O πολυσήμαντος Βαρλικόφσκι σκηνοθετεί με τη σκιά του Ντέιβιντ Λιντς τα «Παραμύθια του Χόφμαν» στη Λυρική, με έναν Χόφμαν μεθύστακα και μια Στέλλα που από πορνοστάρ ως αναφορά στην Iζαμπέλα Ροσελίνι στο Μπλε Βελούδο, καθηλώνει με την παρουσία της σοπράνο Νικόλ Σεβαλιέ.
Πήγα στην Εθνική Λυρική Σκηνή για να δω «Τα παραμύθια του Χόφμαν», του Οφενμπαχ, από τον Κριστόφ Βαρλικόφσκι, τον επιδραστικό παγκόσμιο σκηνοθέτη θεάτρου και όπερας με τον απολύτως αναγνωρίσιμο τρόπο -οι φίλοι των παραστατικών τεχνών, αν δουν εικόνες από έργα χωρίς αναγραφή ονόματος, θα αναγνωρίσουν αμέσως ότι είναι δουλειά του Βαρλικόφσκι.
Φεύγοντας, 4 ώρες και λίγα λεπτά αργότερα, το κυρίαρχό μου μότο ήταν ότι είδα τα «Παραμύθια του Χόφμαν» με τη σαρωτική δύναμη της σκηνικής παρουσίας της Αμερικανίδας σοπράνο Νικόλ Σεβαλιέ.
H αλήθεια είναι ότι ο Γιώργος Κουμεντάκης, καλλιτεχνικός διευθυντής της Λυρικής, ήθελε από την αρχή της θητείας του να ανεβάσει το συγκεκριμένο έργο, αυτή τη μοναδική «σοβαρή» όπερα του Ζακ Οφενμπαχ που διέπρεψε στις οπερέτες. Αναζητούσε όμως μια σύγχρονη, αιχμηρή, διαφορετική ανάγνωση του έργου και αυτή προέκυψε όταν συζητώντας με την όπερα La Monnaie των Βρυξέλλων κατέληξαν στην επιλογή του Κριστόφ Βαρλικόφσκι ως σκηνοθέτη για τη συμπαραγωγή των δύο οργανισμών.
Η πρεμιέρα έγινε στις Βρυξέλλες το 2019 και τώρα, με μεγάλη συμμετοχή Ελλήνων τραγουδιστών, έρχεται ως η χριστουγεννιάτικη μεγάλη παράσταση της Λυρικής.
Όπερα σαν ταινία νουάρ
Και εδώ ίσως υπάρχει μια παρεξήγηση σε κάποιους, όπως ο ίδιος ο Βαρλικόφσκι επισημαίνει: δεν έχτισε μια παράσταση ευφρόσυνη με κωμική αύρα, όπως έχει γίνει συχνά στο εξωτερικό. Ο Βαρλικόφσκι ακούμπησε στη σκηνή μια όπερα νουάρ, μια υπόθεση εξαρτήσεων, απελπισίας, προσωπικών αδιεξόδων, κατακρήμνισης από τη δόξα στα «αζήτητα», πυρετικού έρωτα. Και το έκανε επιστρατεύοντας όλα τα μέσα που αγαπά: τις κινηματογραφικές αναφορές, τη σκοτεινή αίσθηση ενός εσωτερικού χώρου του Εντουαρντ Χόπερ, των ταινιών του Ντέιβιντ Λιντς και τα προσφιλή του perfomative video - βιντεοκάμερες που ζωντανά προβάλλουν όσα συμβαίνουν στη σκηνή διογκώνοντας την ένταση της στιγμής.
