Φωτογραφίες βγήκαν από οικογενειακά λευκώματα. Ορθώθηκαν σαν λάβαρα ζωής, χωρίς παράτονη νοσταλγία, στην έκθεση του Ιδρύματος Schwarz στη Σάμο με την υπογραφή του Γιώργου Σαλαμέ, που σαν «ενδοφλέβια» τις συνοδεύει με δικές του φωτογραφίες από το νησί - ή και το αντίθετο- πυροδοτώντας διαδοχικές εκρήξεις συνειρμών.
«Ο βαθμός της βραδύτητας είναι ευθέως ανάλογος με την ένταση της μνήμης, ενώ ο βαθμός της ταχύτητας είναι ευθέως ανάλογος με την ένταση της λήθης».Ο ψίθυρος του Κούντερα με ακολουθεί μέσα στον κατάλευκο χώρο του Art Space Pythagorion που θαρρείς ότι είναι πλοίο έτοιμο να σαλπάρει. Εκεί, εκατοντάδες φωτογραφίες, ψηφιοποιημένες, που βγήκαν από τα φωτογραφικά άλμπουμ κατοίκων του Καρλοβασίου και γειτονικών χωριών, έχoυν υψωθεί όχι ως τεκμήρια, όχι ως κλινική ντοκιμαντερίστικη χειρονομία, αλλά ως λάβαρα και αγιάσματα της ζωής που βιώθηκε στο νησί από τα τέλη του 1800 ως περίπου το 1970.
«Όπως ήμασταν τότε: Ένα φωτογραφικό λεύκωμα από το Καρλόβασι και πέρα» είναι ο ξεκάθαρος τίτλος της έκθεσης που παρουσιάζει φέτος το Ιδρυμα Schwarz, με την Κατερίνα Γρέγου και την Ιόλη Τζανετάκη να δίνουν στα χέρια του εικαστικού, φωτογράφου και κινηματογραφιστή Γιώργου Σαλαμέ, ένα νήμα που ανά πάσα στιγμή μπορεί να κοπεί. Την ζωή των ανθρώπων του νησιού, όπως αναδύεται μέσα από τις φωτογραφίες (περισσότερες από 3.700) που ψηφιοποίησε η κολεκτίβα «Φωτόνησος» την οποία δημιούργησε ο δάσκαλος στο νησί Αποστόλης Γιαννακόπουλος, ψηφιοποιώντας οικογενειακά λευκώματα κατοίκων του χωριού των Κοντακαίικων στη Σάμο και στη συνέχεια του Καρλοβασίου.
Τα ίχνη και το κρουστό της μνήμης
Οι γάμοι, η ζωή στα χωράφια, οι εκδρομές, η εργασία στα βυρσοδεψία, η λαμπερή τραπεζική και εμπορική ζωή, μια αλλόκοτη κηδεία, οικογένειες που δουλεύουν σε εργαστήρια κεραμικής ή σε βυρσοδεψία ή σε ξυλουργεία, ή ταρσανάδες. Τοπία απαράλλακτα, φωτογραφίες σε επαγγελματικά στούντιο που ταξίδευαν στην ξενιτειά να βρουν συγγενείς ή προξενιά. Ο Γιώργος Σαλαμέ, γεννημένος στον Λίβανο, μαθημένος στο τραχύ και άδικο βίωμα της μετανάστευσης, της φυγής από έναν τόπο για να σωθεί, του νόστου, της μνήμης που πρέπει πάση θυσία να μείνει ζωντανή και να τροφοδοτήσει το μέλλον, μπήκε σε αυτό το αρχείο ορμητικά.
«Δεν είχα προκαθορισμένες ιδέες για το τι θέλω να κάνω, ποιες ενότητες να φτιάξω. Όπως πάντα, με οδήγησε η αισθαντικότητα», μου λέει μισή ώρα πριν τα εγκαίνια της έκθεσης ενώ έξω έχουν ήδη δημιουργηθεί ουρές Σαμιωτών που ανυπομονούν να μπουν στον χώρο. Αφού διάλεξε τις εικόνες, πήρε τη μηχανή του και βγήκε στο νησί. Στα αχνάρια των φωτογραφιών που είχε επιλέξει. Το νήμα έπρεπε να απλωθεί: φωτογράφισε τόπους που εμφανίζονταν σε κάποιες εικόνες του αρχείου, ανθρώπους σε καθημερινές ασχολίες που έχουν μείνει σχεδόν ίδιες. Χτίστες που δουλεύουν την πέτρα όπως τότε, αλλά και με νέες σύγχρονες μεθόδους. Μια βοσκοπούλα, που γύρισε μαζί της για ώρες μέχρι κάποια στιγμή να σταθεί αυτή, με ένα περήφανο, αρχοντικό τρόπο, να τον κοιτάξει στα μάτια και αυτός να την απαθανατίσει. Το κινητό στην τσέπη, τζιν στενό παντελόνι με σηκωμένα ρεβέρ «δεν προσπάθησα να κρύψω κάτι, να αλλάξω κάτι».
