Ταξίδευε κάπου στη Θράκη και είδε την ταμπέλα «ΠΡΟΣΟΧΗ: εποχιακή διέλευση βατράχων». Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης το κατέγραψε, όπως όλα όσα συμβαίνουν γύρω του, και έγινε ο τίτλος στο νέο του βιβλίο.
Μετά το μυθιστόρημά του Casa Μπιάφρα, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης επιστρέφει στο είδος που ξέρει όσο κανένας, αγαπά, και τον δυσκολεύει περισσότερο. Ο μετρ του διηγήματος, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, παρουσιάζει είκοσι πέντε διηγήματα από τον Πατάκη, εμπνευσμένα από σύγχρονα αλλά και διαχρονικά θέματα. Ο αποκλεισμός και η επιδημία, το αλτσχάιμερ, η αλληλεγγύη, οι μεταλλάξεις της μνήμης, η εσωτερική ανάσταση, η φθορά και η αναγέννηση του σώματος, η σοφία των ζώων, το εθελούσιο πάθος και η αφοσίωση, η επιλογή της θυσίας. Το εθνικό ζήτημα, η μεταφυσική των κειμηλίων, η βαθύτερη συνέχεια, η φιλία και η αφοσίωση. Ο ναρκισσισμός και η μοναξιά, η απομόνωση και τα ερωτικά είδωλα, η ευθύνη και η εμμονή, η εποχιακή διέλευση και η αίσθηση της αιωνιότητας.
Αφηγήσεις-θραύσματα από τον καθημερινό βίο, μεταξύ πραγματικότητας, φαντασίας κι επινόησης, όπου το τραγικό μπλέκεται με το ιλαρό, το παράδοξο με το απρόβλεπτο και το πριν με το τώρα.
Ο σημαντικός συγγραφέας της γενιάς μας, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, μιλά στο iefimerida για το νέο του βιβλίο, την πανδημία, τη σχέση του με τα ζώα και την πολιτική, αλλά και το πάθος του με τη ζωγραφική.
«Ποτέ δεν ξέρεις ακριβώς τις απαρχές μιας αφήγησης»
«Ο τυπικός χρόνος γραφής είναι η τελευταία τριετία. Αλλά ορισμένα απ’ αυτά προϋπήρχαν ως εν σπέρματι ιδέες, μετεωρίζονταν μέσα μου, περιμένοντας κάποιον έξωθεν σπινθηρισμό για να πυροδοτηθούν», τονίζει ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης. «Έτσι συμβαίνει πάντα. Ποτέ δεν ξέρεις ακριβώς τις απαρχές μιας αφήγησης. Ίσως ενυπάρχει δυνάμει εντός μας ως κάποιο αίσθημα, μια θολή διάθεση, ένα ρευστό νόημα που ψάχνει μια θρυαλλίδα για να σαρκωθεί σε διήγηση. Σε αυτή την συλλογή σταβλίζονται κομμάτια που έχουν κάποιες παλιότερες εμμονικές σταθερές από άποψη θεματογραφίας, ή παραλλαγές τους, αλλά και αρκετές νέες μεταβλητές.
Τα στοιχεία, δε, που ενοποιούν αυτά τα 25 διηγήματα (παρότι απολύτως αυτόνομα μεταξύ τους) είναι βέβαια κάποιες θεματικές που έχουν να κάνουν με την παροδικότητα της ύπαρξης (εποχιακή διέλευση) αλλά και την αναγέννηση και την αιωνιότητα των όντων, ή άλλα, επίκαιρα, αλλά και προαιώνια ζητήματα. Κυρίως ενοποιό στοιχείο, όμως, της συλλογής, νομίζω πως είναι το ύφος. Ο τρόπος, οι τρόποι της αφήγησης».
