Είναι τόσο πολλές, πυκνές, οι στοιβάδες των αναγνώσεων και ιδεών πίσω από την ελληνική συμμετοχή στην 60ή Μπιενάλε της Βενετίας που ανοίγει για το κοινό στις 20 Απριλίου. Είδαμε το ελληνικό περίπτερο και ακούσαμε δημοτικά τραγούδια να αντιλαλούν στα κανάλια της πόλης.
Ο ήχος του κλαρίνου αντιλαλεί στη νησίδα των Giardini στη Βενετία όπου βρίσκεται το ελληνικό περίπτερο της Μπιενάλε. Ανάμεσα στους χιλιάδες επισκέπτες που κυκλοφορούν με πλαστικά ποτήρια με Aperol στα χέρια, αυτοί που βρίσκονται μπροστά από το ελληνικό περίπτερο την ώρα των εγκαινίων κρατούν μικρά γυάλινα ποτήρια με τσίπουρο.
Τα σκάφη που διασχίζουν το κανάλια με θόρυβο, συνομιλούν -με έναν αναπάντεχο και αταξινόμητο τρόπο- με τον ήχο που κάνει κάθε τόσο το μεγάλο ποτιστικό μηχάνημα που ταξίδεψε από τη Θεσσαλία για να βρεθεί στην καρδιά του περιπτέρου μας, προκειμένου να λειτουργήσει ως ρολόι, ως μετρονόμος, του «Ξηρόμερο/Dryland», του έργου που εκπροσωπεί την Ελλάδα στην 60ή Μπιενάλε της Βενετίας.
Λίγη ώρα πριν τα εγκαίνια, παρουσία του υφυπουργού Πολιτισμού Χρίστου Δήμα, στο κινητό αναβοσβήνει η ανακοίνωση ότι προβλέπεται να πέσει στη Θεσσαλία μέσα σε 20 ώρες όσο νερό πέφτει συνήθως σε τρεις μήνες. Την ίδια ώρα, η Βενετία δέχεται ριπές από μπουρίνια με δυνατή βροχόπτωση και αέρα. Η πόλη που βουλιάζει έχει μια κουκκίδα πάνω της. Την κουκκίδα της Θεσσαλίας που βυθίστηκε από τις καταστροφικές πλημμύρες, με χωριά νασ σβήνονται από τον χάρτη.
Και μαζί την κουκκίδα του Ξηρόμερου στην Αιτωλοακαρνανία -πόσα μαρτυρά το όνομά του- και αυτή των πανηγυριών της ηπειρωτικής Ελλάδας. Άγριων, ωμών, βακχικών. Να μοιάζει σαν να ξημερώνει το πρωί μετά από ένα πανηγύρι και να νιώθεις αυτό το γλυκό hangover: αυτή την αίσθηση θέλει ο επιμελητής της ελληνικής συμμετοχής Πάνος Γιαννικόπουλος να νιώθει ο επισκέπτης βγαίνοντας από το περίπτερο της χώρας μας.
Eκεί που στα βάθη του έχει στηθεί ένα ναός για την Κική Μαργαρώνη, την ιέρεια των πανηγυριών στην ηπειρωτική Ελλάδα. Μια γυναίκα δεσποτική, θρυλική, που ακόμα παραμιλούν με ενθουσιασμό όσοι την είχαν να δει να τραγουδά στα πανηγύρια. Άφαντη πλέον, δεν δέχθηκε καν να μιλήσει στον Θανάση Δεληγιάννη (προέρχεται από οικογένεια παραδοσιακών μουσικών) και στον Γιάννη Μιχαλόπουλο (μελετάει το δημοτικό τραγούδι και την πολιτιστική ανάπτυξη στην περιφέρεια) όταν ξεκίνησαν την έρευνά τους στο πλαίσιο residency στο Onassis Air. Tώρα, έχει τον δικό της βωμό, με δεκάδες αφίσες, μπροστά από μια κονσόλα ηχογράφησης και μικρόφωνα, στο ελληνικό περίπτερο στη Βενετία.
Βρίσκεται ακριβώς πίσω από το τεράστιο ποτιστικό μηχάνημα που κάθε τόσο ξερνάει νερό πάνω στο τσιμέντο και ξεδιπλώνεται με θόρυβο για να σημάνει το τέλος των προβολών στις οθόνες που βρίσκονται στον χώρο με διαφορετικές θεματικές. Και πάμε, έτσι, στο ιδεολογικό υφαντό της έκθεσης: η έννοια των φυσικών πόρων που εξαντλούνται και ανακυκλώνονται, όπως το ποτιστικό τραβάει νερό από τον υδροφόρο ορίζοντα, ποτίζει και το επιστρέφει στη γη. Η έννοια της κλιματικής κρίσης που σαρώνει και την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια με καταστροφικές πυρκαγιές ή φονικές πλημμύρες. Η έννοια της συνάντησης των πολιτών στον κοινό δημόσιο χώρο, αυτή τη φορά με οδηγό τη συνθήκη της χαράς, του γλεντιού.
