Στις κινηματογραφικές πρεμιέρες της εβδομάδας o Μπραντ Πιτ επιβιβάζεται στο «Bullet train».
Οι Αντόνιο Μπαντέρας, Πενέλοπε Κρουζ και Όσκαρ Μαρτίνεζ ετοιμάζουν τη δική τους «Επίσημη συμμετοχή».
Πάμε να δούμε τις κινηματογραφικές πρεμιέρες της εβδομάδας.
Οι κινηματογραφικές πρεμιέρες της εβδομάδας
Bullet Train
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Λιτς
Παίζουν: Μπραντ Πιτ, Τζόι Κινγκ, Ααρον-Τέιλορ Τζόνσον, Μπράιαν Τίρι Χένρι, Σάντρα Μπούλοκ
Περίληψη: Ο Ladybug, ένας κάπως κακότυχος δολοφόνος, είναι αποφασισμένος αυτή τη φορά να κάνει τη δουλειά του με την ησυχία του μετά από μια σειρά αποτυχιών. Η μοίρα όμως έχει τα δικά της σχέδια και έτσι η τελευταία αποστολή του τον φέρνει σε μια ξέφρενη πορεία σύγκρουσης με φονικούς αντιπάλους από όλη την υφήλιο πάνω στο πιο γρήγορο τρένο του κόσμου, με ένα βασικό σκοπό: να βρει έναν τρόπο να κατέβει από αυτό το τρένο.
Τρελή κωμωδία δράσης του Ντέιβιντ Λιτς, με τον Μπραντ Πιτ και ένα all-star cast σε ρόλο πληρωμένων δολοφόνων.
«Βullet trains» ονομάζονται στην Ιαπωνία τα τρένα που τρέχουν σαν σφαίρες, καλύπτοντας τεράστιες χιλιομετρικές αποστάσεις σε χρόνο ρεκόρ. Σε ένα από αυτά επιβιβάζεται ένας πληρωμένος δολοφόνος, ονόματι Ladybug, που θεωρεί πως τον κυνηγάει η κακή του τύχη, με σκοπό να φέρει εις πέρας μια σχετικά απλή αποστολή, μετά από πολλές αποτυχίες, που τον έχουν οδηγήσει στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Αυτό που πρέπει να κάνει είναι να πάρει έναν χαρτοφύλακα και να κατέβει στον επόμενο σταθμό. Όμως ό,τι μοιάζει εύκολο, στη ζωή του Ladybug δεν είναι. Σύντομα, θα ανακαλύψει πως βρίσκεται στο ίδιο τρένο με επιδέξιους θεότρελους «συναδέρφους» από κάθε γωνιά του πλανήτη, που έχουν ακριβώς τον ίδιο στόχο με εκείνον.
Τα αδέρφια «Μανταρίνι» και «Λεμόνι», μια βιτριολική villain που καλύπτεται πίσω από το προσωπείο μιας αθώας νεαρής επιβάτιδας, ο Λύκος, που αναζητεί εκδίκηση για τον θάνατο της γυναίκας του είναι μόνο μερικοί από τους χαρακτήρες που στέκονται εμπόδιο στο δρόμο του Ladybug, ο οποίος με τη βοήθεια της χειρίστριας του και επιστρατεύοντας τα τσιτάτα του θεραπευτή του διατηρεί την ψυχραιμία του σε κάθε περίπτωση, επιδίδεται σε μάχες και παλεύει να βρει το νόημα της ζωής. Μέσα σε όλα αυτά, ένας πατέρας εναγωνίως προσπαθεί να προστατεύσει την οικογένειά του, αλλά και να κλείσει τους λογαριασμούς με το παρελθόν του.
Ο Λιτς («John Wick», «Atomic Blonde», Deadpool 2» «Fast & Furious: Hobbs & Shaw») , ο οποίος έχει γνωριστεί με τον Μπραντ Πιτ από τα χρόνια που δούλευε ως κασκαντέρ, βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Κοτάρο Ισάκα και απενοχοποιημένα φτιάχνει μια απολύτως διασκεδαστική ταινία, ακολουθώντας τα χνάρια του ποπ Γκάι Ρίτσι, την ταραντινική χρήση της βίας και την αισθητική των ιαπωνικών manga. Έτσι, μέσα από συνδυασμό ειδών διαχειρίζεται επιδέξια ένα προβληματικό σενάριο, που συνεχώς ανοίγει νέα μέτωπα, εισάγει πολλά πρόσωπα των οποίων την ιστορία μαθαίνουμε μέσα από φλας μπακ για να εξαφανιστούν σε λίγα λεπτά, και αναλώνεται σε λαϊκίστικες φιλοσοφίες περί τύχης και μοίρας.
