Η αστική μνήμη ξυπνά στη Θεσσαλονίκη, βιώματα που έφτιαξαν τη μυθολογία της πόλης επιστρέφουν, καθώς ένα μνημειακό κτίριο πάνω στην παραλία μεταμορφώνεται σε ξενοδοχείο και αναβιώνει το εστιατόριο «Ολυμπος Νάουσα».
Ηταν τον τελευταίο χρόνο σαν μια λαχτάρα, βαπτισμένη στη νοσταλγία και στις αφηγήσεις που συνθέτουν την αστική μυθολογία: όλη η Θεσσαλονίκη, αλλά και πολλοί διαχρονικοί επισκέπτες της πόλης αγωνιούσαν για μια άφιξη με στοιχεία αναβίωσης. Για τα εγκαίνια, την έναρξη λειτουργίας του ON Residence, του νέου πεντάστερου, luxury, ξενοδοχείου που δίνει ξανά ζωή σε ένα από τα σημαντικότερα μνημειακά κτίρια της πόλης, λίγα μέτρα από την Πλατεία Αριστοτέλους, πάνω στην παραλία, και ταυτόχρονα ανασταίνει το εστιατόριο που διαμόρφωσε κατά πολύ τη γαστρονομική κουλτούρα της πόλης. Και η αλήθεια είναι ότι από τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου μέχρι τον σεφ του «Ολυμπος Νάουσα», όλοι έχουν μια προσωπική συγκίνηση να επενδύσουν στον νέο χώρο.
Το αριστουργηματικό κτίριο που αφέθηκε στη λήθη
Φαίνεται όμως ότι είναι μια υπόθεση προσωπική και για τους κατοίκους της πόλης, κυρίως τους μεγαλύτερους: βρίσκομαι στο «Ολυμπος Νάουσα», το οποίο λειτουργεί ξανά στη γνώριμη θέση του. Όμως, πλέον, αποτελεί το ισόγειο του νέου ξενοδοχείου ΟN Residence.
Συνομιλώ με τον CEO της Tor Hotel Group, Κωνσταντίνο Τορνιβούκα, που ανήκει στη μακροβιότερη, την πλέον ιστορική οικογένεια ξενοδόχων όχι μόνο της Θεσσαλονίκης αλλά όλης της Ελλάδας, από τη στιγμή που η οικογένεια Δοξιάδη αποχώρησε από τη Μεγάλη Βρετανία (η «ΑΕ Μακεδονικών Ξενοδοχείων» ιδρύθηκε το 1925. Δηλαδή, σε δύο χρόνια γίνεται 100 ετών). Συνομιλούμε, όταν, ξαφνικά, μια ηλικιωμένη γυναίκα, με εκπληκτικό στιλ, ταγιέρ που θα ορκιζόμουν ότι είναι Chanel, μαζεμένα μαλλιά, έρχεται και του προσφέρει ένα κουτί με εκλεκτές σοκολάτες. Σαν δώρο για τα εγκαίνια του εστιατορίου και του ξενοδοχείου. Σαν δώρο για την επιστροφή στην πόλη αυτού του αλλοτινού ένδοξου, που έκανε τους Θεσσαλονικείς να αισθάνονται υπερήφανοι.
Πέντε χρόνια πριν, το Tor Hotel Group σε συνεργασία με την Grivalia Hospitality αγόρασαν το κτίριο, ένα από τα βασικά μνημειακά κτίρια της πόλης, που εδώ και δεκαετίες ρήμαζε. Οικοδομήθηκε το 1927 σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Ζακ Μοσέ, ένα μπιζού της αρχιτεκτονικής της εποχής.
Το κτίριο στον αριθμό 5 της Λεωφόρου Νίκης παρέμενε κλειστό, ένα φάντασμα του παρελθόντος της Θεσσαλονίκης, ως την ημέρα που μετά από διαγωνισμό της Eurobank απέκτησε νέους ιδιοκτήτες. Μια επένδυση ύψους 21.000.000 ευρώ -15,5 εκατομμύρια στοίχισε μόνον η κατασκευή- μέσα στην πανδημία... Μοιάζει παράτολμο.