Σας απασχόλησε στο βιβλίο το θέμα της πανδημίας του κορωνοϊού;
Βεβαίως. Στο διήγημα «Σπόνδυλος πτεροφάλαινας» -μια ιστορία που ξετυλίγεται στο Άγιον Όρος τις μέρες των πρώτων μολύνσεων. Είναι κι αυτό ένα θέμα επικαιρικό και αιώνιο, γιατί, όταν μιλάς σε ένα διήγημα για τον κορωνοϊό, είναι σαν να μιλάς ταυτόχρονα για την ευλογιά, την οστρακιά, την πολιομυελίτιδα και τις λοιπές, παλιές επιδημίες όπως η χολέρα. Τα θέματα είναι σύγχρονα, αλλά και παντοτινά. Η οδύνη είναι ίδια και παρόμοιες οι συμπεριφορές των ανθρώπων. Οι αρνητές, ας πούμε, είναι θέμα ιστορικής ποσόστωσης που επαναλαμβάνεται ανάλλαχτο. Δεν πρωτοτυπούν. Είναι μελαγχολική στατιστική.
Βλέπουμε διήγημα τεσσάρων και κάτι σελίδων, μία ολοκληρωμένη ιστορία που προκαλεί συναισθήματα. Φαντάζομαι εξαιρετικά δύσκολο. Ποιες είναι οι συνθήκες για να δημιουργηθεί;
Το διήγημα απαιτεί λαμπρή έμπνευση και ποτέ κανείς δεν έμαθε τι είναι αυτό το θαύμα της αιφνίδιας έλλαμψης. Είναι μυστική κι απρόβλεπτη διαδικασία η άνωθεν επίσκεψις. Ή, όπως αλλιώς μπορούμε να την πούμε. Κατόπιν αρχίζει η ένδον επεξεργασία της αρχικής ιδέας. Μετά, όταν φτάσεις σιωπηρά σε κάποιου είδους σχεδόν ολοκληρωμένη σύλληψη της ιστορίας, αρχίζεις να την γράφεις. Εκεί ξεκινούν άλλες δυσκολίες: η δομή, ο τόνος, ο ρυθμός, οι λέξεις, οι εκτροπές, το μοντάζ. Και μετά ξαναγράψιμο ξανά και ξανά μέχρι το μή-περαιτέρω. Και φτου κι απ’ την αρχή.
«Προσοχή: Εποχιακή διέλευση βατράχων» και πόσοι άλλοι ευφάνταστοι τίτλοι στα βιβλία σας. Πόσο σας απασχολεί ο τίτλος σε ένα βιβλίο;
Ο τίτλος είναι εξίσου σημαντικός αλλά και ασήμαντος. Θέλω να πω πως δικαιώνεται απ’ το περιεχόμενο ή όχι. Αλλά, ωστόσο, δρα και καθεαυτός. Υπάρχουν ωραίοι, εύστοχοι τίτλοι, που περιέχουν κι εκπέμπουν νόημα από μόνοι τους, αλλά και τίτλοι που απλώς υποσημαίνουν, ή αντανακλούν τον άξονα της ιστορίας όπως «Ιλιάδα», Οδύσσεια», ή «Πινόκιο». Υπάρχουν όμως και τίτλοι όπως «Τα όμορφα χωριά όμορφα καίγονται», ή το «Γερνάω επιτυχώς», που ενυπάρχουν αυτόνομα και παράγουν νόημα μόνοι τους. Σίγουρα με απασχολούν οι τίτλοι των βιβλίων, κάθε τι που έχει σχέση με ένα βιβλίο, ακόμα και η υφή του χαρτιού, η γραμματοσειρά και άλλες ιδιοτροπίες.
Σκαμπαρδώνης: Έχω παράλληλο γκαϊλέ με την ζωγραφική
Η σχέση σας με τα ζώα; Πάντα υπάρχει κάποιος πρωταγωνιστής, εδω τα βατράχια, η σκυλίτσα Μπέντια.
Όντως, τα ζώα φοιτούν συχνά στις αφηγήσεις μου. Δεν είναι θέμα ζωοφιλίας, αλλά υπαρξιακό ζήτημα. Από μικρός πάντα είχα σκυλιά και γάτες και δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτά, σε κάθε περίπτωση – η ζωή θα μου φαινόταν λειψή. Αλλά νομίζω πως όλοι μας είμαστε γεννημένοι για να συνυπάρχουμε, να ισορροπούμε, να διδασκόμαστε απ’ τα ζώα, να χαιρόμαστε μαζί τους, να βιώνουμε την χαρά των ημερών παρέα. Συχνά, βεβαίως, τα ζώα γίνονται ανθρωπομορφικά, όπως και στον Αίσωπο και σημαίνουν πολλά περισσότερα απ’ το εαυτό τους μέσα σε μια αφήγηση. Μια αλεπού έχει πάντα κάποιο ιδιαίτερο λόγο για να γίνει καλογριά.