Επομένως, σκηνικά το στοίχημα είχε εξαρχής εύκολα κερδηθεί με την αισθητική και τους κινηματογραφικούς ειρμούς του Βαρλικόφσκι. Το εύρημα του σακατεμένου ψυχικά Χόφμαν ελκυστικό, προκαλεί ταυτίσεις και εύκολες αναγνώσεις, έχει τον μαύρο χαρακτήρα των καταραμένων ηρώων του κινηματογράφου. Και μετά;
Ο Βαρλικόφσκι βάζει μπροστά από την ιστορία το δικό του πρόθεμα: ο κινηματογραφιστής Χόφμαν, τρέμει τα μικρόβια, κοιμάται με μια γυναίκα που είναι φανταστική και στην ουσία είναι η μούσα του, είναι ερωτευμένος με την πρωταγωνίστρια των ταινιών του την Στέλλα, φτιάχνει ιστορίες με το μυαλό του, δημιουργεί γυναικείους ρόλους στο σινεμά μόνο για να πρωταγωνιστήσει αυτή η Στέλλα. Αμήχανο κάπως το μέρος αυτό, μια αίσθηση αναμονής για κάτι που έρχεται, αλλά πριν πρέπει να περάσεις από την υποχρεωτική διαδικασία της εσωτερικής σύλληψης του Βαρλικόφσκι, σαν τα εμβόλια που πρέπει να κάνεις πριν πας σε έναν εξωτικό προορισμό.
Τρεις τραγωδίες σε μία
Όμως, καθώς η ιστορία ξετυλίγεται και εμφανίζεται στη σκηνή η πρώτη γυναίκα, η Ολυμπία, όταν αυτή αρχίζει να κινείται και να τραγουδά σε ένα σαγηνευτικό ντελίριο τραγουδιού, λαρυγγισμών, μυικών σπασμών, ντυμένη στα ροζ σαν Μπρίτνεϊ Σπίαρς, με το ζόρι κρατιέσαι να μη χειροκροτήσεις όταν κλείνει το στόμα της. Είναι φυσικά η σοπράνο Νικόλ Σεβαλιέ, που παίζει τους ρόλους της Στέλλας, της Ολυμπίας, της Αντωνίας και της Τζουλιέτα. Τρεις γυναίκες που συνθέτουν όλες μέρη της Στέλλας, τρεις γυναίκες που υποδύεται στην οθόνη η Στέλλα.
«Κορίτσι αγνό, της τέχνης ιέρεια και εταίρα» είναι η Στέλλα, λέει ο Χόφμαν. Η σαρωτική Ολυμπία της Σεβαλιέ, είναι όμως μια μηχανική κούκλα που πέφτει από το μπαλκόνι και συντρίβεται, ενώ περιπαικτικά γέλια ακολουθούν τον Χόφμαν που ερωτεύτηκε μια κούκλα. Η Αντωνία, είναι μια σπουδαία σοπράνο που πρέπει να σταματήσει να τραγουδά για να επιβιώσει, εξαιτίας της αρρώστιας που την έχει χτυπήσει ήδη από τα 20 της χρόνια. Μπροστά στο μικρόφωνο μού θυμίζει την Ιζαμπέλα Ροσελίνι. Όταν πεθαίνει η Ουρανία και η ταινία τελειώνει, ο Χόφμαν αποκαλεί την ηρωίδα Μπέτι Ελμς -ω, το όνομα της ηρωίδας στην ταινία «Μulholland Drive» του Ντέιβιντ Λιντς.
Στο τέλος ο φακός ζουμάρει στο πρόσωπο της Τζουλιέτα, που στη σκηνή του Βαρλικόφσκι είναι μια πορνοστάρ, καθώς κάνει σεξ μόνο για την κάμερα. Ένα μοιραίο θηλυκό, ασυναγώνιστο, που θέλει να κλέψει το είδωλο του Χόφμαν. Και το κάνει.
«Μια σπασμένη γυναίκα, μια πεθαμένη και μια που δεν της φτάνουν όλα τα διαμάντια και τα λεφτά του Κλάιν-Τσακ. Τρεις τραγωδίες σε μία» τραγουδάει ο Χόφμαν (ο ανερχόμενος τενόρος Ανταμ Σμιθ).
Η σύλληψη λοιπόν, με τη βοήθεια των κινηματογραφικών αναφορών είναι έξυπνη. Ο ρυθμός όμως σαν να χάνει βήματα, με εξαίρεση τις στιγμές που είναι στη σκηνή η Σεβαλιέ, η χορωδία -εκπληκτική μέσα στα ρούχα της Μαλγκορζάτα Στσέσνιακ που υπογράφει και τα σκηνικά και είναι στενή συνεργάτις του Βαρλικόφσκι), αλλά και ο βαθύφωνος Τάσος Αποστόλου στον ρόλο του κακού με τα πολλά διαφορετικά πρόσωπα: Λιντόρφ, Κοππελιός, Δρ. Μίρακλ, Νταπερτούττο -σε έναν γλαφυρό, γοργό, συναρπαστικό μαραθώνιο ρόλων που αγγίζουν τον Δαίμονα.