Ο Λιτς όμως και κυρίως ο Πιτ διατηρούν το χιούμορ τους, προσφέρουν θεαματικές χορογραφίες μέσα στον κλειστοφοβικό χώρο ενός τρένου και ανεβάζουν ταχύτητες όταν πρέπει, προσφέροντας αυτό που υπόσχονται: δυο ώρες ατελείωτου fun. Τώρα γιατί οι «κακοί» πάντα πρέπει να έχουν πλάκα είναι ένα άλλο κεφάλαιο, που αξίζει να απασχολήσει το κοινό αυτών των ταινιών, αλλά τουλάχιστον το «Βullet train» δεν προσποιείται τίποτα περισσότερο από αυτό που είναι: μια κωμωδία με δράση και τρελό ρυθμό, που δεν ενδιαφέρεται για νοήματα και δεν αποποιείται τις επιρροές της.
Επίσημη Συμμετοχή (Competencia Oficial / Official Competition)
Σκηνοθεσία: Μαριάνο Κον, Γκαστόν Ντουπράτ
Παίζουν: Αντόνιο Μπαντέρας, Πενέλοπε Κρουζ, Όσκαρ Μαρτίνεζ
Περίληψη: Ένας πάμπλουτος φαρμακοβιομήχανος, που ανησυχεί για την υστεροφημία του, αποφασίζει να επενδύσει σε μια κινηματογραφική παραγωγή. Προσλαμβάνει λοιπόν μια εκκεντρική σκηνοθέτη, η οποία με τη σειρά της επιλέγει για πρωταγωνιστές έναν διάσημο, μα απαιτητικό κινηματογραφικό αστέρα και ένα ιδιότροπο ιερό τέρας του θεάτρου.
Τα παρασκήνια της κινηματογραφικής βιομηχανίας από το ταλαντούχο σκηνοθετικό δίδυμο Μαριάνο Κον και Γκαστόν Ντιπράτ («Το Αριστούργημά μου», «Ο επιφανής πολίτης»).
Ένας δισεκατομμυριούχος αποφασίζει παρορμητικά και χάριν της υστεροφημίας του να γίνει ο παραγωγός μιας εμβληματικής ταινίας. Έτσι, αγοράζει έναντι ενός υπέρογκου ποσού τα δικαιώματα ενός βιβλίου που ο συγγραφέας του έχει βραβευτεί με Νόμπελ και προσλαμβάνει την αναγνωρισμένη σκηνοθέτιδα Λόλα Κουέβας να ηγηθεί του φιλόδοξου εγχειρήματος. Το all-star cast της φιλόδοξης παραγωγής συμπληρώνουν δυο κορυφαίοι ηθοποιοί με μεγάλα ταλέντα και ακόμα μεγαλύτερα «εγώ» : ο καρδιοκατακτητής από το Χόλιγουντ Φελίξ Ριβέρο και ο ριζοσπαστικός θεατρικός πρωταγωνιστής Ιβάν Τόρες. Και οι δύο είναι θρύλοι αλλά όχι ακριβώς οι καλύτεροι φίλοι. Μέσα από μια σειρά εκκεντρικές δοκιμασίες που θέτει η Λόλα, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν όχι μόνο ο ένας τον άλλο, αλλά και τον ίδιο τους τον εαυτό.
Με διάθεση αυτοσαρκασμού, οι δύο σκηνοθέτες και οι τρεις λαμπεροί πρωταγωνιστές κάνουν φύλλο και φτερό τον λαμπερό κόσμο της showbiz, τους ποιοτικούς , τους εμπορικούς, τους μαικήνες, προβάλλοντας τον ναρκισσισμό και τον ανταγωνισμό των καλλιτεχνών, αλλά και τη ματαιοδοξία της ελίτ που εξαγοράζοντας την τέχνη αναζητάει μια θέση στην αθανασία. Θαρραλέοι ως προς την κριτική τους και με τρεις δυνατές ερμηνείες από τους Αντόνιο Μπαντέρας, Πενέλοπε Κρουζ και Μαρτίνεζ, οι Κον και Ντιπράτ δεν αφήνουν τίποτα όρθιο, ξεσκεπάζουν τα κακώς κείμενα της κινηματογραφικής βιομηχανίας, χωρίς προσπάθεια ωραιοποίησης, αλλά αδυνατούν να βρουν έναν σαφή προσανατολισμό. Έτσι, η «Επίσημη συμμετοχή» τους μπορεί να θεωρείται «μαύρη κωμωδία», αλλά η έλλειψη δραματουργικής οικονομίας και ο ρυθμός που ξεχειλώνει δεν της επιτρέπουν τελικά να γκελάρει και να φτάσει στην ουσία των πραγμάτων.
