Η πιο ενδιαφέρουσα κινηματογραφική εβδομάδα της θερινής σεζόν βρίσκει τον Κουέντιν Ταραντίνο να αναπολεί τη χρυσή εποχή του Χόλιγουντ ξαναγράφοντας την Ιστορία.
Mαζί και τον Γούντι Άλεν να μας ταξιδεύει «Μια βροχερή μέρα στη Νέα Υόρκη», ενώ το νέο αστέρι του σινε- τρόμου, ο Άρι Άστερ, μπαίνει στα άδυτα μιας παραθρησκευτικής σέκτας.
Κάποτε… στο Χόλιγουντ (Once Upon a Time… in Hollywood)
Σκηνοθεσία: Κουέντιν Ταραντίνο
Παίζουν: Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, Μπραντ Πιτ, Μάργκο Ρόμπι, Αλ Πατσίνο
Περίληψη: Στο Λος Άντζελες του1969 τα πάντα είναι ρευστά και όλα αλλάζουν. Ο τηλεοπτικός αστέρας Ρικ Ντάλτον και ο για πολλά χρόνια κασκαντέρ του Κλιφ Μπουθ κινούνται στη νέα βιομηχανία του θεάματος, την οποία με δυσκολία αναγνωρίζουν πια.
Ο Κουέντιν Ταραντίνο στην ένατη ταινία του, μια ερωτική επιστολή στο παλιό Χόλιγουντ και τον κινηματογράφο, έχει αποφασίσει να μας αποκαλύψει τις πιο συναισθηματικές του πλευρές.
Στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 στο ηλιόλουστο Λος Άντζελες, ενώ το κίνημα των χίπις περνάει την παρακμή του κι ο πόλεμος του Βιετνάμ έχει διχάσει την Αμερική, ο διάσημος τηλεοπτικός αστέρας Ρικ Ντάλτον ονειρεύεται μια καριέρα στο σινεμά. Στο πλευρό του ο επιστήθιος φίλος του και κασκαντέρ του Κλιφ Μπουθ τον συνδράμει στις προσπάθειές του. Όταν δίπλα στο σπίτι του Ρικ μετακομίσει ο ανερχόμενος Ρομάν Πολάνσκι με τη λαμπερή κι έγκυο σύζυγό του Σάρον Τέιτ, που αργότερα έμελλε να δολοφονηθεί από τη σπείρα του Τσαρλς Μάνσον, εκείνος θεωρεί πως επιτέλους θα έχει την ευκαιρία να περάσει και στη μεγάλη οθόνη.
Ο ίδιος ο Ταραντίνο έχει ζητήσει από τους δημοσιογράφους και τους θεατές να μην αποκαλύψουν πολλά σχετικά με την υπόθεση, οπότε σεβόμενοι την επιθυμία του θα σταθούμε περισσότερο στο πνεύμα της ταινίας του, που διαφέρει κατά πολύ από τις προηγούμενες.
Χωρίς να εγκαταλείπει εντελώς το κινηματογραφικό στυλ που τον έκανε διάσημο, ο Ταραντίνο ξαναγράφει με μια νοσταλγική διάθεση την Ιστορία- εδώ υπάρχουν κάποιες ομοιότητες με το «Ιnglourious Basterds», αποδεικνύοντας τελικά τη μαγεία του σινεμά, που έχει την δυνατότητα να λέει τα πράγματα όπως εκείνο θέλει.
Μεγαλώνοντας ο ίδιος στο Λος Άντζελες την ίδια περίοδο, ο Ταραντίνο ανασκαλεύει τη μνήμη του και φτιάχνει ένα εξαιρετικό πορτρέτο της εποχής, που βρίθει κινηματογραφικών και τηλεοπτικών αναφορών- έξοχα σκηνοθετημένα τα αποσπάσματα από σειρές και ταινίες- αποτίωντας με τον δικό τρόπο φόρο τιμής στη χρυσή εποχή του Χόλιγουντ.
