Ο Basquiat επιστρέφει. Όχι στη Νέα Υόρκη, αλλά στον Πειραιά στην γκαλερί The Intermission. Εκεί όπου ο βόμβος των συνεργείων συναντά την ηχώ μιας «εστεμμένης» κραυγής που δεν τελείωσε ποτέ.
Υπάρχει κάτι ηλεκτρισμένο στο να βλέπεις πρώιμα έργα του Basquiat όχι μόνο λόγω της ωμής εικονογραφίας ή των στεμμάτων που εμφανίζονται σαν σφραγίδες του, αλλά για την ένταση που συνεχίζουν να εκπέμπουν.
Από τα 22 Μαΐου τα πρώιμα έργα του φτάνουν στο λιμάνι του Πειραιά, στην οδό Πολυδεύκους, όπου τα συνεργεία αυτοκινήτων βουίζουν το πρωί και οι παλιοί αποθηκευτικοί χώροι στέκονται σαν σκηνικά θεάτρου που περιμένουν το νόημά τους. Είναι ένας χώρος που του ταιριάζει: ακατέργαστος, μεταβατικός, γεμάτος από ηχώ. Οι πίνακες πάλλονται ακόμη με την αγωνία και την ενέργεια της Νέας Υόρκης του ’80, αλλά εδώ αποκτούν νέα βαρύτητα.
Παρουσιάζεται στην The Intermission της Άρτεμης Μπαλτογιάννη σε συνεργασία με την παριζιάνικη Galerie Enrico Navarra, συγκεντρώνοντας έργα που ανήκουν στην πιο πυρετώδη, σχεδόν εφηβική, περίοδο του Αμερικανού καλλιτέχνη από το 1981 έως το 1983. Είναι η στιγμή που ο Basquiat περνά από τους τοίχους του Μανχάταν με τα οργασμικά του γράφιτι στην παγκόσμια σκηνή χωρίς να θυσιάσει τίποτα από την ωμή του ένταση.
Η The Intermission, με τη σιωπηλή, κινηματογραφική της προσέγγιση, έχει εδραιωθεί ως μία από τις πιο αιχμηρές παρουσίες στον πολιτιστικό χάρτη. Η Galerie Enrico Navarra, από την άλλη, υπήρξε από τους πρώτους διεθνείς θεματοφύλακες της κληρονομιάς του Basquiat, συλλέγοντας έργα του από μια εποχή που πολλοί δεν τον καταλάβαιναν. Ο Navarra δεν είδε έναν "street artist", αλλά έναν εικονογράφο του τραύματος και της αντίστασης, έναν ιστορικό της καταπίεσης και της επιβίωσης.

Όταν ρωτήθηκε να περιγράψει την τέχνη του, ο Ζαν-Μισέλ Μπασκιά απάντησε με ένα χαμόγελο και έναν αδιόρατο μορφασμό, σαν να ήταν αυτονόητο: «βασιλεία, ηρωισμός και οι δρόμοι». Τρεις λέξεις που στέκονται σαν γκράφιτι – επικές, κοφτερές, γεμάτες ηλεκτρισμό. Και ακόμη σήμερα, δεκαετίες μετά, πάλλονται.
Η Αλχημεία των Πρώτων Ετών
Ήταν ένας μαθητής που μετατράπηκε σε μάντη του υπόγειου πολιτισμού. Ένα παιδί με αχτένιστα μαλλιά και δάχτυλα μουτζουρωμένα από μπογιές, που ρουφούσε τον παλμό της πόλης και τον ξερνούσε σε καμβάδες με κατεπείγουσα ένταση—σαν κάτι ταυτόχρονα αρχαίο και ολοκαίνουργιο. Η πραγματική του εκπαίδευση συνέβη στα πεζοδρόμια του Σόχο, στα τρένα του Μπρονξ, μέσα στη νεονική ομίχλη του Club 57, του Mudd Club και του CBGB. Δεν ήταν απλώς παρών στη σκηνή του Downtown. Τη φόρτισε.
Τα έργα της έκθεσης δεν είναι γυαλισμένα ούτε φιλτραρισμένα — είναι κραυγές. Κείμενο, σχέδιο, σύμβολα, ιατρικές αναφορές, jazz, μποξ, δεινόσαυροι με στέμματα. Μια εικαστική γλώσσα που δεν ζητά την έγκριση κανενός. Ο Basquiat, αυτοδίδακτος, μαύρος, ευφυής, παγίδευε στα έργα του όχι απλώς εικόνες αλλά ρυθμούς. Οι λέξεις εμφανίζονται και διαγράφονται, οι μορφές σχηματίζονται και σβήνουν. Η ζωγραφική του είναι τόσο κοντά στον αυτοσχεδιασμό όσο και στην ποίηση. Δεν εξηγεί. Προκαλεί.