Τhis show has been so long
Ο Ανταμ Σμιθ στον ρόλο του Χόφμαν, δεν υπήρξε σκηνικά τόσο τραυματισμένος, σπασμένος όσο υπονοούσε το σύμπαν του Βαρλικόφσκι, υποκριτικά και φωνητικά, χωρίς να λείπουν μερικές καλές στιγμές του.
Η μεσόφωνος Μαίρη-Ελεν Νέζη, στον ρόλο της Μούσας-Νικλάους, πάτησε τόσο γερά στη σκηνή, σωματικά νευρώδης, παρούσα, υπαινικτική, φωνητικά άρτια. Μια κινούμενη φλόγα επί σκηνής.
Η επιστροφή του Χριστόφορου Σταμπόγλη στη σκηνή της Λυρικής στον ρόλο του Κρέσπελ και του Λούθηρου, από μόνη της μια στιγμή συγκίνησης. Είναι αυτή η ποιότητα του έμπειρου λυρικού τραγουδιστή που συχνά γίνεται η κόλλα για όσα συμβαίνουν στη σκηνή.
Η αλήθεια είναι ότι υπήρξαν στιγμές, κυρίως οι μοναχικές της απόγνωσης του Χόφμαν, ή των ερωτικών εξομολογήσεων, που η σκηνή έμοιαζε πολύ μεγάλη, τα «γεμίσματά» της ήταν κάπως αμήχανα. Φορές που τα μάτια ταξίδευαν από τη μία άκρη της σκηνής στην άλλη άκρη της σκηνής για παράλληλες δράσεις σε απόσταση και την ίδια ώρα διαβάζαμε τους υπότιτλους στα καθίσματα της αίθουσας Σταύρος Νιάρχος, όσοι δεν γνωρίζαμε καλά Γαλλικά.
Οποιοι στα διαλείμματα τόλμησαν να σχολιάσουν την προφορά των Γαλλικών από κάποιους τραγουδιστές, εισέπραξαν το ηρωικό μότο της ημέρας «jamais Kορωπί». Διότι δεν συμβαίνει η Τέχνη ερήμην της κοινωνίας, ακόμα και στα μικρά και τυχαία.
Η ορχήστρα της Λυρικής υπό την διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού αξιοπρεπής, αν και ήταν σαν να ταξίδευε στον δικό της παράλληλο δρόμο με τον δρόμο της σκηνικής δράσης. Στιγμές που ήταν σαν να μη συναντά την ένταση, την προσέγγιση του Βαρλικόφσκι, ενώ υπήρξαν σημεία όπου η φωνή του Ανταμ Σμιθ χανόταν από την ένταση της ορχήστρας.
Τέσσερις ώρες μετά, που έμοιαζαν ειλικρινά με δύο, τα σιντριβάνια του καναλιού χορεύουν σε έναν ρυθμό χριστουγεννιάτικο που ακούγεται κάπως παράταιρος, για εμάς που βγήκαμε από τα σκοτάδια του Χόφμαν. Φεύγουμε όμως με τη λάμψη στα μάτια μας του ολόχρυσου φορέματος που τέλειωσε στο τέλος η σαν Ρίτα Χέιγουρθ Στέλλα, παίρνοντας το Οσκαρ, σε μια συνομιλία με την ταινία «A Star is Born» και τη στιγμή βράβευσης της Μπάρμπρα Στρέιζαντ.
«This show has been so long» λέει κάπου εκεί ο Χόφμαν. Και λίγο πριν αποσυρθεί «με τις στάχτες που έχεις στην ψυχή την έμπνευση πύρωσε».
*Eπόμενες παραστάσεις 28,29 Δεκεμβρίου 2022, 4,5,8 Ιανουαρίου 2023.