Είναι κάτι τέτοια μεσημέρια Κυριακής συνυφασμένα με παλιό ελληνικό κινηματογράφο και πρωταγωνιστή τον Νίκο Ξανθόπουλο.
Τον ηθοποιό που έμεινε χαραγμένος στην καρδιά και τη μνήμη του λαού ως το παιδί του λαού, ο μεροκαματιάρης ήρωας της καθημερινότητας, η προσωποποίηση του φιλότιμου, τίμιου νέου που αδικήθηκε από ανθρώπους και ζωή.
Ισως ήταν και τα βιώματά του τέτοια, μιλώντας για το ξεκίνημά του και την καλλιτεχνική του πορεία ο Νίκος Ξάνθοπουλος έλεγε πως ήταν ένα φτωχό παιδί από τη Νέα Ιωνία. Ο πατέρας του αντιστασιακός, σε ηλικία 9 χρονών συνελήφθη με τη μητέρα του από τους Γερμανούς και οδηγήθηκε στη φυλακή. «Τα βιώματά μου, με τους πρόσφυγες της γειτονιάς αυτής ήταν βιώματα της φτωχολογιάς. Για εμένα ήταν εύκολο να μεταφέρω στο σινεμά τα βιώματα αυτά, να παίξω δηλαδή έναν άνθρωπο από αυτούς τους ανθρώπους που γνώριζα καλά, γνώριζα τα προβλήματά τους, τα όνειρά τους. Έτσι βγήκα στον κινηματογράφο» έλεγε συχνά.
Δημοφιλής κυρίως τη δεκαετία του '60, οπότε πρωταγωνίστησε σε πολλές δραματικές ταινίες, ως «Παιδί του Λαού» σε ρόλους του φτωχού και κατατρεγμένου λαϊκού παιδιού που ζει μέσα στη δυστυχία αλλά τελικά λυτρώνεται. Πώς αυτός ο τύπος νέου είχε τέτοια επιτυχία; «Επειδή ίσως ταίριαζε με την ιδιοσυγκρασία μου και την φυσιογνωμία μου ο ήρωας που υποδυόμουν, γι’ αυτό φαίνεται να είχε επιτυχία» έλεγε ο Νίκος Ξανθόπουλος μιλώντας για τους ήρωες που υποδύονταν.
Οι κινηματογραφικές του επιτυχίες ήταν σαρωτικές και τα ρεκόρ στα εισιτήρια διαδέχονταν το ένα το άλλο.
Εζησε όπως ήθελε με τους ανθρώπους που αγαπούσε
Ο Νίκος Ξανθόπουλος πέθανε σε ηλικία 89 ετών μετά από σοβαρά προβλήματα υγείας.
Εζησε όπως ήθελε, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας με τους ανθρώπους που αγαπούσε. Τα τελευταία χρόνια είχε αποσυρθεί από τον κόσμο του θεάματος και διέμενε στο κτήμα του στην Παιανία.
Τα κοστούμια τον «στένευαν» αγαπούσε τους ρόλους του ναυτικού, του εργάτη, του μεροκαματιάρη, εκείνους που αισθανόταν άνετα να ενσαρκώνει. Ο Νίκος Ξανθόπουλος παντρεύτηκε δύο φορές και είχε τέσσερα παιδιά και πέντε εγγόνια. Το 2005 εξέδωσε σε βιβλίο την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα» όπου μέσα σε μία φράση εξηγούσε τη στάση του απέναντι στην επιτυχία και την ζωή, «Αναρωτιόμουν αν αξίζω αυτή τη αγάπη και προσπαθούσα με τον καιρό να γίνομαι καλύτερος, πιο ταπεινός, πιο καταδεκτικός, αλληλέγγυος , πιο έντιμος, πιο εντάξει. Ένα με το κόσμο, ένας μ΄αυτούς. Δεν ξέχασα ποτέ τον τσαγκάρη πατέρα μου, τη μητέρα μου στη φάμπρικα, τη μητριά μου παραδουλεύτρα» είχε εκμυστηρευτεί ο Νίκος Ξανθόπουλος.
Από την ΑΕΚ στο θέατρο
Ο Νίκος Ξανθόπουλος γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1934 στη Νέα Ιωνία, στην προσφυγική γειτονιά της Αθήνας. Παιδί Ποντίων προσφύγων, μεγάλωσε φτωχικά μαζί με τη μητέρα του, που τον μεγάλωσε ουσιαστικά μόνη της, καθώς ο πατέρας του απουσίαζε για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ο πατέρας του δούλευε περιστασιακά ως τσαγκάρης και ψαράς, ενώ κατά τη διάρκεια της Κατοχής φυλακίστηκε για τη αντιστασιακή του δράση. Κατά τα εφηβικά του χρόνια υπήρξε αθλητής της ΑΕΚ. Μεγαλώνοντας αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο, παρότι αρχικά τον γοήτευε η ιδέα να γίνει φιλόλογος. Ίνδαλμά του υπήρξε ο Μάνος Κατράκης.
