Μια εγκατάσταση απολύτως κινηματογραφική. Τα εργαλεία της virtual reality. Η ιστορία του Οιδίποδα επί Κολωνώ. Η αποικία στα σύννεφα του σπουδαίου Ελληνα αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου. Αυτές είναι οι πρώτες ύλες που επέλεξε η Λουκία Αλαβάνου για το έργο της που θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στη Μπιενάλε της Βενετίας.
Ετσι άρμοζε. Η πρώτη συζήτηση, η πρώτη εκτενής αναφορά και παρουσίαση να γίνει στην καρδιά του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ο λόγος για την εγκατάσταση της Λουκίας Αλαβάνου που επελέγη από την αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Πολιτισμού προκειμένου να μας εκπροσωπήσει στην Μπιενάλε της Βενετίας που εκκινεί τον Απρίλιο του 2022. «Φέτος, η εγκατάσταση είναι 100% κινηματογραφική, για αυτό και αποφασίσαμε να την υποστηρίξουμε, να είμαστε δίπλα σε αυτή την εθνική συμμετοχή στο περίπτερό μας» ανέφερε ο διευθυντής του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης Ορέστης Ανδρεαδάκης. Η χρηματοδότηση του πρότζεκτ είναι μια προσφορά από το Onassis Culture και το PCAI, ενώ την παραγωγή ανέλαβε η VRS.
H αποικία στα σύννεφα του Τάκη Ζενέτου
«Στη Θεσσαλονίκη είδα το πρώτο VR φιλμ στη ζωή μου. Στην έκθεση-εγκατάσταση, στην Μπιενάλε, θα δούμε μια VR ταινία σε μορφή εγκατάστασης, δημιουργώντας ένα –και το λέω με κάποια ειρωνεία – σινεμά του μέλλοντος» εξηγεί η ίδια η Λουκία Αλαβάνου. «Υπάρχουν δύο επίπεδα, της εγκατάστασης, που είναι βασισμένη δημιουργία “Η αποικία στα σύννεφα” του αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου. Ο Ζενέτος, τη δεκαετία του ΄60, τη στιγμή που η Αθήνα καταστρεφόταν, οραματιζόταν μια πόλη η οποία χτίζεται στα σύννεφα. Σε αυτή την πόλη φαντάστηκε ότι υπάρχει, σε κάθε οικισμό, μια καρέκλα πάνω στην οποία πράττουμε τα πάντα, χωρίς να κάνουμε τίποτα. Όταν φλέρταρα με την τεχνολογία του VR, ερωτεύτηκα αυτή την καρέκλα, ένιωσα ότι έβλεπε πάρα πολύ μπροστά, μιλούσε για έναν κόσμο του AR, του VR, του XR. Καθώς δούλευα μια ταινία VR, την τοποθέτησα εκεί. Μέσα στο περίπτερο στη Μπιενάλε θα έχουμε κάποια υβριδικά στοιχεία, τα οποία θα είναι επηρεασμένα από αυτή την καρέκλα. Θα μπαίνουμε μέσα και θα ακούμε ένα ηχητικό έργο, ενώ η εικόνα θα είναι μέσα στις κάσκες VR. Θα καθόμαστε στις 15 καρέκλες, σε αποστάσεις COVID, θα είμαστε μόνοι και μαζί συγχρόνως, ένα σινεμά του μέλλοντος, σε μια θέαση μοναχική και συλλογική. Θα φοράμε μια κάσκα VR και θα βλέπουμε όλοι το ίδιο, αλλά παράλληλα ο καθένας θα είναι μόνος του», συνέχισε η κ. Αλαβάνου.
