Πρώτη Παρασκευή του Σεπτέμβρη, η Επίδαυρος παρουσίασε μια παγκόσμια πρεμιέρα, την πιο συζητημένη παράσταση της σεζόν: τον Οιδίποδα, της Μάγιας Τσάντε, σε σκηνοθεσία του enfant terrible του ευρωπαϊκού θεάτρου, Τόμας Οστερμάιερ, της βερολινέζικης Σαουμπίνε. Αισθητική, κώδικες και περιεχόμενο θύμιζαν Netflix, σε μια παράσταση με προκλήσεις και ερωτηματικά.
Θα πρέπει να προσπαθήσει πολύ -μα πολύ- για να διαρρήξει κάποιος αυτή την πυκνή, εμφατική μαγεία της Επιδαύρου, μετά το ηλιοβασίλεμα, στο τελετουργικό ανέβασμα του πλήθους προς το αρχαίο Θέατρο (απορώ πως και δεν έχει εγγραφεί αυτή η διαδρομή με drone για εικαστική χρήση). Πρέπει να προσπαθήσει πολύ να ανατρέψει το μεδούλι αυτής της εμπειρίας που αγγίζει τα όρια της περφόρμανς. Ε λοιπόν, ναι, ο σπουδαίος αναμφισβήτητα Τόμας Οστερμάιερ κατάφερε να μας μετατοπίσει από αυτή τη συνθήκη. Όχι όμως απαραίτητα για τους σωστούς λόγους.
Αν και είμαστε στις πρώτες αράδες της παρουσίασης της παγκόσμιας πρεμιέρας του «Οιδίποδα», που σκηνοθέτησε πάνω στο κείμενο που έγραψε η Μάγια Τσάντε, με σαφείς οδηγίες του, μετά από παραγγελία του Φεστιβάλ Επιδαύρου, η αλήθεια είναι ότι το μεγάλο στοίχημα της ανατροπής του κελύφους, της μοντέρνας προσέγγισης που πετυχαίνει να σαγηνεύσει αυτούσια, δεν επιτεύχθηκε. Αλλά και δεν ναυάγησε, χάρη στους ηθοποιούς.
Αirbnb στην Επίδαυρο
Η σκηνή της Επιδαύρου έμοιαζε μικρότερη, αν και πάνω της υπήρξε απλώς το φωτισμένο με neon περίγραμμα μιας κουζίνας, ένα καθιστικό κήπου, ένα μπάρμπεκιου και μια μεγάλη οθόνη λοξά δεξιά. Σκηνικό ήρεμων ημερών του Αυγούστου σε κάποιο βραχώδες κυκλαδονήσι, ή στην καυτή Μάνη, σε μια ιδιωτική βίλα, ή σε ένα airbnb. Εκεί όπου οι τέσσερις ήρωες της παράστασης, όλοι Γερμανοί, στελέχη μιας ισχυρής αλλά και αμαρτωλής γερμανικής εταιρείας (προκάλεσε μόλυνση στο περιβάλλον που επιβαρύνει την υγεία των παιδιών, έχει ναζιστικό παρελθόν), κάνουν τις καλοκαιρινές τους διακοπές.
Η αισθητική τόσο γνώριμη και οικεία: μεταξύ Ikea και διαμερισμάτων τριαντάρηδων που κυριαρχούν στα σίριαλ του Νetflix. Μια αδρή, τυπική, απεικόνιση σύγχρονης ζωής. Εκεί, λοιπόν, επί δυο ώρες, έδρασαν οι ήρωες της Τσάντε, η οποία έγινε ηχείο του Σοφοκλή: ο Μίχαελ (ο Οιδίποδας) νεαρός, ιδεαλιστής, παντρεμένος με μια κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερή του γυναίκα, την Κριστίνα, διευθύντρια της εταιρείας και έγκυο στο παιδί τους. Η Κριστίνα που φέρει ένα τρομερό μυστικό, ως Ιοκάστη. Ο σκληρός, σεξιστής, συμπλεγματικός, αδηφάγος αδελφός της Ρόμπερτ (Κρέων). Και η Τερέζα, η καλύτερη φίλη της Κριστίνα που είναι ο καταλύτης του έργου και ουσιαστικά υπηρετεί τον ρόλο του Τειρεσία και των δούλων.