Πώς ένας συγγραφέας και κυρίως ένας μάχιμος δημοσιογράφος δεν έχει σόσιαλ μίντια;
Νομίζω ότι εκτίθεμαι ήδη πολύ με τα βιβλία μου και τα κείμενα στις εφημερίδες. Ποιο το νόημα να εμπλακώ περισσότερο; Δεν υπάρχει και χρόνος για σπατάλη. Κι έχω πιο πολύ ανάγκη τη μοναχικότητα παρά τη διάχυση. Δεν είμαι κομμωτής να κάνω δημόσιες σχέσεις. Η μοναξιά μέσα στην όποια αυτάρκεια με κάνει βαθιά χαρούμενο, πλήρη. Έχω τη γυναίκα μου, τους λίγους φίλους, τα ζώα, τον κήπο, την κολύμβηση, τις ταινίες, τα βιβλία, τα τηγανιτά κολοκυθάκια, το τσίπουρο απ’ την Αριδαία, τις βόλτες στο βουνό, τα βιβλία, το Ίντερνετ. Δεν μου φτάνουν;
Συγγραφέας, δημοσιογράφος και ζωγράφος, θα δούμε κάποια στιγμή έκθεση με τα έργα σας;
Δεν νομίζω. Έχω παράλληλο γκαϊλέ με τη ζωγραφική από πολύ νέος. Αλλά για μένα είναι πάρεργο νούμερο τρία. Ζωγραφίζω όταν μπορώ μόνο για προσωπική απόλαυση, για τους φίλους μου και τα σκυλιά μου, ή, τα σκυλιά τους. Είναι μια αυτιστική τελετουργία όρασης και αίσθησης. Όμως νιώθω δέος για τους μεγάλους ζωγράφους. Τα έργα τους είναι εκφάνσεις κάποιου θαύματος. Τρελαίνομαι. Αλλά να εκθέσω δικές μου, λειψές απόπειρες, όχι. Υπολείπομαι τραγικά, κατά πολύ. Ντρέπομαι να το κάνω. Άσε που θα λένε πώς πολυπραγμονώ και θα έχουν δίκιο…
Σας μπήκε ποτέ το μικρόβιο της πολιτικής, υπήρχε/υπάρχει γεγονός ή πρόσωπο που θα μπορούσε να σταθεί αφορμή για να το δοκιμάσετε;
Ποτέ. Δυστυχώς δεν μπορώ να συνυπάρξω επί πολύ με πολλούς ανθρώπους. Πάσχω. Η πολιτική απαιτεί να έχεις ειδικό τάλαντο. Να σου αρέσει κάπως και το μπούγιο. Βέβαια το ότι αρκετοί εμπλέκονται από αμηχανία, ή επειδή περνούν υπαρξιακή κρίση, για πλιάτσικο, από βασική άγνοια, ή για άλλους ακατανόητους λόγους παρότι ατάλαντοι, είναι κάτι που προκαλεί εντύπωση και ζημιά, βεβαίως. Ασχολούμαι, ως πολίτης, κάθε μέρα με την πολιτική κατάσταση, εντατικά. Όμως για να εμπλακείς ενεργά χρειάζεται χάρισμα, ειδικά προσόντα, βαθιά γνώση και αρετή. Να’χεις την πετριά, την δωρεά, την επάρκεια, αλλά και να έχεις και σε κάποιο βαθμό αποδεχτεί την αγνωμοσύνη των ανθρώπων.
«Οι γονείς μου θέλανε να γίνω στρατιωτικός γιατρός»
Ποιος είναι ο αγαπημένος σας συγγραφέας;
Δεν θα μπορούσε να είναι μόνο ένας. Είναι πολλοί και κατά καιρούς αγαπάω διαφορετικούς, ή νεότερους. Γνωρίζω κάθε τόσο νέους, ή παλιότερους Έλληνες και ξένους που πρωτο-μεταφράζονται, που δεν είχα διαβάσει και τους ερωτεύομαι. Δεν υπάρχει αρχή και τέλος στην μαγγανεία της ανάγνωσης, ευτυχώς. Υπάρχει εποχιακή διέλευση, πολλαπλότητα, αλλά και αιωνιότητα. Αειφορία.