Σπούδασε στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Έκανε την πρώτη επαγγελματική του εμφάνιση στο θέατρο το 1957 με τον "Θίασο Κατερίνας" στην κομεντί "Βιργινία". Έως τα μέσα της δεκαετίας του '60 είχε παίξει διάφορους ρόλους, μεταξύ των οποίων τον Ορέστη στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη, ενώ συνεργάστηκε και με τον θίασο του Μάνου Κατράκη στο «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» του Μίκη Θεοδωράκη. Επίσης έπαιξε για λίγο στο μουσικό θέατρο. Συμμετείχε σε 24 θεατρικές παραγωγές και έπαιξε όλα τα είδη του θεάτρου. Το 1970 ίδρυσε δικό του θίασο και περιόδευσε στην Ελλάδα.
Από τα μέσα της δεκαετίας του '60 τον κέρδισε ο κινηματογράφος. Η πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση ήταν το 1958 στην κωμωδία του Φίλιππα Φυλακτού "Το Εισπρακτοράκι", στο πλευρό του Βασίλη Αυλωνίτη και του Νίκου Ρίζου.
Ως κινηματογραφικός πρωταγωνιστής καθιερώθηκε από τον σκηνοθέτη-παραγωγό Απόστολο Τεγόπουλο (Κλακ Φιλμ), με τον οποίο είχε αποκλειστική συνεργασία από το 1964 έως το 1971, σε μουσικές δραματικές ταινίες. Στις ταινίες της νεοσύστατης Κλακ Φιλμ συμμετείχε πρώτη φορά το 1963 με τις "Πληγωμένες καρδιές" στον ρόλο του κακού κουνιάδου.
Οταν ο Νίκος Ξανθόπουλος πάλεψε με την αρκούδα
Η αρχή της τυποποίησής του ως παιδί του λαού έγινε έναν χρόνο αργότερα στην ταινία «Αγάπησα και πόνεσα» ωστόσο αλησμόνητη έχει μείνει η ταινία «Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου» που αποτελούσε το δεύτερο μέρος μιας "διλογίας" με θέμα τις περιπέτειες του τραγουδιστή Βασίλη Καρατζόγλου. Το πρώτο μέρος είναι η Ξεριζωμένη Γενιά, στο δευτερο , την «Οδύσσεια» αξέχαστη έχει μείνει η σκηνή όπου ο Νίκος Ξανθόπουλος παλεύει με μία αρκούδα που όπως αργότερα έγινε γνωστό, μέσα στο κοστούμι ήταν ο καλός του φίλος Ανέστης Βλάχος.
Σ' αυτές τις ταινίες ο Νίκος Ξανθόπουλος συνήθιζε να τραγουδά, ενώ συνθέτες όπως ο Απόστολος Καλδάρας έγραψαν τραγούδια γι' αυτόν. Για τις ανάγκες των ταινιών έγινε τραγουδιστής υπό την καθοδήγηση του Απόστολου Καλδάρα και της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.
Η παρουσία του στη δισκογραφία περιλαμβάνει 9 μεγάλους δίσκους, 55 σινγκλ και γύρω στα 300 τραγούδια. Τα τραγούδια του υπογράφουν μεταξύ άλλων οι 'Ακης Πάνου, Χρήστος Νικολόπουλος, Ξαρχάκος και άλλοι. «Στο τραγούδι έχεις άμεση επαφή με τον κόσμο, πας κοντά, τους μιλάς. Έβλεπα μία αγάπη, ζεσταινόμουν, πήγαινα κοντά στη ζεστασιά. Όλα αυτά τα χρόνια η αγάπη του κόσμου με ζέστανε, με κράτησε, με συντήρησε» έλεγε ο Νίκος Ξανθόπουλος.
Ο Νίκος Ξανθόπουλος εμφανίστηκε ως τραγουδιστής σε μεγάλα νυχτερινά κέντρα και πραγματοποίησε πολλές περιοδείες στο εξωτερικό στα κέντρα της ελληνικής διασποράς. Είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί και περιοδεύσει σε ΗΠΑ, Αυστραλία και σχεδόν όλη την Ευρώπη, γνωρίζοντας πάντα την αποδοχή και την αποθέωση από την Ελληνική ομογένεια. Μάλιστα σε μία περιοδεία του στην Αμερική τον πλησίασε ένα εργοστασιάρχης και του είπε ότι όταν ήταν μικρός δεν είχε χρήματα και σκαρφάλωνε σε μία μάντρα για να τον δει στο σινεμά, ο Νίκος Ξανθόπουλος στάθηκε πυξίδα για αυτόν για να γίνει αυτό που είναι σήμερα στη ζωή του.