Ο Αποστόλης Γιαννακόπουλος της Φωτονήσου, θυμάται εκείνη την ημέρα που οδήγησε τον Γιώργο Σαλαμέ σε ένα μεγάλο βράχο ο οποίος κυριαρχεί σε μια από τις φωτογραφίες της έκθεσης. Ηθελε ο Σαλαμέ να τον φωτογραφίσει από την άλλη του πλευρά. Η ώρα περνούσε, άφαντος ο καλλιτέχνης. Ωσπου εμφανίστηκε ξαφνικά, γεμάτος αίματα και σκισμένη μπλούζα. Είχε πέσει από έναν βράχο. Εβγαλε όμως την φωτογραφία που ήθελε. Την στιγμή της πτώσης του άκουσε μια κραυγή. Μια γυναίκα τον είδε να πέφτει και έσπευσε να δει αν είναι καλά. Λίγες μέρες, ενώ ο Γιώργος Σαλαμέ ψώνιζε σε ένα μίνι-μάρκετ του νησιού, η ταμίας τον περιεργάστηκε και τον ρώτησε με ενδιαφέρον αν είναι καλά. Ηταν εκείνη η γυναίκα. Ο τόπος δένει κόμπους με το νήμα και δυναμώνει.
Οι αιμάτινες αρτηρίες των εικόνων
Ετσι, ο Γιώργος Σαλαμέ, τοποθέτησε τις φωτογραφίες που επέλεξε από την «Φωτόνησο» και πλάι ή μέσα τους, με έναν τρόπο αδιόρατο, σαν ενδοφλέβια, ενέθεσε τις δικές του. Ή το αντίθετο. Ένα τίναγμα του κεφαλιού όταν βλέπεις ότι μέσα στην φωτογραφία μιας άλλης εποχής, καρφιτσώνεται το σήμερα. Η εικόνα αναπνέει. Η μνήμη είναι ζωντανή. Η βραδύτητα έχει επιτευχθεί.
Η βραδύτητα, όρος που θα έπρεπε να εισαχθεί στο λεξιλόγιό που χρησιμοποιούμε για τον τουρισμό, για τον τρόπο που ταξιδεύουμε και τον τρόπο που οι τόποι μάς υποδέχονται. Ο ιλιγγιώδης ρυθμός εξέλιξης του τουρισμού στη χώρα μας, έχει εξελιχθεί όχι σε αναπτυξιακό όραμα, αλλά σε εφιάλτη. Ενας οδοστρωτήρας που στερεί βίαια από τον τόπο την αυθεντικότητα, την ομορφιά, την ξεχωριστή ταυτότητα. Μαζί, η επέλαση των σαρωτικών πυρκαγιών απειλεί με μια απόλυτη διαγραφή τοπικών χαρακτηριστικών. Η λήθη ελλοχεύει. Το διαπιστώνει κανείς όσο περπατά στην έκθεση, αλλά και πέραν αυτής.
Ακολούθησα ίχνη από το Art Space Pythagorion στον ίδιο τον τόπο, σήμερα. Το ξενοδοχείο Μερόπη στο Καρλόβασι «το καλύτερον των Βαλκανίων» όπως έλεγε η ρεκλάμα της εποχής που είδα στην έκθεση. Στέκει ίδιο, απαράλλακτο 55 χρόνια μετά – ένα μικρό κορίτσι με μαγιό τρέχει στον κήπο. Κάτι το ανακουφιστικό υπάρχει εδώ -αναλογιστείτε τα μεταμοντέρνα αντίγραφα ξενοδοχείων που καλύπτουν τις ακτές. Στην ενότητα για την οικονομία και την εργασία, βλέπω την οικοδομική ανάπτυξη, τα αρχοντικά σπίτια, τις τράπεζες στα νεοκλασικά κτίρια «είχε πέντε τράπεζες το Καρλόβασι, αντιλαμβάνεστε τι σημαίνει αυτό», λέει ο Γιώργος Σαλαμέ. Κατεβαίνω την οδό Αγίου Νικολάου στην πόλη, έναν δρόμο έκπληξη όλο αρχοντικά, θεόρατα – η Εμπορική Τράπεζα, η Εθνική Τράπεζα. Κλειστά, με τα σημάδια του χρόνου. Όμως στέκουν ακόμα όρθια. Αγέρωχης ομορφιάς. Παρακάτω ο δρόμος των βυρσοδεψιών, μνημεία σύγχρονης αρχιτεκτονικής, μια διαδρομή που θυμίζει σκηνικό -έι, δεν ήταν όμως. Ηταν το κουκούλι της ζωής.