Με σαρκαστική διάθεση απέναντι στην κινηματογραφική βιομηχανία, και μια λεπτή ειρωνεία για τα ινδάλματα της εποχής, ο Ταραντίνο παραλληλίζει την κοινωνικοπολιτική ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην Αμερική με το star system. Ίσως βέβαια μερικές φορές δεν είναι τόσο ρηξικέλευθος όσο θα μπορούσε, ούτε κομίζει κάποια καινούργια θέση σε σχέση με τα όσα ήδη ξέρουμε, παρόλα αυτά αποδεικνύει για ακόμα μια φορά την εξαιρετική του ικανότητα να φτιάχνει εικόνες απαράμιλλης ομορφιάς, που συναρπάζουν, απομυθοποιώντας την ποπ κολτούρα που λατρεύει.
Ο Λεονάρντο ντι Κάπριο (που πολλοί θέλουν να πηγαίνει για Οσκαρ) και ο Μπραντ Πιτ απενοχοποιημένοι, με χιούμορ και καυστική διάθεση, απογειώνουν τους ρόλους τους, παίζουν με το κινηματογραφικό υλικό που απλόχερα τους δίνει ο σκηνοθέτης τους , και με τη σαρωτική τους χημεία κρατούν τον ρυθμό εκεί που ο Ταραντίνο μοιάζει να παρασύρεται- σίγουρα ο χαμός της αγαπημένης του μοντέρ έχει παίξει ρόλο στην ανοικονόμητη διαχείριση του υλικού του.
Σίγουρα πάντως το « Κάποτε στο Χόλιγουντ» είναι μια ταινία που ξεχωρίζει στη φιλμογραφία του Αμερικανού δημιουργού και χωρίς να μπορεί πάντα να βρει τον τρόπο της να επικοινωνήσει με όλους, αναμφίβολα αποτελεί μια συναρπαστική ωδή στον κινηματογράφο.
Μια Βροχερή Μέρα στη Νέα Υόρκη (A Rainy Day in New York)
Σκηνοθεσία: Γούντι Άλεν
Παίζουν: Τίμοθι Σαλαμέ, Ελ Φάνινγκ, Σελένα Γκομέζ, Τζουντ Λο, Ντιέγκο Λούνα, Λιβ Σράιμπερ
Περίληψη: Ο Γκάτσμπι και η Άσλεϊ ετοιμάζονται να περάσουν ένα ρομαντικό σαββατοκύριακο στη Νέα Υόρκη. Tα σχέδιά τους θα ανατραπούν, όταν η Άσλεϊ αναλαμβάνει να πάρει συνέντευξη από τον σκηνοθέτη Ρόλαντ Πόλαρντ. Έτσι οι δύο νέοι αναγκάζονται να πάρουν διαφορετικούς δρόμους, ο καθένας γνωρίζει καινούργια πρόσωπα και ζει απίστευτες περιπέτειες. Κι όλα αυτά ενώ η ηλιοφάνεια δίνει τη θέση της στις ψιχάλες της βροχής.
Αφού κέρδισε τη δικαστική διαμάχη με την Amazon, ο ακούραστος Γούντυ Άλεν έβγαλε από το συρτάρι την τελευταία του ταινία , με την οποία επέστρεψε μετά από τις ευρωπαϊκές του περιπλανήσεις στην αγαπημένη του Νέα Υόρκη.
Πιστός στο κινηματογραφικό του ραντεβού του ο Γούντι Άλεν, ακμαίος ακόμα και στα ογδόντα τρία του, έχει ετοιμάσει το «Μια βροχερή μέρα στη Νέα Υόρκη»- κατά δήλωσή του άλλωστε σκοπός του είναι να γυρίζει μια ταινία τον χρόνο- από πέρσι το καλοκαίρι. Όμως οι κατηγορίες από την Ντίλαν Φάροου , υιοθετημένης κόρης της Μία Φάροου, για σεξουαλική κακοποίηση, δημιούργησαν σάλο στο Χόλιγουντ με τους περισσότερους ηθοποιούς να αποκηρύσσουν τη συνεργασία τους με τον Άλεν, να δωρίσουν τις αμοιβές τους σε φιλανθρωπικές οργανώσεις και τελικά την εταιρεία παραγωγής να αρνείται να βγάλει την ταινία στις αίθουσες. Το δικαστήριο όμως αποφάσισε κι έτσι ο Άλεν μπορεί πλέον να δει τη δημιουργία του στη μεγάλη οθόνη.