Αρχιτεκτονικές και γαστρονομικές «μαντλέν»
«Στην οικογένειά μου ανήκε το ξενοδοχείο Mediterranée, που βρισκόταν περίπου είκοσι μέτρα πιο πέρα, στο επόμενο τετράγωνο», μου εξηγεί ο κύριος Τορνιβούκας. Το πλέον πολυτελές ξενοδοχείο της πόλης. «Το έχτισε ο παππούς μου, ο Κωνσταντίνος, το 1925. Με τον σεισμό του 1978 καταστράφηκε. Στόχος δικός μου και της οικογένειάς μου ήταν να επιστρέψουμε κάποια στιγμή με ένα ξενοδοχείο πάνω στην παραλία. Ετσι, όταν το 1994 έκλεισε το εστιατόριο “Oλυμπος Νάουσα”, είχα διαρκώς στραμμένα τα μάτια μου εδώ. Όταν βγήκε σε διαγωνισμό, ήμασταν οι πρώτοι που είπαμε ότι το θέλουμε. Το οφείλαμε και στην πόλη», μου εξηγεί.
Οσες μέρες βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη, ακούω διαρκώς αφηγήσεις ονειρικές για πιάτα σπεσιαλιτέ που σερβίρονταν στο εστιατόριο και που τώρα αδημονούν οι συνομιλητές μου να επιστρέψουν να δοκιμάσουν. Οι μαντλέν μιας πόλης και όχι μόνο -μια φίλη από την Αθήνα μιλά αδιάκοπα και λιγωτικά για τους λαχανοντολμάδες που θυμόταν να τρώει στα ταξίδια με τον παππού και τη γιαγιά της στην πόλη. Ο ίδιος ο κύριος Τορνιβούκας το θυμάται, ερχόταν με τους γονείς του μικρός, αν και γνώρισε το εστιατόριο όταν ήδη βρισκόταν στην παρακμή του.
«Το “Ολυμπος Νάουσα” δεν ήταν ποτέ το σούπερ πολυτελές εστιατόριο, αλλά ένα εξαιρετικό αστικό εστιατόριο της Θεσσαλονίκης. Το super luxury ήταν το εστιατόριο του Mediterranée και το μπαρ του ήταν ο χώρος συνάντησης της πόλης, με την ανεβασμένη αστική τάξη της εποχής, τους χορούς, τα δείπνα», εξηγεί ο κ. Τορνιβούκας.
Αυτό επιθυμεί να δει να αναβιώνει στο OΝ Residence. Eνα πρότζεκτ συναισθηματικό. «Επιστρέψαμε στο θαλάσσιο μέτωπο».
Aμέσως μετά την απόκτηση του χώρου εκλήθησαν τρεις αρχιτέκτονες να κάνουν τις προτάσεις τους για τον χώρο. Πέρα από την πιστή αποκατάσταση του διατηρητέου κτιρίου, έπρεπε να προστεθούν στο κτίριο πέντε νέοι όροφοι με τη δυνατότητα λειτουργίας 60 δωματίων.
«Ένα ξενοδοχείο τέτοιας κατηγορίας δεν είναι βιώσιμο με λιγότερα από 50 δωμάτια», μου εξηγεί.
Ο Νικόλας Τραβαρσάρος της Diversity συμβλήθηκε με τον Βασίλη Θωμόπουλο και ανέλαβαν το έργο που παρακολουθούσε νύχτα μέρα όλη η πόλη, αλλά και οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού που ήταν διαρκώς παρούσες στον χώρο κατά τη διάρκεια των εργασιών.
Μισό εκατομμύριο ευρώ μόνο για την αποκατάσταση του εστιατορίου
Εργάστηκαν με φωτογραφίες αρχείου. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνον η αποκατάσταση της αίθουσας του εστιατορίου στοίχισε μισό εκατομμύριο ευρώ.
«Αν δείτε, τα πλακάκια σε κάποια σημεία είναι πιο σκούρα. Είναι αυτά που διασώθηκαν. Όλα τα υπόλοιπα δημιουργήθηκαν με ακριβή αντιγραφή».
Όταν γίνονταν οι εργασίες στο κλιμακοστάσιο, με την εκπληκτική ξύλινη κουπαστή και έτριψαν οι μάστορες τους τοίχους, αποκαλύφθηκαν μέρη μιας υπέροχης τοιχογραφίας.