Όταν ήσασταν παιδί, τι θέλατε να γίνετε όταν μεγαλώσετε;
Ζωγράφος, ή συγγραφέας. Τίποτε άλλο δεν με συγκινούσε πραγματικά, παρότι οι γονείς μου θέλανε να γίνω στρατιωτικός γιατρός, με λευκή στολή και χρυσό σπαθάκι στο μπούτι. Τους απογοήτευσα οικτρά.
«Το πανηγύρι είναι τρανό κι ο τόπος είναι λίγος» γράφετε στην αρχή του βιβλίου, παραθέτοντας ένα δημώδες από την περιοχή της Βέροιας. Γιατί το επιλέξατε;
Είναι ένας εκπληκτικός, δημώδης στίχος. Θυμίζει του Σολωμού το «Δεν είδα τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι». Ή, το «Δω στα λιανοχορταρούδια τι τρανός χορός θα γένει». Νομίζω ότι ο Ελληνισμός και το πνεύμα του είναι απείρως μεγαλύτερος απ’ την τωρινή γεωγραφία του. Υπάρχει ένα υπερεγώ ιστορικό και φαντασιακό παγκόσμιας επιρροής, ένα πνευματικό φωτοστέφανο ασυγκρίτως μεγαλύτερο απ’ την γη που κατέχουμε. Μην το ξεχνούμε ποτέ. Το πανηγύρι είναι τρανό κι ο τόπος είναι λίγος.
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης έχει γράψει δώδεκα συλλογές διηγημάτων και έξι μυθιστορήματα. Το βιβλίο του Η Στενωπός των Υφασμάτων τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 1993 και το Επί ψύλλου κρεμάμενος με το βραβείο του περιοδικού Διαβάζω το 2004.
Τα μυθιστορήματά του Γερνάω επιτυχώς και Ουζερί Τσιτσάνης (νέα έκδοση από τις Εκδόσεις Πατάκη, 2013) ανέβηκαν θεατροποιημένα στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη, όπως και το «Με τα παιδιά της πιάτσας» (ένα παίγνιο με τον Νίκο Τσιφόρο), σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη.
Έγραψε το σενάριο της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη «Όλα είναι δρόμος», σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη, και τα κείμενα της μουσικοθεατρικής παράστασης «Σαν τραγούδι μαγεμένο», που ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη.
Διετέλεσε πρόεδρος του Δ.Σ. της ΕΡΤ-3, διηύθυνε την εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» και τα περιοδικά Θ-97 (τιμήθηκε με το βραβείο «Ιπεκτσί»), Τάμαριξ, Χίλια Δέντρα, Πανσέληνος (έλαβε το ευρωπαϊκό βραβείο «European Newspaperdesign Awards 2000») και Επιλογές της «Κυριακάτικης Μακεδονίας». Συνεργάστηκε επί δύο χρόνια με την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία».
Το 2010 τιμήθηκε με το βραβείο του Ιδρύματος Μπότση. To 2012 έλαβε το βραβείο διηγήματος του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για το βιβλίο του Περιπολών περί πολλών τυρβάζω (Εκδόσεις Πατάκη).
Το Ουζερί Τσιτσάνης έγινε ταινία το 2015 από τον Μανούσο Μανουσάκη.
Την άνοιξη του 2016 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη το μυθιστόρημά του Υπουργός Νύχτας και τον χειμώνα του ίδιου έτους ο συγκεντρωτικός τόμος διηγημάτων Τα δεδουλευμένα. Το 2017 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη η συλλογή διηγημάτων του με τίτλο Ντεπό, για την οποία του απονεμήθηκε το βραβείο του περιοδικού Ο Αναγνώστης, το 2018 το βιβλίο του με τον τίτλο Λεωφορείο. 19 στάσεις και το 2019 το μυθιστόρημά του Casa Μπιάφρα.