Ένα κορίτσι κι ένα αγόρι φιλιούνται κάτω από τη βροχή στη Νέα Υόρκη. Αυτό είναι το βασικό θέμα και μάλλον η εικόνα που ήθελε περισσότερο να γυρίσει ο Άλεν. Ο Γκάμπτσι, που φέρει το όνομα του ήρωά του Σκοτ Φιτζέραλντ, και η Άσλει είναι ερωτευμένοι δυο φοιτητές που σκοπεύουν να περάσουν ένα Σαββατοκύριακο στη Νέα Υόρκη. Η Άσλει, που ονειρεύεται να γίνει δημοσιογράφος, έχει πείσει έναν διάσημο σκηνοθέτη, τον Ρόναλντ Πόλαρντ, να του πάρει συνέντευξη για την εφημερίδα του κολεγίου, ενώ ο Γκάτσμπι προσπαθεί απεγνωσμένα να αποφύγει την πλούσια μητέρα του, η οποία τις ίδιες μέρες διοργανώνει ακόμα ένα από τα βαρετά πάρτι που ο ίδιος σιχαίνεται. Όμως ο κύριος Πόλαρντ περνάει μια δύσκολη φάση, καθώς είναι ιδιαίτερα απογοητευμένος από την ταινία του και ζητάει από την Άσλεϊ να τον ακολουθήσει σε μια ιδιωτική προβολή.
Η φιλόδοξη νεαρά δεν μπορεί να αφήσει την ευκαιρία να πάει χαμένη, οπότε ο Γκάτσμπι μένει μόνος στη Νέα Υόρκη, όπου θα συναντηθεί με την αδερφή ενός παλιού του φλερτ.
Ο Άλεν επιλέγοντας ως κεντρικούς ήρωες δυο γόνους πλούσιων οικογενειών- έστω κι αν Γκάτσμπι αρνείται την πολυτελή ζωή της οικογένειάς του και προτιμάει την απλότητα- αφήνει κατά μέρος τους υστερικούς και μπερδεμένους χαρακτήρες και με μια γλυκιά μελαγχολία παρακολουθεί την πορεία ενηλικίωσης δύο νέων στην πόλη που λατρεύει. Απαραίτητο συνοδευτικό η τζαζ, οι έξυπνες ατάκες και ένα γλυκόπικρο ρομάντζο που παραπέμπει σε παλιότερες χολιγουντιανές εποχές.
Ο Βιτόριο Στοράρο με τη φωτογραφία του να δημιουργεί δυο διαφορετικούς κόσμους για τον Γκάτσμπι που αγαπάει τη βροχή και την αεικίνητη Άσλεϊ που δεν την αντέχει και πολύ, επιλέγοντας να κινηματογραφεί τον μεν πρώτο με σταθερή κάμερα , τη δε χαριτωμένη Άσλεϊ με steaycam και θερμά χρώματα, ο Γούντυ Αλεν ρίχνει στο τραπέζι όλους τους άσσους του – έστω και προβλέψιμους- σχολιάζοντας με κομψό χιούμορ τη show business και το λαμπερό καστ στο οποίο η Φάνιγνγκ ξεχωρίζει με την αθωότητα και την απολαυστική της νευρικότητα, συνθέτουν μια βροχερή μέρα που αποκαλύπτει τα πολλά πρόσωπα μιας πόλης που ζει μέσα από τις αντιθέσεις της.