Και αυτή η πρόκληση έχει νόημα ακριβώς στον χώρο που παρουσιάζεται. Η Πολυδεύκους, με τη σκληρότητα και τον μεταβιομηχανικό της χαρακτήρα, γίνεται όχι φόντο αλλά ενεργός συνομιλητής. Δεν είναι λευκός κύβος. Είναι ένα τοπίο ενδιάμεσο — όπως ήταν και ο ίδιος ο Basquiat. Ούτε μέσα ούτε έξω από το σύστημα. Ούτε μόνο ζωγράφος ούτε μόνο performer. Κάτι που ακόμα μεταμορφώνεται.
Η οπτική του γλώσσα ήταν μοναδική. Επαναλαμβανόμενες εικόνες, στέμματα, κεφάλια ανθρώπων που φαίνεται να ουρλιάζουν ή να συλλογίζονται, ανατομικά σκίτσα βγαλμένα από εγχειρίδια και τραύματα. Τα υλικά του—ακρυλικό, λαδοπαστέλ, φωτοτυπίες, γραφίτης—λειτουργούσαν σαν μέρος του μηνύματος: γρήγορα, πολυεπίπεδα, αυτοσχεδιαστικά, σαν αυτοσχεδιαστική τζαζ. Κάθε έργο μοιάζει με παλίμψηστο—σχέδιο, εξομολόγηση, κραυγή μέσα στη νύχτα.
Σβήνω λέξεις για να τις βλέπεις περισσότερο
Και οι λέξεις. Τον ένοιαζαν. Τις ζωγράφιζε, τις έσβηνε, τις επαναλάμβανε με μανία: ORIGINAL, IRONY, SAMO. Το τελευταίο, συντομογραφία του “same old shit”, ήταν το tag του στα graffiti—ένα μηδενιστικό σύνθημα που έγινε εμπορικό σήμα, και τελικά υπογραφή. Ακόμα και σβησμένες, οι λέξεις του φώναζαν. «Σβήνω λέξεις για να τις βλέπεις περισσότερο», έλεγε. «Το γεγονός ότι είναι κρυμμένες σε κάνει να θες να τις διαβάσεις». Μια αντίφαση που ήταν όλη του η τέχνη.
Στους καμβάδες του εμφανίζονται ξανά και ξανά οι ήρωες: Thelonious Monk, Cassius Clay, Charlie Parker, Floyd Patterson. Μαύροι πολιτιστικοί τιτάνες, χαραγμένοι με ιερότητα και θυμό. Όσο για τα πρόσωπα-βουλιαγμένα, κρανιακά, με μάτια διάπλατα και στόματα ανοιχτά- κουβαλούν τόσο τη βία της ιστορίας όσο και κάτι βαθιά προσωπικό: τους μήνες που πέρασε οκτώ χρονών στο νοσοκομείο, έπειτα από αυτοκινητιστικό που του αφαίρεσε τη σπλήνα. Η μητέρα του του χάρισε ένα αντίτυπο του Gray’s Anatomy για να του κρατήσει συντροφιά. Οι ιατρικές εικόνες εκείνου του βιβλίου ξαναεμφανίζονται, χρόνια αργότερα, αλλοιωμένες, συναισθηματικές, μέσα στους πίνακες του.
Η Κληρονομιά ως Εκκρεμές
Ο Jean-Michel Basquiat δεν πρόλαβε να γεράσει. Πέθανε το 1988 από υπερβολή δόση ηρωίνης, στα 27 του, αφήνοντας πίσω του έναν θρύλο φτιαγμένο από πυρετό, σύμβολα και σιωπές. Και όμως, τα έργα του δεν γερνούν. Παραμένουν ανήσυχα, σαν να μην έχουν ακόμη ειπωθεί ολόκληρα. Επιστρέφουν, δεκαετίες αργότερα, για να μας υπενθυμίσουν ότι η ζωγραφική μπορεί να είναι επιθετική και τρυφερή ταυτόχρονα· ότι η τέχνη δεν χρειάζεται να εξηγηθεί, μόνο να ιδωθεί με ειλικρίνεια.
Στον Πειραιά του 2025, ανάμεσα στα καζάνια και τις νεόδμητες προσδοκίες, τα πρώιμα έργα του Basquiat δεν μοιάζουν με αρχείο — μοιάζουν με προφητεία. Και ίσως αυτή είναι η πιο σύγχρονη τους λειτουργία: να μας ταράζουν, να μας προκαλούν, να μας κάνουν να αμφιβάλλουμε. Όχι για τον καλλιτέχνη, αλλά για τον εαυτό μας.