Στην κόψη της ύπαρξης
Εντωμεταξύ, πίσω, στον εκθεσιακό χώρο, κοιτάζω φωτογραφίες και νιώθω ότι κάποια πρόσωπα βγαίνουν από το κάδρο και περπατούν δίπλα μου. Ετσι είναι: άνθρωποι που φωτογραφήθηκαν από τον Γιώργο Σαλαμέ -η βοσκοπούλα, η Βάσω, με το εγγόνι της- ή άλλοι που ήταν στις φωτογραφίες τις παλιές και τώρα τις κοιτάζουν συγκινημένοι. Στέκονται απέναντι από το πρόσωπο τους, τη ζωή τους. Ενας από αυτούς έχει καλύψει ολόκληρο τον τοίχο της δεύτερης αίθουσας. Είναι ο Μανώλης Τσόρης. Εδωσε παλιές φωτογραφίες του και φωτογραφήθηκε και από τον Γιώργο Σαλαμέ. Τα εγγόνια του κοιτάζουν έκπληκτα πόσο αθλητικός και γοητευτικός ήταν ο παππούς τους. Ο ίδιος, στέκεται για ώρα, για πολλή ώρα, μπροστά σε μια φωτογραφία του πάνω σε μια μοτοσυκλέτα. Την δείχνει με το χέρι χωρίς να μιλά. Συγκίνηση.
«Ο Γιώργος Σαλαμέ καταλαβαίνει την έννοια της καταγωγής, του αρχείου και τι σημαίνει να είσαι στην κόψη μιας ύπαρξης, στην κόψη ενός πολιτισμού. Συνεργάστηκε με τον Αποστόλη Γιαννακόπουλο, έψαξε τα αρχεία και έκανε τη σύνδεση μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, για να δούμε τι μένει από τα παλιά, τι εξαφανίζεται, τι πρέπει να προστατέψουμε», λέει η Κατερίνα Γρέγου. Αυτή η κόψη είναι φανερή. Η Μικρασιατική καταστροφή, τα κύματα ανθρώπων που έστειλε στο νησί και ρίζωσαν είναι εδώ. Μου δείχνει μια φωτογραφία ο Γιώργος Σαλαμέ. «Αυτό το οίκημα έγινε στον δρόμο των αρχοντικών στο Καρλόβασι για να στεγάσει τους πρόσφυγες από την Μικρά Ασία μου λέει». Στο καλύτερο σημείο της πόλης. Αναλογίζεται κανείς τι συμβαίνει σήμερα…
Περπατάμε στον εκθεσιακό χώρο, δηλαδή ανάμεσα στη συγκίνηση και το γέλιο. «Βρήκα τις φωτογραφίες με τα άλογα και τα γαϊδουράκια και ήθελα να φωτογραφίσω ένα. Μου είπαν ότι έχει μείνει ένα μόνο στον Μαραθόκαμπο. Πήγα, το βρήκα, μου έβγαλε την πίστη, αλλά το φωτογράφισα». Μας κοιτάει κατάματα ο γάιδαρος. Γελάμε. Να σημειώσω εδώ, ότι παράλληλα, στον ίδιο χώρο παρουσιάζεται μια έκθεση με φωτογραφίες από τα μέλη του παιδικού τμήματος της Φωτονήσου και μαθητών του Δημοτικού Σχολείου Κοντακαίικων, με επίκεντρο τα ζώα του νησιού, σε επιλογή της Κατερίνας Γρέγου. Αλλά αυτό αποτελεί ένα ολόκληρο διαφορετικό, ενδιαφέρον θέμα.
Οι «ξένοι» που ρίζωσαν
Αγαπημένη ενότητα του Γιώργου Σαλαμέ είναι αυτή με τις εκδρομές, τα πικνίκ στα δάση και τους αγρούς. «Τα έχω ζήσει, θυμάμαι να κάνουμε το ίδιο με την οικογένειά μου στον Λίβανο». Μια οικογένεια πάνω σε ένα δέντρο, τα παιδιά μέσα στην κουφάλα. Στον δρόμο κοντά στους καταρράκτες, στο Ποτάμι. Λίγες μέρες περπατούσα σε αυτό το μονοπάτι, μαζί με τουρίστες, οικογένειες. Τα παιχνίδια σήμερα στο μαγικό μονοπάτι παραμένουν ίδια. Σαν της φωτογραφίας. Τα ρούχα είναι μόνο διαφορετικά.