Το μεσοκαλόκαιρο (Midsommar)
Σκηνοθεσία/Σενάριο: Άρι Άστερ
Παίζουν Φλόρενς Πιού, Τζακ Ρέινορ, Γουίλιαμ Τζάκσον Χάρπερ, Γουίλ Πούλτερ, Βίλχελμ Μπλόμγκρεν
Περίληψη: Η Ντάνι και ο Κρίστιαν είναι ένα νεαρό ζευγάρι από την Αμερική. Μετά από μία οικογενειακή τραγωδία που ταράζει την Ντάνι, αυτοπροσκαλείται σε ένα ταξίδι του συντρόφου της με τους φίλους του. Αυτό όμως που ξεκινάει σαν μία ανέμελη καλοκαιρινή περιπέτεια σε ένα ηλιόλουστο καταφύγιο, παίρνει νοσηρή τροπή, όταν οι κάτοικοι του χωριού προσκαλούν τους καλεσμένους να συμμετέχουν σε εορτασμούς που μεταμορφώνουν αυτόν τον παράδεισο σε ένα όλο και πιο ανησυχητικό μέρος.
Ο Άρι Άστερ επιστρέφει μετά από την «Διαδοχή», με ένα παραισθησιογόνο κινηματογραφικό παραμύθι, που αποτελεί τον ορισμό του άρρωστου τρόμου.
Η Ντάνι είναι μια νεαρή κοπέλα που βιώνει μια προσωπική οικογενειακή τραγωδία , όταν η διπολική αδερφή της αυτοκτονεί , σκοτώνοντας μαζί και τους γονείς τους. Ο σύντροφός της, ο Κρίστιαν, της συμπαραστέκεται,αλλά η σχέση τους περνάει κρίση. Όταν ο Κρίστιαν και η παρέα του αποφασίζουν να πάνε στη Σουηδία σε ένα απομονωμένο χωριό για να μελετήσουν τα ήθη και τα έθιμα μιας περίεργης παραθρησκευτικής, μεταχίπικης σέκτας, η Ντάνι αυτοπροσκαλείται στο ταξίδι. Εκεί κάτω από τον λαμπερό ήλιο του μεσοκαλόκαιρου, οι νεαροί θα βρεθούν αντιμέτωποι με έναν επικίνδυνο κόσμο φανατισμού.
Ο Άστερ στηριζόμενος στη μυθολογία και σ παγανιστικές παραδόσεις που έρχονται από τα βάθη των αιώνων, από τη μία σχολιάζει τη νοσηρότητα της οικογένειας και των θεσμών. από την άλλη δημιουργεί
ένα παράδοξο κινηματογραφικό σύμπαν, προτείνοντας ένα νέο είδος σινε-τρόμου.
Έτσι προσεγγίζει ανθρωπολογικά τους κώδικες αυτής της παραθρησκευτικής κοινότητας, όπου η βία και ο θάνατος αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της λατρείας, αναλογιζόμενος τελικά για την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη. Οι άνθρωποι της κοινότητας δεν είναι κακοί , κακοί είναι οι κανόνες που τους έχουν επιβληθεί: μέσα από αυτή την ιδέα ο Άστερ δομεί έναν άρρωστο κόσμο, όπου τα πρόσωπα αποκαλύπτουν τις πιο τρομαχτικές τους πλευρές.
Με μια εξαιρετική διεύθυνση φωτογραφίας, που βάζει το φως να πρωταγωνιστεί σε έναν τόσο σκοτεινό κόσμο, μια καλά φροντισμένη παραγωγή και μια άρτια κινηματογράφηση, ο Άστερ πετυχαίνει πολλά σε επίπεδο σκηνοθεσίας, καταφέρνοντας να φτιάξει μια αρτιστίκ ταινία τρόμου διαφορετική από όσες έχουμε συνηθίσει.