Στο μπλέντερ του Οστερμάιερ
Μόλις τέσσερις ηθοποιοί, που όμως πραγματικά δεν προκάλεσαν την αίσθηση της έλλειψης του Χορού και του πλήθους των ηθοποιών. Η Τσάντε κατόρθωσε μάλλον με ευκολία και μέχρι κάποιο σημείο με εφευρετικότητα να κουμπώσει το μύθο του Οιδίποδα πάνω σε μια σύγχρονη ιστορία. Με σπιρτάδα, με μια φυσική άνεση θα έλεγε κανείς. Πέφτοντας στο λάθος όμως να μπουκώσει την ιστορία της με κάθε κατηγορία breaking news της ειδησεογραφίας που μας αφορά τα τελευταία χρόνια: και η ανήθικη πολιτική της βιομηχανίας που καταστρέφει το περιβάλλον, απειλεί της ζωή μας, πυροδοτεί την κλιματική αλλαγή. Και το MeToo, οι γυναίκες ως εργαλεία, ως σκεύη ηδονής ως μη ικανές αυτόφωτα να ηγηθούν. Επρεπε όλα να χωρέσουν σε αυτόν τον Οιδίποδα του 2021. Αλλά με έναν τρόπο που προφανώς δεν κατόρθωσε να βαθύνει και έμεινε σε μια εξιστόρηση, σε μια αισθητική και νοηματική αφήγηση, που θύμιζε τις βραδιές των μαραθωνίων παρακολουθήσεων σειρών στο Netflix. Τελικά το μπλέντερ της αφίσας, το μπλέντερ που ήταν στον πάγκο, ήταν προφητικό, συμβολικό: χώρεσαν όλα εκεί, σαν τα smoothies που έφτιαχνε η Κριστίνα για τον Μίχαελ που είχε βγει για jogging.
Aποκαλύψεις και μικρά σοκ βραδυφλεγή, που εξαντλήθηκαν σε πρώτο επίπεδο, με εκφράσεις και σαστίσματα που συνοδεύονταν από ζουμ στα πρόσωπα -κάθε τόσο ένας άνδρας και μια γυναίκα με κάμερες στα χέρια έμπαιναν στον χώρο και κινηματογραφούσαν από κοντά τις αντιδράσεις που προβάλλονταν στις μεγάλες οθόνες. Μια διάρρηξη της θεατρικής συνθήκης όπως ρομαντικά (για κάποιους ίσως αφελώς) αντιλαμβανόμαστε και εισπράττουμε μέσα στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Ένα εύρημα κινηματογραφικό, τηλεοπτικό, λες και δεν φτάνει το σώμα και η φωνή του ηθοποιού να μεταφέρει το ζητούμενο. Διάλογοι ώρες-ώρες απλοϊκοί και επαναλαμβανόμενοι σε σημείο που μια, δυο φορές, θύμισαν θρυλική ελληνική σαπουνόπερα περασμένων δεκαετιών. Πάνω που έγερνες μπροστά με ενδιαφέρον να παρακολουθήσεις την πλοκή, κάτι σε έκανε ξανά να χαλαρώσεις. Κάτι το διαρκώς μετέωρο.
Κι όμως. Οι ηθοποιοί υπήρξαν εξαιρετικοί. Μέσα σε αυτό που εκλήθησαν να υπηρετήσουν, έβλεπες κάθε φλέβα τους να πηγάζει εν μέρει από αυτό που ήταν το αρχαίο κείμενο. Η έγκυος Κριστίνα, που είχε δώσει για υιοθεσία το μωρό της (έμεινε έγκυος αφού την βίασε ο σύζυγός της Βόλφγκαγκ μια βραδιά για να την τιμωρήσει για τον τρόπο που φέρθηκε σε συνεργάτη του) και αυτό το μωρό αποδείχθηκε ότι είναι ο άνδρας της Μίχαελ. Η Κριστίνα, μια γυναίκα με συνειδητή θηλυκότητα και αποφασισμένη να διεκδικήσει όσα ξέρει ότι της ανήκουν και της αποστέρησαν στο παρελθόν, λόγω της γυναικείας της φύσης, βαθιά ερωτευμένη με τον Μίχαελ. Ο Μίχαελ, γοητευτικός, νέος, αθλητικός, στην ουσία ήταν ένα μικρό αγόρι, ένας έφηβος καθώς έβραζε από ιδέες και ηθικές αρχές, που ήθελε να εφαρμόσει για το καλό του κόσμου, πρόθυμος να κάνει παραχωρήσεις για την αγαπημένη του Κριστίνα, τρυφερός, επιπόλαιος, αθεράπευτα αισιόδοξος, μέχρι να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Και να γίνει ένα μικρό παιδί που σπάει σε κομμάτια, θρυμματίζεται μπροστά μας, στη σκηνή, με κρότο, με σαματά, σηκώνει σκόνη, πριν πέσει στο κενό από τα βράχια.