«Για τον κόσμο ήμουν ένας Ρομπέν των Δασών»
Aπολάμβανε το χειροκρότημα και την αγάπη του κοινού, έβγαλε χρήματα από τη δουλειά του, αλλά ποτέ δεν τους έδινε σημασία. «Στη ζωή μου έχω δει τέτοιες χαρές, τόση αγάπη από τον κόσμο, σαν ήμουνα σπλάχνο από τα σπλάχνα τους, σαν να ήμουνα παιδί τους. Ώρες ώρες βούρκωνα, λιώνανε τα μέσα μου, βουβαινόμουν, δεν μπορούσα να μιλήσω. Αναρωτιόμουν αν αξίζω αυτή την αγάπη και προσπαθούσα με τον καιρό να γίνομαι καλύτερος, πιο ταπεινός, πιο καταδεκτικός, αλληλέγγυος, πιο έντιμος, πιο εντάξει. Ένα με τον κόσμο, ένας με αυτούς» έλεγε ο Νίκος Ξανθόπουλος.
Όμορφο παλικάρι, τον αγαπούσαν οι γυναίκες γιατιο στο πρόσωπό του έβλεπαν τον άνθρωπο που θα τους σταθεί, θα υπερασπιστεί το δίκιο, όπως χαρακτηριστικά έλεγε «Για τον κόσμο ήμουν ένας Ρομπέν των Δασών, ένας Σεβάχ Θαλασσινός. Ήμουν ο άνθρωπος που εξέφραζε τους πόθους του λαού, ο δικός τους άνθρωπος και αυτό μου άρεσε, με γέμιζε, δεν ήθελα κάτι άλλο».
«Χαμογέλα βρε, είσαι τόσο καλό παιδί και σε βλέπουν μουτρωμένο»
Στην τηλεόραση πρωτοεμφανίστηκε το 1973 στη σειρά Αγρίμια.
Οκτώ χρόνια μετά τα Αγρίμια, το 1981, παίζει στο σήριαλ του Ερρίκου Θαλασσινού "Το ημερολόγιο ενός θυρωρού". Υποδύεται τον καπετάνιο που θέλει να μπαρκάρει και δεν μπορεί να βρει κάπου να αφήσει τον γιο του. Ο ρόλος ήταν αφορμή να ξαναρχίσει το κάπνισμα.
Το 1994 έπαιξε στην τηλεοπτική δραματική σειρά "Στην κόψη του ξυραφιού".
Το 1989 συνεργάζεται με τον Απόστολο Τεγόπουλο και τον Πάνο Κοντέλη στο "Μινόρε μιας καρδιάς" που κυκλοφόρησε σε 3 κασέτες και κατόπιν παίχτηκε στην ΕΡΤ σε 16 επεισόδια. Κατόπιν προέκυψε το "Η αγάπη που δε γνώρισε σύνορα" της οποίας τα γυρίσματα έγιναν στην Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και το Παρίσι. Κυκλοφόρησε σε δύο κασέτες. Αργότερα προβλήθηκε σε 8 επεισόδια στο MEGA.
Ακολούθησαν άλλες δύο βιντεοπαραγωγές, "Η καρδιά του πατέρα" και "Έρωτας στο περιθώριο" που παίχτηκε και στην τηλεόραση στο κανάλι ΑΝΤ1, το 1992. Τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση έκανε το 1995 στην ταινία του Γιώργου Ζερβουλάκου "Με τον Ορφέα τον Αύγουστο".
Τις δουλειές του τις είχε φυλαχτό και έτσι κράταγε και τις σχέσεις με τους συνεργάτες του. «Η εικόνα μου δεν είναι αυτή που δημιούργησαν, ίσως να φταίω κι εγώ που δεν αντιδρώ, δεν μιλάω. Η καλή μου η Ελένη Ζαφειρίου, που έκανε τη μάνα μου στις ταινίες, μου 'λεγε, "Χαμογέλα, βρε. Ενώ είσαι τόσο καλό παιδί, έτσι που σε βλέπουν μουτρωμένο, βάζουν χίλια δυο στο μυαλό τους. Μην αδικείς ο ίδιος τον εαυτό σου" έγραφε στην αυτοβιογραφία του για να τονίσει ότι το βιβλίο αυτο ήταν κάτι σαν εξομολόγηση στον πνευματικό. «Θέλω να ζητήσω συγγνώμη αν αδίκησα κανέναν, αν φέρθηκα άσχημα σε κανέναν. Μπορεί να μην το κατάλαβα, να μην το ήθελα…» έγραφε ο Νίκος Ξανθόπουλος.
φωτογραφίες facebook Νίκος Ξανθόπουλος