«Την αναπαράγαμε ολόκληρη. Για τρεις μήνες, κάθε μέρα ζωγράφιζαν με το χέρι τέσσερα άτομα. Επενδύθηκαν πολλή υπομονή, δουλειά αλλά και χρήματα εδώ μέσα. Συμφωνήσαμε ότι δεν θα κάνουμε οικονομία σε τίποτα. Η Γαλλίδα διακοσμήτριά μας, Φαμπιέν Σπαν, μελέτησε την ιστορία όλου του κτιρίου, έφερε υφάσματα, φωτιστικά, έπιπλα από όλες τις γωνιές του κόσμου, επιστράτευσε πολλούς Ελληνες τεχνίτες για να δημιουργηθεί το τελικό αποτέλεσμα».
Η Φαμπιέν Σπαν κατόρθωσε να εξασφαλίσει τις μαύρες Bodysthul καρέκλες με την ψάθινη πλάτη της εταιρείας που ίδρυσε ο Μάιλ Τονέτ το 1819, της Wiener GTV Design. Οι καναπέδες ντύθηκαν με το πολύχρωμο ζακάρ ύφασμα Elitis Effigie, τα στρογγυλά φωτιστικά ήρθαν από τη γαλλική εταιρεία Magic Circus Editions. Φυσητό γυαλί, κάθε ένα φτιαγμένο στο χέρι.
Το πρώτο εστιατόριο που σέρβιρε μπεσαμέλ στη Θεσσαλονίκη
Στα τραπέζια -κλεισμένα ήδη για τις επόμενες εβδομάδες- σερβίρεται ήδη το καλωσόρισμα του εστιατορίου. Μια πηχτή, μικρή ποσότητα πράσινης σάλτσας, που δεν μπορείς να διανοηθείς τι είναι μέχρι να τη γευθείς.
«Είναι ένας φόρος τιμής στο εστιατόριο που ήταν το πρώτο που έφερε στη Θεσσαλονίκη την μπεσαμέλ! Ο σεφ μας, ο Δημήτρης Τασιούλας, ήρθε και με βρήκε, όταν έμαθε ότι πήραμε το κτίριο, και μου είπε θέλει να αναλάβει το εστιατόριο. Μου είπε ότι έχει κάνει τον κύκλο που ήθελε η καριέρα του και θέλει τώρα το όνομά του να συνδεθεί με την επιστροφή του “Ολυμπος Νάουσα”. Eίναι ένας σεφ με μεγάλη ιστορία. Ετσι, τώρα θα δείτε στο μενού μια αναβίωση της αστικής ελληνικής κουζίνας, θα δείτε το περίφημο σνίτσελ Χόμφαν, το μυδοπίλαφο, το χουνκιάρ μπεγεντί, το φρικασέ. Όμως τα πιάτα είναι προσαρμοσμένα στη σημερινή εποχή, αφού οι διατροφικές συνήθειες και οι τεχνικές άλλαξαν, οι κουζίνες έγιναν πιο μοντέρνες».
Εχει ενδιαφέρον ότι το εστιατόριο, ενώ είχε ήδη κλείσει στις 24 Ιουνίου του 1994, χρησιμοποιήθηκε ως σκηνικό της ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Το Λιβάδι που δακρύζει».
Δεν αναβιώνει όμως μόνο το εστιατόριο της Λεωφόρου Νίκης 5, αλλά και το ιστορικό μεγαλοαστικό ξενοδοχείο της πόλης, που βρισκόταν λίγο παραπάνω και γκρεμίστηκε στον σεισμό του 1978. Το Μεντιτερανέ.
«Στόχος είναι να κάνουμε το καλύτερο ξενοδοχείο της πόλης. Καλύτερο σημαίνει να έχει όλες τις προδιαγραφές ενός σύγχρονου δωματίου, ανέσεις, ωραίο μπάνιο, το καλύτερο στρώμα που μπορεί να βρει κανείς στην αγορά. Οι βρύσες σε κάθε μπάνιο στοιχίζουν 2.000 ευρώ, σε κάθε δωμάτιο υπάρχει ένα λινό και ένα κανονικό μπουρνούζι. Θέλουμε ο πελάτης να νιώθει ότι βρίσκεται σπίτι του».
Σε λιγότερο από έναν μήνα από την έναρξη λειτουργίας του, τον Μάιο, το ξενοδοχείο έγινε μέλος των small luxury hotels of the world.
Αναρωτιέμαι πόσο παρακινδυνευμένη είναι οικονομικά μια τέτοια επένδυση αυτή τη στιγμή, με την πανδημία να μην έχει υποχωρήσει, την ενεργειακή κρίση να κορυφώνεται, τον πόλεμο στην Ουκρανία να μαίνεται, ακόμα.