Διακοπές με την οικογένεια (Easter Sunday)
Σκηνοθεσία: Τζέι Χαντρεσεκάρ
Παίζουν: Τζο Κόι, Τζίμι Ο. Γιανγκ, Τία Καρέρε, Μπράντον Γουάρντελ, Εύα Νομπλεζάντα, Λίντια Γκαστόν, Ασίφ Αλί, Ρόντνεϊ Το, Γιουτζίν Κορδέρο, Τζέι Τσαντρασέκαρ, Τίφανι Χάντις, Λου Ντάιμοντ Φίλιπς
Περίληψη: Ένας χωρισμένος πατέρας επιστρέφει στο πατρικό του για μια πασχαλινή γιορτή, που θα καταλήξει σε μια τρελή περιπέτεια.
Ο διάσημος κωμικός του stand up Τζο Κόι εμπνέεται από τις εμπειρίες που έχει ζήσει με τους συγγενείς του και στήνει μια κωμωδία παρεξηγήσεων γύρω από το πασχαλιάτικο τραπέζι.
Ο κεντρικός ήρωας, που επίσης λέγεται Τζόι, είναι ηθοποιός, χωρισμένος, αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να πάρει έναν καλό ρόλο σε μια τηλεοπτική σειρά, αλλά ταυτόχρονα πρέπει οπωσδήποτε να παραβρεθεί στο τραπέζι της μητέρας του για το Πάσχα. Έτσι, ξεκινάει με τον έφηβο γιο του, με τον οποίο έχουν αποξενωθεί εξαιτίας της δουλειάς του, για το πατρικό του σπίτι. Eκεί τον περιμένει η φιλιππινέζικη οικογένειά του με τους καβγάδες της, τα προβλήματά της, τις εντάσεις της, όλα όσα δηλαδή ξέρουμε καλά όλοι από πρώτο χέρι.
Ο Κόι, παίρνοντας ένα θέμα κοινότοπο και χιλιοειπωμένο με κάθε πιθανό τρόπο, προσπαθεί να το ανανεώσει, βάζοντας στο επίκεντρό τη φιλιππινέζικη κοινότητα, αλλά αντί να αναδείξει την ιδιαίτερη κουλτούρα της, αναλώνεται σε κλισέ όλων των αντίστοιχων κομεντί που αφθονούν, τα πασπαλίζει με μια εσάνς ανούσιας, εντελώς αναληθοφανούς περιπέτειας με μαφιόζους και θυσιάζει το χιούμορ του και τις βιτριολικές του ατάκες στον βωμό μιας εύκολης κινηματογραφικής επιτυχίας, που μάλλον όμως δεν θα έρθει αυτή τη φορά.
Κινηματογραφικές πρεμιέρες και επαναπροβολές
Το Μαγαζάκι της Κεντρικής Οδού (Obchod na korze)
Σκηνοθεσία: Γιαν Καντάρ και Έλμαρ Κλος
Παίζουν: Ζόζεφ Κρόνερ, Ίντα Καμίνσκα, Χάνα Σλίβκοβα, Μάρτιν Χόλι
Περίληψη: Στη γερμανοκρατούμενη Σλοβακία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ένας ξυλουργός αναλαμβάνει τη διαχείριση ενός μαγαζιού, που ανήκει σε μια ηλικιωμένη Εβραία, η οποία δεν καταλαβαίνει τι γίνεται γύρω της.