Όμως το ίδιο του το σενάριο, που πλατειάζει, χωρίς να εξελίσσει τη δράση, αφήνοντας συνεχώς αναπάντητα ερωτήματα, εντείνει μεν την εφιαλτική ατμόσφαιρα, πλην όμως τελικά αποδεικνύεται περισσότερο νοσηρό από όσο χρειάζεται για να επικοινωνήσει τις βασικές του θέσεις. Το γεγονός δε πως στο εντυπωσιακό κατά τα άλλα φινάλε η μητριαρχία φαίνεται να βασιλεύει σε αυτό τον παράλογο κόσμο, προκαλεί εύλογα ερωτηματικά.
Η Φλόρενς Πιού ( «Lady Macbeth», «The Little Drummer Girl») αναλαμβάνει τον ρόλο της ευάλωτης Ντάνι και φτιάχνει μια αξιοπρόσεκτη ερμηνεία, ξεδιπλώνοντας σιγά σιγά διαφορετικά και αντικρουόμενα στοιχεία, που τελικά όμως δημιουργούν μια πολυσύνθετη και άκρως ενδιαφέρουσα ηρωίδα.
Επαναπροβολές:
Ο τρίτος άνθρωπος ( The third man)
Σκηνοθεσία: Κάρολ Ριντ
Παίζουν: Όρσον Γουέλς, Αλίντα Βάλι , Τζόζεφ Κότεν, Τρέβορ Χάουαρντ
Περίληψη: Ένας άνεργος συγγραφέας φτάνει στη μεταπολεμική Βιέννη και τη βρίσκει χωρισμένη στα δύο από τους νικητές συμμάχους, πεινασμένη, καθώς υπάρχουν λίγες προμήθειες, ενώ η μαύρη αγορά ανθίζει. Ο πρώην συμμαθητής του, που τον έχει προσκαλέσει, έχει σκοτωθεί πρόσφατα σε ένα παράξενο τροχαίο. Μιλώντας με τους φίλους και τους συνεργάτες του παρατηρεί πως οι ιστορίες τους αντιφάσκουν κι έτσι αποφασίζει να ανακαλύψει την αλήθεια.
Φιλμ νουάρ, που έγινε διάσημο για τη χαρακτηριστική μουσική του Άντον Κάρας, αλλά και την εντυπωσιακή εμφάνιση του Όρσον Γουέλς.
Μετά από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Χόλι Μάρτινς , ένας απένταρος συγγραφέας φτάνει στη κατεχόμενη από τους συμμάχους Βιέννη για να συναντήσει τον παλιό του φίλο, Χάρι Λάιμ, που επρόκειτο να του δώσει δουλειά. Κατά την άφιξή του ενημερώνεται ότι ο Χάρι χτυπήθηκε από ένα φορτηγό μπροστά στην πολυκατοικία του κι ότι είναι νεκρός. Την ημέρα της κηδείας του, ο Χόλι συναντά μια όμορφη γυναίκα, την Άννα Σμιντ, η οποία ήταν ερωμένη του Χάρι. Ο αξιωματικός της αστυνομίας Κάλογουεϊ, που ερευνά τον θάνατό του, προσφέρει στον Χόλι ένα εισιτήριο για να επιστρέψει στην Αμερική, αλλά όταν ο νεαρός άνδρας συναντά δυο φίλους του Χάρι που ήταν μαζί του τη μέρα του ατυχήματος, των οποίων οι μαρτυρίες διαφέρουν, εκείνος αποφασίζει να μείνει στη Βιέννη για να ξεδιαλύνει το μυστήριο.
Ο θυρωρός της πολυκατοικίας του Χάρι του αναφέρει ότι πέρα από τους δυο άνδρες που ήταν μαζί με το θύμα την ημέρα του ατυχήματος, υπήρχε κι ένας μυστήριος τρίτος άνδρας που τους βοήθησε να μεταφέρουν το νεκρό σώμα στο πεζοδρόμιο. Αργότερα ο Χόλι πληροφορείται ότι ο Χάρι ήταν αρχηγός μιας σπείρας που έκλεβε πενικιλίνη από το στρατιωτικό νοσοκομείο για να τη νοθεύσει και να την πουλήσει στη μαύρη αγορά. Με τη βοήθεια της Άννας, συνεχίζει τις έρευνές του στους δρόμους της Βιέννης και σύντομα έρχεται αντιμέτωπος με τον Τρίτο Άνθρωπο, που ήταν παρόν την ημέρα του ατυχήματος.
