώ να ξεχωρίσω.
Πού πάνε οι παραστάσεις όταν πεθαίνουν; Στον κήπο μας. Κι όσο τις φροντίζουμε τόσο ανθίζουν στη Μνήμη. Ζουν μίαν ήσυχη δεύτερη ζωή κι είναι έτοιμες για την Αναγέννηση!
Αγορίτσα Οικονόμου: Ξύλινα τσόκαρα σε ξύλινο πάτωμα
Και τώρα και πριν αναλαμβάνει η ζωή, η καθημερινότητα, η ροή της ζωής. Δεν νιώθω ούτε θλίψη, ούτε κενό, αντιθέτως νιώθω χαρά όταν σκέφτομαι την παράστασή μας. Άνθρωποι που ενώθηκαν και που προσπάθησαν να συντονιστούν για να πουν μια ιστορία. Μόνο χαρά! Αυτό που μου λείπει πιο πολύ είναι το μετά τη παράσταση, το μεταξύ μας μετά την παράσταση. Εικόνα: Εγώ στην κουίντα ν' απολαμβάνω και να θαυμάζω όλους αυτούς τους υπέροχους συνεργάτες. Σκέψη: να πάνε όλα καλά! Ήχος: ξύλινα τσόκαρα σε ξύλινο πάτωμα.
Πού πάει μια παράσταση όταν πεθαίνει; Οι παραστάσεις δεν πεθαίνουν, όσο υπάρχουν στην καρδιά και στο μυαλό μας...
Γιώργος Κατσής: Απεχθάνομαι τη νοσταλγία
Παίζω στην παράσταση «Ο παγοπώλης έρχεται» στο θέατρο Προσκήνιο και παράλληλα προσπαθώ να βρω χρηματοδότηση για μια παράσταση που έχω γράψει και θέλω να σκηνοθετήσω που ακυρώθηκε τον περασμένο χειμώνα λόγω παντελούς έλλειψης επικοινωνίας με την τότε παραγωγή. Μου είναι πολύ εύκολο να αποχαιρετάω τις παραστάσεις και τους ανθρώπους που συμμετείχαν. Χαίρομαι όταν τελειώνει κάτι και απεχθάνομαι τη νοσταλγία.
Η νοσταλγία είναι ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί κάποιος να αποφύγει ένα παρόν που δυσαρεστεί ή ένα μέλλον που τον τρομάζει. Εγώ την έζησα τη παράσταση, δεν είμαι τόσο άπληστος για να τη σκέφτομαι και μετά το τέλος της. Φανταζόμουν μια παράσταση του Γιάννη Νιάρρου. Και ήταν μια παράσταση του Νιάρρου 100%.
Δεν μου λείπει τίποτα από την παράσταση. Μου έχει μείνει ένας πόνος στο δεξί μου γόνατο από μια ανώμαλη προσγείωση σε μια παράσταση και ένας ελαφρότερος στον αριστερό γοφό μου που χτυπούσα καθημερινά για μια σκηνή.
Πού πάνε οι παραστάσεις όταν πεθαίνουν; Όπου πάμε κι εμείς αφού πεθάνουμε: πουθενά.
Μάριος Σαραντίδης: Μούσκεμα από χαρά
Τώρα ηρεμία μετά την καταιγίδα. Έτσι το βίωσα, ως μια δημιουργική καταιγίδα που με έκανε μούσκεμα από χαρά. Πλέον ξυπνάω και δεν έχω το άγχος για τη φωνή μου ή αν έχω αρρωστήσει. Αυτό είναι το καλό μέρος του τέλους. Η επίγευση όμως που έχει αφήσει είναι γλυκιά και μοιάζει τόσο μακριά ξαφνικά. Σαν να το έκανε κάποιος άλλος. Μου λείπει πολύ αλλά πάντα πάμε παρακάτω και η ζωή αποκτά έτσι αναμνήσεις και θύμησες. Νιώθω τυχερός για την επιλογή μου να κάνω ένα έργο τόσο μακριά από μένα. Όνειρο!
Αυτό που μου λείπει είναι η σιωπή πριν βγει ο Γιάννης Αναστασάκης στη σκηνή και ο ήχος από τα τσόκαρα της Αγορίτσας στην πρώτη της είσοδο. Εικόνα αγαπημένη όταν έβγαινα και έβλεπα τα παιδιά πάνω στο μπαλκόνι με ένα χαμόγελο πονηρό σαν να τους λέω με το πρόσωπό μου, άντε πάμε να φτιάξουμε το μπουρδέλο!
Δεν είχα καμία προσδοκία ή εικόνα από πριν. Ήταν μια τόσο έντονη δημιουργική φάση η πρόβα σε αυτή την παραγωγή που άλλαζε το παν κάθε μέρα. Η σιγουριά μου επίσης σε όλ@ ήταν τόσο καθησυχαστική που απλά εμπιστευόμουν και αφηνόμουν. Τέλεια αίσθηση! Αυτό που βγήκε μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι δικαιώνει τη δουλειά όλων μας και με κάνει προσωπικά περήφανο. Ένα θέαμα εντελώς αλλούτερο.
Πού πάνε οι παραστάσεις όταν πεθαίνουν; Πφφφ! Πού πάνε; Στη μνήμη αλλά όχι στη λήθη. Στις εικόνες του κινητού που ζωντανεύουν πάλι από την αρχή και έρχεται το χάδι της ανάμνησης να σε ταράξει.