Ο Αhmet, έφτασε στο νησί, πρόσφυγας πριν λίγα χρόνια. Ο Γιώργος Σαλαμέ, ζήτησε να τον πάει στην παραλία του νησιού όπου βγήκε μετά από το ταξίδι επιβίωσης που έκανε από το Ιράν. Στάθηκε εκεί και τον φωτογράφισε. Σήμερα είναι ένας από τους πιο αγαπητούς μάστορες στο Καρλόβασι. Ο Albi, κοίταξε προς την κάμερα του Σαλαμέ μέσα σε ένα από τα χωράφια που καλλιεργεί. Οι γονείς του έφτασαν στη Σάμο στη δεκαετία του ’90, ο ίδιος γεννήθηκε εδώ. «Μιλά με τον τοπική προφορά», λέει ο Σαλαμέ. Ρίζωσε εδώ, έγινε αγρότης -έφυγε για λίγα χρόνια στο Λονδίνο αλλά επέστρεψε στο νησί.
Οι νέοι Σαμιώτες, βγάζουν ρίζες στο νησί. Ανθίζουν μαζί του. Και πονούν κάθε σπιθαμή του. Θέλουν να προσφέρουν σε αυτό. Μπορεί να μην έφτασε στο νησί με τις ίδιες συνθήκες, όμως ρίζωσε σε αυτό η Χιόνα Ξανθοπούλου Schwarz. Η αγάπη της για το νησί που επισκέφθηκε φοιτήτρια και αποφάσισε να αποκτήσει ένα σπίτι εδώ, γέννησε την ανάγκη της να του προσφέρει κάτι που θα δυναμώσει το νήμα, τη συνέχεια. Μια νέα αξία που ενσωματώνεται στο παλίμψηστο του νησιού. Μέσω του Ιδρύματος Schwarz που στηρίζει τις τέχνες, δημιούργησε το Φεστιβάλ Νέων Καλλιτεχνών αλλά και το Art Space Pythagorion όπου κάθε χρονιά παρουσιάζεται μια ιδιαίτερη έκθεση. Με άξονα «την εντοπιότητα, και την στρατηγική θέση της Σάμου σε αυτό το σημείο της Ευρώπης», όπως εξηγεί η Κατερίνα Γρέγου.
Η ιστορία που δεν έμαθε ποτέ ο Γιώργος Σαλαμέ
Μέρες μετά αφού είδα την έκθεση και περιηγήθηκα σε ίχνη της στο νησί, σκέφτομαι ότι μια φωτογραφία δεν είδα στην «Όπως ήμασταν τότε: Ένα φωτογραφικό λεύκωμα από το Καρλόβασι και πέρα». Αυτή που νομίζω ότι ήταν η μήτρα του νήματος, της έκθεσης. Μια «εικόνα» χαμένη. Αυτή του προπάππου του Γιώργου Σαλαμέ. Κάποια στιγμή μου είπε: «ο προπάππους μου ήταν έμπορος δερμάτων στη Σμύρνη. Ζούσε απέναντι. Είχε μαγαζιά στη Σμύρνη και στη Μερσίνη. Αναρωτιέμαι αν είχε σχέση με τη Σάμο, αφού ήταν τόσο κοντά. Λογικά ναι, ε;» ρωτάει χωρίς φυσικά να περιμένει απάντηση. «Δεν θα μάθω ποτέ, τους έσφαξαν όλους. Δεν έμεινε κανείς να πει την ιστορία».
Η ιστορία που δεν έμαθε ποτέ ο Γιώργος Σαλαμέ. Και η αφήγηση των εκατοντάδων ιστοριών του νησιού απέναντι από τον τόπο του προπάππου. Το νήμα, απλώνεται με τρόπο απροσδόκητο. Ανθρώπινο. Και γεμίζει κάθε κενό, όπως τα πυκνά θεόρατα, αιωνόβια δέντρα της Σάμου.
*Art Space Pythagorion, Λιμάνι Πυθαγορείου, Σάμος
Εγκαίνια: Πέμπτη 3 Αυγούστου 2023, 20.00 – 23.00
Διάρκεια: έως 25 Σεπτεμβρίου 2023
Ώρες λειτουργίας: καθημερινά 10.00 – 13.00 και 19:00 – 24:00
Από 1η έως 25 Οκτωβρίου 2023 επίσκεψη κατόπιν συνεννόησης.