Ο «Τρίτος άνθρωπος» θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες στην ιστορία του σινεμά. Το σενάριο του Γκράχαμ Γκριν, η ευρηματική σκηνοθεσία, η υπέροχη ασπρόμαυρη φωτογραφία και η παραδειγματική αξιοποίηση των φυσικών ντεκόρ για τη δημιουργία ατμόσφαιρας, της χάρισαν το Μεγάλο βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών το Βραβείο Καλύτερης ταινίας στα Bafta, και το Όσκαρ καλύτερης φωτογραφίας, ενώ η κοινωνική κριτική μιας Ευρώπης που ετοιμάζεται για τον Ψυχρό Πόλεμο συνδυάζεται άψογα με το σασπένς και ένα γοητευτικό ρομάντζο, προσφέροντας μια τέλεια κινηματογραφική εμπειρία.
Για χρόνια η ταινία συνοδευόταν από τον αστικό μύθο ότι ο πραγματικός σκηνοθέτης ήταν ο Όρσον Γουέλς κι όχι ο Κάρολ Ριντ, εφόσον πολλά στοιχεία της θυμίζουν την τεχνική που χρησιμοποιούσε ο πρώτος. Ο Γουέλς όμως το 1967 σε συνέντευξή του στον Πίτερ Μπογκντάνοβιτς δήλωσε ότι η ταινία ήταν του Ριντ, αποκαθιστώντας την αλήθεια.
Ο Γκράχαμ Γκριν, πριν ασχοληθεί με το σενάριο της ταινίας, έγραψε μια νουβέλα πάνω στην οποία επρόκειτο να πατήσει για να γράψει το σενάριο. Στο μυθιστόρημα αφηγητής των γεγονότων είναι ο αστυνομικός Κάλογουεϊ, σε αντίθεση με την ταινία όπου αφηγητής είναι ο ίδιος ο Ριντ (στη βρετανική έκδοση της ταινίας) και ο Τζόζεφ Κότεν (στην αμερικανική έκδοση της ταινίας). Επίσης στην τελική σκηνή της νουβέλας η Άννα και ο Χόλι ετοιμάζονται να ξεκινήσουν μια νέα ζωή μαζί, σε αντίθεση με την ταινία όπου η Άννα απορρίπτει τον Χόλι. Ο Κάρολ Ριντ όμως και o παραγωγός Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ είχαν διαφορετική άποψη από εκείνη του γκριν. Κι ενώ ο τελευταίος επέμενε στο χαρμόσυνο φινάλε, ο σκηνοθέτης και ο παραγωγός το θεωρούσαν συμβατικό και επιφανειακό. Μερικά χρόνια αργότερα ο Γκριν παραδέχτηκε ότι οι δυο άνδρες είχαν δίκιο.
Φθινοπωρινή Σονάτα (Höstsonaten /Autumn Sonata)
Σκηνοθεσία: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Παίζουν: Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Λιβ Ούλμαν, Λένα Νίμαν
Περίληψη: Η Σαρλότ, διάσημη πιανίστρια, και η κόρη της Εύα, σύζυγος ενός πάστορα, συναντιούνται ύστερα από εφτά χρόνια, στο πρεσβυτέριο της τελευταίας. Η Σαρλότ πάσχει από κατάθλιψη μετά από τον θάνατο του φίλου της, ενώ αγνοεί ότι η Εύα φροντίζει και το άλλο παιδί της, την ανάπηρη Έλενα.