Μία από τις πιο εμβληματικές ταινίες του τσεχοσλοβάκικου νέου κύματος, βραβευμένη με Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, κυκλοφορεί με νέες ψηφιακές κόπιες.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στο Σλοβακικό Τμήμα της Τσεχοσλοβακίας. ο Άντον «Τόνο» Μπρτκο, ένας φτωχός ξυλουργός, ζει με τη φιλάργυρη γυναίκα του, η οποία δεν τον εκτιμά και τόσο πολύ. Ένα βράδυ θα τους επισκεφθεί η αδελφή της με τον σύζυγό της, έναν υψηλόβαθμό Διοικητή στην πόλη, ο οποίος θα του δώσει την ιδιοκτησία ενός μαγαζιού στην Κεντρική Οδό, που ανήκε σε μία ηλικιωμένη Εβραία. Η αιτία για το αναπάντεχο αυτό «δώρο» είναι η «αριανοποίηση» της ιδιοκτησίας, αφού η εκκαθάριση των Εβραίων έχει μόλις ξεκινήσει και η Αρία Φυλή πρέπει να επικρατήσει. Η σχεδόν κωφή κυρία Λατμάνοβα όμως δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει στη χώρα της, θεωρεί τον Τόνο βοηθό της και τον φροντίζει ως γιο. Ωστόσο, έρχεται η μέρα που όλοι οι Εβραίοι από την πόλη θα λάβουν μια κλήση για τη μεταφορά τους .
Βασισμένη στο μυθιστόρημα του Λάντισλαβ Γκρόσμαν (ο οποίος έγραψε και το σενάριο), η ταινία των Καντάρ και Κλος είναι μια παραβολή για την τραγωδία της κοινωνικής και πολιτικής μισαλλοδοξίας. Μέσα από τη βαθιά ανθρώπινη, αστεία, συγκινητική σχέση του Τόνο και της κυρίας Λατμάνοβα, οι δυο δημιουργοί καταγράφουν τα ηθικά διλήμματα που προκάλεσε η εφαρμογή της αριανοποίησης», γι’ αυτό και την αφιέρωσαν σε εκείνους που πίστεψαν ότι και μετά από τη συνεργασία με τους ναζί θα παρέμεναν ηθικά καθαροί.
Atlantic City
Σκηνοθεσία: Λουί Μαλ
Παίζουν: Μπαρτ Λάνκαστερ, Σούζαν Σαράντον, Μισέλ Πικολί
Περίληψη: Ο Λου, ένας ηλικιωμένος πρώην γκάνγκστερ, ζει στην ίδια πολυκατοικία με τη Σάλι, μια νεαρή σερβιτόρα που ονειρεύεται να γίνει ντίλερ σε καζίνο. Ο μπλεγμένος με το εμπόριο ναρκωτικών πρώην άντρας της Σάλι και η τοπική μαφία θα δοκιμάσουν τα όρια της φαντασιοπληξίας, της ειλικρίνειας, της μοναξιάς και τελικά του αυτοσεβασμού των ηρώων στην παρηκμασμένη Atlantic City.
Η πιο «αμερικάνικη» ταινία του Λουί Μαλ, που απέσπασε τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας και πέντε υποψηφιότητες για Όσκαρ.
Ένας γερασμένος μικροαπατεώνας, που ζει με τις ψευδαισθήσεις ενός ένδοξου παρελθόντος, βρίσκει την ευκαιρία να επανακτήσει τον αυτοσεβασμό του, όταν ανακατεύεται σε μια κομπίνα κλεμμένων ναρκωτικών και ερωτεύεται μια νεότερή του γυναίκα, που με τη σειρά της ονειρεύεται να γίνει κρουπιέρισσα στο Μόντε Κάρλο.
Ο Λουί Μαλ υπογράφει τη δική του αντισυμβατική εκδοχή ενός γκανγκστερικού φιλμ, αναλαμβάνοντας την αποκαθήλωση του αμερικανικού ονείρου με την οξυδερκή ματιά ενός εξωτερικού παρατηρητή.
Με ατμοσφαιρικό φόντο μια παρηκμασμένη πόλη-φάντασμα, ένα πάλαι ποτέ τουριστικό θέρετρο που πασχίζει να ορθοποδήσει μέσα από εργοτάξια και καζίνο, ο Μπαρτ Λάνκαστερ και η Σούζαν Σαράντον παραδίδουν δύο από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας τους, στους ρόλους των αταίριαστων εραστών, που βρίσκονται κυνηγημένοι από τη Μαφία, το παρελθόν και το όνειρο για ένα καλύτερο μέλλον.
Αντιπαραβάλλοντας τη θλιβερή και μοναχική ζωή των ηρώων με τα ρομαντικά τους όνειρα για επιτυχία και καταξίωση, ο μεγάλος σκηνοθέτης του «Νέου Κύματος» σκιαγραφεί το πορτρέτο δύο ανθρώπων, που βρίσκουν το νόημα μέσω της προσπάθειας να ανταποκριθούν στην εξιδανικευμένη εικόνα που έχει ο ένας για τον άλλον και υπογράφει μια από τις καλύτερες ταινίες της δεκαετίας του ’80.