Ο ηλικιωμένος βασιλιάς των Ρομά
«Η ταινία αυτή είναι 360 και 3D, γυρισμένη στο γκέτο της Νέας Ζωής, στον Ασπρόπυργο, ένα σημείο όπου δεν έχουν πρόσβαση άνθρωποι που δεν είναι Ρομά. Είμαι από τους πολύ λίγους που έχουν πάει εκεί, οπότε είναι ένα παρθένο κινηματογραφικό τοπίο. Διάβαζα τον Οιδίποδα επί Κολωνώ, ένα έργο που θεωρώ πάρα πολύ σύγχρονο και αναρωτήθηκα γιατί δεν είναι τόσο γνωστό. Πιστεύω, λοιπόν, ότι δεν έγινε τόσο γνωστό γιατί έχει να κάνει με το ταμπού των γηρατειών. Συνειδητοποίησα έπειτα ότι ο Οιδίποδας πέρασε ως νομάς, γέρος πλέον, από τη Θήβα στον Κολωνό. Βρήκα, λοιπόν, έναν ηλικιωμένο βασιλιά των τσιγγάνων στη Θήβα, ο οποίος μου λέει την ιστορία του και είναι πραγματικά ο Οιδίποδας. Οι τσιγγάνοι έχουν άλλωστε και φοβερές ερμηνευτικές ιδιότητες, οπότε αποφασίζω να γυρίσω την ταινία σε εκείνο το μέρος, με ερασιτέχνες Ρομά ηθοποιούς. Υπάρχει μια αφήγηση στα αγγλικά, είναι πολύ σουρεαλιστικό, δεν είναι θέατρο, δεν είναι δράμα με τη μορφή που το έχουμε συνηθίσει. Διαρκεί 20 λεπτά, μια διάρκεια που είναι αρκετά μεγάλη για ταινία VR, καθώς με την υπάρχουσα τεχνολογία είναι αρκετά τα 20 λεπτά με την κάσκα για τον θεατή. Πιθανώς, σε δύο χρόνια από τώρα να έχουμε τη δυνατότητα για ακόμη μεγαλύτερες ταινίες VR.
Οταν η Αλαβάνου προσπαθούσε να γίνει αποδεκτή από την κοινότητα των Ρομά
Η προετοιμασία κράτησε έναν χρόνο, καθώς δεν μπορούσα να γίνω αποδεκτή τον πρώτο χρόνο στην κοινότητα. Υπάρχει και ένας πολύ ενδιαφέροντας καθρεφτισμός της ιστορίας, καθώς ο Οιδίποδας είναι ένας ξένος που μπαίνει σε έναν οικισμό, οπότε ένιωσα μια ταύτιση. Δεν ήταν high art, ήταν low art σαν τους θιάσους που έπαιζαν στις κοινότητες. Με αυτή την ευκαιρία, ήθελα να μιλήσω για την κάμερα VR, η οποία δεν δείχνει ποτέ με το δάχτυλο. Αντιθέτως, φαίνονται τα πάντα, η κάμερα VR ξεμπροστιάζει. Δεν μπορείς, επίσης, να κάνεις κάδρο με την κάμερα VR, ανατρέπει δηλαδή τους βασικούς κανόνες της κινηματογραφικής αφήγησης. Μπαίνεις μέσα στο υποκείμενο και έτσι δημιουργείται μια ενδιαφέρουσα αλληγορία με τον τυφλό Οιδίποδα. Εξάλλου, είμαστε όλοι τυφλοί όταν βλέπουμε VR» υπογράμμισε η Λουκία Αλαβάνου
Ενας μονόλογος για την λιγομίλητη Αντιγόνη
«Μιας και είμαστε στη Θεσσαλονίκη, να πω ότι ο Λεωνίδας Παπαζόγλου και όλοι αυτοί οι πλανόδιοι φωτογράφοι υπήρξαν μια τεράστια επιρροή. Αυτούς είχα στο μυαλό μου όταν δημιουργούσαμε τις σκηνές, γιατί όταν κάνεις φωτογραφία στο VR δεν στήνεις ένα κάδρο, αλλά τους ανθρώπους γύρω, έχει κάτι το βαθιά θεατρικό. Η μόνη μεγάλη παρέμβαση που έκανα στο έργο είναι στη σκηνή της Αντιγόνης, γιατί θύμωσα λίγο επειδή η Αντιγόνη δεν μιλάει πολύ, οπότε της προσέθεσα έναν μονόλογο. Σε αυτή τη σκηνή, από την απέναντι πλευρά του οικισμού έπεφταν αληθινοί πυροβολισμοί, ήχοι που έχουν καταγραφεί. Έχουμε ένα τεράστιο ηχητικό αρχείο, με τραγούδια και λέξεις σε μια γλώσσα που δεν έχει καταγραφεί, νιώθω ότι έχω στα χέρια μου κάτι πολύτιμο. Είναι σημαντικό να πω ότι σε αυτό τα έργο ο ήχος ήταν από τα πιο δύσκολα και ενδιαφέροντα στοιχεία, ήταν κατευθυντικός, δηλαδή μια τεχνολογία που ελάχιστα έχει εφαρμοστεί σε ταινίες VR στην Ευρώπη. Το sound design είναι 360, δηλαδή γυρνάς και γυρνάει και ο ήχος μαζί σου. Υπάρχει ένα τεράστιο ηχητικό αρχείο που καταγράψαμε με τον συνεργάτη μου, τον Μανώλη Μανουσάκη, μια αληθινά πολύ δύσκολη αποστολή από τεχνική σκοπιά», εξήγησε η κ. Αλαβάνου.