Μια βαθιά ανθρώπινη ταινία, υπό τους ήχους μουσικών μοτίβων του Σοπέν, του Χέντελ και του Μπαχ, στην οποία ο Μπέργκμαν θέτει τα θέματα της χαμένης παιδικής ηλικίας, της λαχτάρας για την αληθινή μητρική αγάπη και φυσικά την έλλειψης επαφής και επικοινωνίας.
Η Σαρλότ, μια πιανίστρια διεθνούς φήμης συναντά έπειτα από εφτά χρόνια την κόρη της Εύα , η οποία ζει με τον πάστορα σύζυγό της Βίκτωρα, αναζητώντας επιβεβαίωση και συναισθηματική κάλυψη.
Η συνάντηση μάνας και κόρης εξελίσσεται σε μια τρομερή σύγκρουση, μέσα από μια σειρά εξομολογήσεων που ξεχειλίζουν ταυτόχρονα από αγάπη και μίσος.
Αφού τα ψέματα και οι ωραιοποιήσεις εξαφανιστούν, οι αλήθειες θα εμφανιστούν και θα πληγώσουν όλους τους εμπλεκομένους ανεπανόρθωτα
Για τη ιστορία αξίζει να αναφερθεί να σημειώσουμε ότι και οι δύο Σουηδοί καλλιτέχνες ήταν Υποψήφιοι για Όσκαρ. Ο μεν Ίνγκμαρ Μπέργκμαν στην κατηγορία του Καλύτερου Σεναρίου, η δε Ίνγκριντ στην κατηγορία Ά Γυναικείου Ρόλου. Επίσης η Μπέργκμαν ήταν υποψήφια και στις Χρυσές Σφαίρες το 1979, εκεί όπου το φιλμ «Φθινοπωρινή Σονάτα», βραβεύτηκε στην κατηγορία Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Ο Διαβολάκος (Il Piccolo Diavolo)
Σκηνοθεσία: Ρομπέρτο Μπενίνι
Παίζουν: Ρομπέρτο Μπενίνι, Γουόλτερ Ματάου, Στεφανία Σαντρέλι, Νικολέτα Μπράσι
Περίληψη: Στη Ρώμη, ο Αμερικανός ιερέας Μορίς προσπαθεί να βρει ισορροπία μεταξύ της προσωπικής και πνευματικής του ζωής, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Μια μέρα τον καλούν για τον εξορκισμό μιας γυναίκας και το δαιμόνιο που φαίνεται να την είχε καταλάβει δεν είναι παρά ένας φοβισμένος διαβολάκος ονόματι Τζουντίντα.
Μια από τις πρώτες μεγάλου μήκους ταινίες του βραβευμένου με Όσκαρ Ρομπέρτο Μπενίνι, που επιβεβαιώνει τη σατιρική διάνοια του Ιταλού καλλιτέχνη.
Ο Πατέρας Μορίς είναι ένας Αμερικανός ιερέας στη Ρώμη, ερωτευμένος με την Πατρίτσια, για την οποία νιώθει πολύ μπερδεμένος. Καθώς παλεύει να ξεκαθαρίσει τα πράγματα, τον καλούν να κάνει έναν εξορκισμό σε μια ηλικιωμένη γυναίκα. Κι ενώ εκείνος δεν είναι απόλυτα πεπεισμένος ότι ο εξορκισμός έχει πετύχει, αναγκάζεται να το πιστέψει από την παρουσία ενός «σκοτεινού» πλάσματος. Αυτό αποκαλεί τον εαυτό του Τζουντίτα και έχει τη μορφή ενός αφελή, χαμογελαστού, με αστείο σουλούπι άντρα. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για τον διάβολο σε νεαρή ηλικία.
Ο ανήσυχος Τζουντίτα θέλει να ανακαλύψει και να απολαύσει τις χαρές της γήινης ζωής και έτσι ακολουθεί παντού τον ιερέα. Όταν συναντήσει τυχαία τη Νίνα, θα νιώσει ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα, οπότε θα αποδεσμεύσει τον Μορίς από την παρουσία του και θα τρέξει πίσω της.