Το μυστικό της επιτυχίας μιας επένδυσης 21.000.000 ευρώ
«Δεν έχω καμία αγωνία», απαντά ο Κωνσταντίνος Τουρνιβούκας. «Ρίσκο έχει κάθε επιχείρηση, αλλά θεωρώ ότι η επιτυχία ενός ξενοδοχείου είναι ανάλογη με την τοποθεσία του. Δεν επενδύουμε σε ξενοδοχεία που δεν είναι triple A. Aν δεν είναι η τοποθεσία 3Α το ρίσκο μεγαλώνει. Η πόλη μας, αν και μεγάλη, έχει ένα και μοναδικό κέντρο. Αρα, όποιος έρθει στη Θεσσαλονίκη θέλει να πάει στο καλύτερο σημείο, στο κέντρο. Το ρίσκο μετριάζεται έτσι. Αυτή η πόλη έχει μια πληρότητα μέση της τάξεως του 55%, όμως, αν την πάρουμε από το κέντρο προς τα έξω, η πληρότητα του κέντρου είναι 50% μεγαλύτερη».
Ολη η επενδυτική και επιχειρηματική στρατηγική για τον τουρισμό σε λίγες φράσεις.
«Προτού κάνω όλα αυτά, είδα ότι η Θεσσαλονίκη έχει μια ιδιαίτερη προσοχή από την παρούσα κυβέρνηση. Μέτρησε στην απόφασή μου. Εγιναν έργα υποδομής, το αεροδρόμια είναι κούκλα, φέτος θα έχουμε περισσότερα κρουαζιερόπλοια, θα γίνει το λιμάνι μας hub. Θεωρώ ότι θα προχωρήσει και το Μουσείο Ολοκαυτώματος και θα τελειώσει, επιτέλους, και το μετρό. Το εκθεσιακό κέντρο αναπτύσσεται. Το ρίσκο δεν είναι μεγάλο με αυτά τα δεδομένα».
Η Θεσσαλονίκη έχει χαμηλότερη μέση τιμή ξενοδοχειακών κλινών από όλες τις πόλεις της Ευρώπης. Δεν υπάρχει ευρωπαϊκή πόλη με χαμηλότερη τιμή από τη Θεσσαλονίκη. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μέση τιμή του πεντάστερου στη Θεσσαλονίκη είναι στα 100 ευρώ...
«Αυτό συμβαίνει γιατί η πόλη δεν είναι γνωστή, δεν προβάλλεται σωστά», εξηγεί ο κύριος Τορνιβούκας. Η Τοr Hotel Group έχει επίσης τα ξενοδοχεία City και Excelsior στην καρδιά της Θεσσαλονίκης, πλάι στην Αριστοτέλους, αλλά και το θρυλικό Eagles Palace στη Χαλκιδική.
Ηδη, ένα νέο ξενοδοχείο βρίσκεται στα σκαριά!
Αν και το ON Residence άνοιξε μόλις τον Μάιο, ο Κωνσταντίνος Τορνιβούκας χαμογελά όταν τον ρωτάω αν είναι ήδη έτοιμος για το επόμενο βήμα.
«Εχω κάποια σχέδια. Αγαπάμε την πόλη, δεν είναι ανακοινώσιμα». Ισως ένα νέο ξενοδοχείο στη Θεσσαλονίκη, τον ρωτάω, και κουνάει το κεφάλι καταφατικά.
«Το μότο μας είναι να είμαστε πάντα οι καλύτεροι σε αυτό που κάνουμε», μου λέει. «Και για να είσαι ο καλύτερος πρέπει να είσαι hands on. Σε όλα τα ξενοδοχεία μας υπάρχει ένα μέλος της οικογένειάς μας. Συνέχεια εμψυχώνουμε τους εργαζομένους μας, πάμε μπροστά, είμαστε οι πρώτοι».
Οι κόρες του, Ισμήνη και Χριστίνα, καθώς και η σύζυγός του, Λένα, είναι διαρκώς παρούσες σε όλα τα ξενοδοχεία.
Του ζητώ την προσωπική του λίστα με τα αγαπημένα του, τα καλύτερα ξενοδοχεία που έχει επισκεφθεί και στα οποία θέλει να επιστρέφει:
«''Four Seasons Landaa Giraavaru'', στις Μαλδίβες. ''Pelicano'', κοντά στη Ρώμη. ''Hotel de Russie'', στη Ρώμη».