Και αν απορεί κανείς πώς -και αν- συνδέεται το «Ξηρόμερο/Dryland» με την κεντρική ιδέα της 60ής Μπιενάλε της Βενετίας που φέρει τον τίτλο «Stranieri Ovunque - Foreigners Everywhere», η Κατερίνα Γρέγου, καλλιτεχνική διευθύντρια του ΕΜΣΤ, που είναι ο εθνικός επίτροπος του έργου, έδωσε την εξήγηση: «Ένα βασικό ερώτημα της διοργάνωσης είναι η αποικιοκρατία -η Ελλάδα, βέβαια, δεν υπήρξε ποτέ αποικιοκρατική χώρα. Αντίθετα, υπήρξαμε αντικείμενο αποικιοκρατίας- δεν μιλάμε για ιθαγενείς αλλά για τοπικές παραδόσεις. Το έργο αυτό στηρίζεται σε μια πολύ σημαντική παράδοση της Ελλάδας, τα πανηγύρια στα χωριά και στις αγροτικές περιοχές. Ενώνει ανθρώπους με έναν έντονα διαδραστικό τρόπο, σχεδόν παραστατικό και απελευθερωτικό με οδηγό τα δημοτικά τραγούδια».
Κάπως έτσι την πόρτα του περιπτέρου άνοιξαν και οδήγησαν μέσα τους επισκέπτες η τραγουδίστρια Νατάσσα Τσακηρίδου και ο Σπύρος Νικολάου στο κλαρίνο με τα τραγούδια «Λιούλιος», «Μαυριδερούλα», «Βαθιά σπηλιά μες στα βουνά». Το τελευταίο είναι ένα τραγούδι από το Ξηρόμερο που εκφράζει τον πόθο του ανθρώπου να επιστρέψει στην φύση. «Βαθιά σπηλιά μες στα βουνά θα βρω να κατοικήσω. Άνθρωπο να μη βλέπω πια, να μην ξανά αντικρίσω» τραγουδάει η ερμηνεύτρια. Έτσι, μπαίνοντας στο περίπτερο, μια γωνιά με πλάκες σαν αυτές που μπαίνουν στα πεζοδρόμια, με ένα τεράστιο μεγάφωνο ακουμπισμένο, προκαλεί μια αίσθηση πόλης ή πλατείας χωριού, ενώ απέναντι η οθόνη δείχνει πετρώδη βουνά, με ίχνη μόνο βλάστησης, ένα σκαρφάλωμα προς μια κορυφή που ελπίζεις να έχει χρώμα και γαλήνη. Ή ίσως τη σπηλιά που αναζητά το ξηρομερίτικο τραγούδι.
Κάθε τόσο, ο σοβάς του τοίχου έχει σκαφτεί και από μέσα βγαίνουν οι πραγματικές ψηφίδες του περιπτέρου που φέρει χαρακτηριστικά βυζαντινής αρχιτεκτονικής αλλά θυμίζει και χώρο αποθήκευσης. Οι συνειρμοί είναι προφανείς: από τη μία η σχέση της άθροισης του αγροτικού προϊόντος μέσα σε πλίνθινες αποθήκες. Από την άλλη, το ότι τα περισσότερα πανηγύρια γίνονται σε αυλές εκκλησιών. Η μοναδική φορά που συνυπάρχει με τέτοιον τρόπο ο παγανισμός με την ορθόδοξη θρησκεία.
Τα πρόσωπα του πανηγυριού προβάλλονται σε μεγάλες μακρόστενες οθόνες -σαν να βλέπεις στόρι στο Instagram- πλάι σε πλαστικές πολυθρόνες. Είναι λουσμένες σε ένα σκληρό, τεχνητό πράσινο φως, σαν και αυτό που δημιουργείται στα πανηγύρια, με τους πόρους του δέρματος και τον ιδρώτα να μεγεθύνονται. Στις οθόνες εμφανίζονται ο φωτογράφος, ο μικρός που σερβίρει, η ώριμη γυναίκα που μαγειρεύει για τη στιγμή αυτή της συνάντησης.
Εξαιρετικά λιτός στην ομιλία του, ο Χρίστος Δήμας έθιξε το ότι αξίζει οι ξένοι επισκέπτες, πέρα από τα κλισέ του ελληνικού τουρισμού για τις παραλίες και τις αρχαιότητες, να γνωρίσουν και τα πανηγύρια. Είναι εξάλλου αδιαπραγμάτευτο στοιχείο του σύγχρονου πολιτισμού, όχι απλώς της παράδοσης. Ωραίο που είναι να απενοχοποιούμε και να είμαστε ειλικρινείς και ανοιχτοί στην παράδοση και στην πραγματική ταυτότητά μας.
Η έρευνα του έργου Ξηρόμερο/Dryland που εκπροσωπεί την Ελλάδα στην 60ή Διεθνή Έκθεση Τέχνης - La Biennale di Venezia, πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Margaroni Residency σε ανάθεση του Onassis Culture από τον δημιουργό διαμεσικών έργων και συνθέτη Θανάση Δεληγιάννη και τον δραματουργό και φιλόλογο Γιάννη Μιχαλόπουλο ως Onassis AiR Fellows, οι οποίοι συγκρότησαν την καλλιτεχνική ομάδα με την εικαστικό και κινηματογραφίστρια Έλια Καλογιάννη, τον φωτογράφο και ντοκιμαντερίστα Γιώργο Κυβερνήτη, τον ηχολήπτη και σχεδιαστή ήχου Κώστα Χαϊκάλη και τον εικαστικό και αρχιτέκτονα Φώτη Σαγώνα.
O προϋπολογισμός της ελληνικής συμμετοχής είναι υψηλότερος από ποτέ, αγγίζει τα 508.000 ευρώ. Καλύπτεται κατά 75% από το υπουργείο Πολιτισμού, κατά 17% από το Ίδρυμα Ωνάση και το υπόλοιπο ποσό καλύπτεται από το Artworks του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, τον οργανισμό ΝΕΟΝ και την Outset, το Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Η Αegean είναι επίσημος χορηγός αερομεταφορών. Το έργο φέρει την αιγίδα του Δήμου Ξηρόμερου.