Παρόλο που «ο Διαβολάκος» δεν είναι η πιο χαρακτηριστική ταινία του Μπενίνι, διατηρεί την τρυφερότητα και τον αυθορμητισμό που διακρίνει το Ιταλό δημιουργό. Ο άνετος, πλακατζής και καταστροφικός διαβολάκος είναι το τέλειο αντίβαρο στον σοβαρό, σταθερό και σεβαστό Πατέρα Μορίς, ενώ ο Ματάου και ο Μπενίνι είναι ιδανικοί για τους ρόλους τους , κάνοντας τη συνύπαρξή τους να μοιάζει παράξενα φυσιολογική, με έναν μεταφυσικό τρόπο σε μια απολαυστική κωμωδία.
Οι δώδεκα καρέκλες (Las doce Sillas)
Σκηνοθεσία: Τόμας Γκουτιέρεζ Αλέα
Παίζουν: Ενρίκε Σαντιέστεμπαν, Μαρία Πάρντο κ.α
Περίληψη: Αμέσως μετά από την επανάσταση στην Κούβα, μια πλούσια γυναίκα αποφασίζει να κρύψει τα πολύτιμα αντικείμενά της μέσα σε δώδεκα καρέκλες, που περνούν στα χέρια του κράτους. Τότε ο γαμπρός ξεκινάει ένα αγώνα δρόμου για να επανακτήσει τις καρέκλες.
Ο Τόμας Γκουτιέρεζ Αλέα αφηγείται την ξεκαρδιστική περιπέτεια δώδεκα καρεκλών στην κομουνιστική Κούβα.
Η χώρα περνάει στα χέρια σοσιαλιστών επαναστατών. Μια πλούσια γυναίκα δεν αντέχει να δώσει τα υπάρχοντά της στη νέα κυβέρνηση. Κρύβει λοιπόν τα πολύτιμα κοσμήματα της σε δώδεκα καρέκλες, από μία τραπεζαρία. Μέτα από τον θάνατό της, ο γαμπρός της , ο Ιππόλυτο, ανακαλύπτει τι είχε κάνει η πεθερά του. Οι καρέκλες όμως έχουν «εθνικοποιηθεί» και ανήκουν σε δώδεκα διαφορετικούς ανθρώπους. Μαζί με έναν παπά και τον πρώην υπηρέτη του, ο Ιππόλυτο αρχίζει μια τρελή κούρσα για να βρει τις καρέκλες και να πάρει αυτό που νομίζει δικαιωματικά του ανήκει.
Το 1928, ο Ρώσος συγγραφέαςIlya Ilf κυκλοφορεί το σατιρικό του μυθιστόρημα «Οι Δώδεκα Καρέκλες». Τα επόμενα χρόνια το μυθιστόρημα παίρνει τη θέση που του αξίζει στην Παγκόσμια Λογοτεχνία και το 1938 μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη στη Γερμανία με τίτλο «Δεκατρείς Καρέκλες». Στη συνέχεια, ακολουθούν διάφορες άλλες κινηματογραφικές διασκευές.
Το 1962 ο σημαντικότερος σκηνοθέτης του Κουβανικού κινηματογράφου Τόμας Γκουτιέρεζ Αλέα μεταφέρει τη δράση στη χώρα του, καθώς οι παράλληλες διαδρομές Κούβας και Σοβιετικής Ένωσης επιτρέπουν την ελεύθερη απόδοση του βιβλίου. Η καρτουνιστική εισαγωγή δίνει από την αρχή τη σατιρική χροιά της ταινίας, που χαρακτηρίζεται από ένα βιτριολικό χιούμορ. Σαν παιδιά που παίζουν ο Ιππόλυτο και ο Πάδρε, αρπάζουν τις καρέκλες και βάζουν τρικλοποδιές ο ένας από τον άλλον, δημιουργώντας μια απολαυστική κωμωδία καταστάσεων.