Οσα δεν μάθαμε για τη σχέση του Οστερμάιερ με την Επίδαυρο
Ναι, η Caroline Peters και ο Renato Schuch, είναι δυο σπουδαίο ηθοποιοί. Υπηρέτησαν το όραμα του Οστερμάιερ, αλλά μας έκλεισαν το μάτι προς κάτι βαθύτερο και προαιώνιο. Από την άλλη ο Οστερμάιερ, ήταν σαν λησμόνησε ότι σκηνοθετεί στην Επίδαυρο – ναι έχει σημασία αυτό, κυρίως όταν μιλάμε για ένα έργο παραγγελία για το θέατρο αυτό, που και ο ίδιος αναγνωρίζει ως το ομορφότερο και σημαντικότερο του κόσμου. Τι σημαίνει όμως ο τόπος και η τοπογραφία, η μνήμη και ο συναισθηματικός χάρτης αυτού του θέατρου για τον μεγάλο σκηνοθέτη; Δεν το μάθαμε. Είδαμε μια παράσταση ερήμην του χώρου, μια παράσταση που θα είχε ίσως άλλο βάρος και εσωτερική αναμέτρηση με το κοινό σε ένα μικρότερο ή σε ένα κλειστό χώρο.
Μόνο όταν αφού αποκαλύφθηκε ότι είναι η μάνα του Μίχαελ και άρχισε σχεδόν μπουσουλώντας να ανεβαίνει τα σκαλιά η Κριστίνα, ανάμεσα στους θεατές, λουσμένη στο φως, είδαμε μια χειρονομία του Οστερμάιερ προς το θέατρο της Επιδαύρου. Τον υπόλοιπο χρόνο ήταν σαν να του είχε γυρίσει την πλάτη -και αυτές οι δυο φορές που ο Μίχαελ που με τα τύπου Birkenstock σανδάλια ανέβηκε στη θυμέλη, απλά περιττές. Ή ήταν ίσως ένα βγάλσιμο της γλώσσας στους θεούς που ο Οστερμάιερ πιστεύει ότι έχουν καταργηθεί; Δυο ώρες διήρκησε η παράσταση -που θα μπορούσε να είχε χρονική μεστότητα. Και δεν έλειψαν κάποια χάχανα. Στην αρχή έμοιαζαν ηθελημένα από τον σκηνοθέτη -όταν ο Μίχαελ λέει ότι δεν πίνει καφέ για να κάνει συμπαράσταση στην έγκυο Κριστίνα και ο σεξιστής συντηρητικός Ρόμπερτ αναφωνεί έξαλλος oh my god, για παράδειγμα. Στη συνέχεια όμως άρχισαν να πληθαίνουν τα γελάκια σε σκηνές που μάλλον το σοκ και η ταραχή θα έπρεπε να κυριαρχούν της πράξης επί σκηνής.
Τα φώτα του ασθενοφόρου όταν σβήνουν οι προβολείς
Αποκορύφωμα το τέλος. Τα φώτα του ασθενοφόρου που μέσα στην απόλυτη σιγή άρχισαν να ανεβαίνουν προς το θέατρο με δυο διασώστες να βγαίνουν έξω και να πηγαίνουν στο σημείο που έπεσε ο Μίχαελ για να αποχωρήσουν άπραγοι στη συνέχεια. Και να σβήσουν τα φώτα και να μείνει η Επίδαυρος να φωτίζεται από τα κόκκινα και μπλε φώτα του ασθενοφόρου.
Τα χειροκροτήματα ήταν θερμά, ακόμα και από όσους κοιταζόμασταν με έκπληξη ή απογοήτευση, ακόμα και από όσους ήδη μιλούσαν αρνητικά. Με έναν σεβασμό βαθύ στους ηθοποιούς και στην συνθήκη του θεάτρου. Μια βραδιά υπέροχη, με δροσιά και την Επίδαυρο κούκλα να αποχαιρετά το κοινό μετά από μια αδυσώπητη χρονιά. Το στοίχημα δεν κερδήθηκε. Όμως το Φεστιβάλ και η Κατερίνα Ευαγγελάτου έπραξαν άριστα που έκαναν αυτή την ανάθεση. Κάθε Φεστιβάλ οφείλει να εξελίσσεται, να τολμά, να έχει τον πειραματισμό στην κυτταρική του αποστολή. Μπορεί πολλοί να απογοητεύθηκαν, όμως νομίζω ότι λίγοι μετάνιωσαν που βρέθηκαν στο θέατρο το βράδυ της πρεμιέρας.