Γκρέμισε το σπίτι της ζωής του για να φτιάξει το σπίτι που ήταν κάθε βιβλίο του. Οι χαρακτήρες που δημιούργησε ήταν οι μη υλοποιημένες πιθανότητες του ίδιου. Ο Μίλαν Κούντερα πέθανε σε ηλικία 94 ετών, όμως το έργο του μοιάζει να αναιρεί αυτήν τη φυσική αλήθεια.
H πρώτη φράση σε κάθε του βιβλίο. Αυτή η κυκλωτική πρώτη του φράση. Φσουπ, σαν ήχος που σε ρουφάει μέσα του. Με το που ανοίγεις το βιβλίο και διαβάζεις τις πρώτες λέξεις του Μίλαν Κούντερα, μπαίνεις αναπόδραστα στο σύμπαν του μυθιστορήματός του και δεν θέλεις να βγεις από αυτό.
«Γεννήθηκα 1 Απριλίου και υπάρχει μια μεταφυσική σημασία σε αυτό», έλεγε ο ίδιος.
«Κάθε φορά που η μητέρα του ποιητή αναρωτιόταν πού είχε συλλάβει τον ποιητή, τρεις μόνο πιθανότητες έπαιρνε σοβαρά υπόψη της: μια νύχτα στο παγκάκι ενός πάρκου, ένα μεσημέρι στο διαμέρισμα κάποιου φίλου του πατέρα του ποιητή ή ένα πρωινό σε μια ρομαντική τοποθεσία στα περίχωρα της Πράγας» (Η ζωή είναι αλλού). «Η κυρία θα μπορούσε να είναι εξήντα, εξήντα πέντε ετών. Την κοίταζα από την ξαπλώστρα μου, μπροστά στην πισίνα ενός γυμναστηρίου, στο τελευταίο πάτωμα ενός μοντέρνου κτιρίου από όπου μέσα από τεράστια γυάλινα κοιλώματα βλέπεις ολόκληρο το Παρίσι». (Η Αθανασία).
O εμιγκρές της κομμουνιστικής Τσεχίας που εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και έγινε η βαθιά κριτική φωνή των ολοκληρωτικών καθεστώτων στα τέλη της δεκαετίας του ’70 στην Ευρώπη, που ήταν ακόμα ιδρωμένη από τον Μάη του 1968, έφυγε σε ηλικία 94 ετών και ενώ για δεκαετίες είχε αποτραβηχτεί από τα εγκόσμια, ζώντας με τη γυναίκα του, τη Βιρά, στο Παρίσι. Εδωσε ελάχιστες συνεντεύξεις στη ζωή του, οι περισσότερες φωτογραφίες που υπάρχουν είναι οι επίσημες του εκδοτικού του οίκου Gallimard ή παπαρατσικές από τους δρόμους του Παρισιού. Τι παράδοξο και ανακουφιστικό να κυνηγάνε οι παπαράτσι έναν σπουδαίο συγγραφέα αντί για έναν σελέμπριτι της στιγμής.
O Koύντερα έφερε στη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία μια βαθιά φωνή, μια διαφορετική γραφή, όπου το ανεπιτήδευτο ήταν προαπαιτούμενο, το βίωμα ήταν η ρίζα και η αφήγηση ήταν σφριγηλή αλλά και χειμαρρώδης, στεγνή και γενναιόδωρη, χιουμοριστική και πικρή όπως η πραγματική ζωή. Το έκανε με τρόπο που δημιούργησε αμέτρητους μιμητές -ακόμα και ο Ουελμπέκ θα μπορούσε να πει κανείς ότι ακροπάτησε σε αυτές τις αρχές. Με τον δικό του εκκεντρικό τρόπο. Αλλωστε ο Κούντερα έφυγε από την Πράγα το 1975, για να ζήσει στο Παρίσι, απελπισμένος και φοβισμένος «από τον τρόπο που ο σταλινισμός θα πνίξει την κουλτούρα».
«Bουβοί μίμοι ενός παμπάλαιου κειμένου»
Πολυγραφότατος και μαζί ερημίτης. Με κοφτερή κριτική ματιά στην κοινωνία και την πολιτική, αλλά επιθυμώντας να μην εκτεθεί ο ίδιος στη βάσανο των συνεντεύξεων, των δημόσιων εμφανίσεων. Σνομπ ή φοβισμένος; Βαθιά συναισθηματικός ή αδιάφορος; Δεν έχει καμία σημασία, τα βιβλία του υπήρξαν ηχεία, μεγάφωνα που σάρωσαν την Ευρώπη, αγαπήθηκαν βαθιά στην Ελλάδα, έγιναν αρμός των εκδόσεων Εστία. Ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί, ως έφηβη, εκείνο το καλοκαίρι που διάβασα το πρώτο του βιβλίο, «Το Αστείο», ένιωσα να μετακινούμαι στην επικράτεια της εξάρτησης από αυτό το είδος λογοτεχνίας. Και με μαθηματική ακρίβεια με οδήγησε στον Φίλιπ Ροθ -οι συγγένειες σαφείς.
Ενα βιβλίο γραμμένο το 1965 για την άνοιξη της Πράγας, τον βίαιο τερματισμό της, την εισβολή των ρωσικών τανκς, την καταγγελία του κομμουνιστικού σοσιαλιστικού μοντέλου, κατόρθωσε ως μυθιστόρημα να ρίξει τις όποιες ασπίδες μιας πολιτικής στυφάδας και να μείνει ως τον πυρήνα του ατόφια λογοτεχνικό. «Ημασταν απλώς βουβοί μίμοι ενός παμπάλαιου κειμένου. Κι ήταν ωραίο το κείμενο, συναρπαστικό, και ήταν όλα αληθινά» λέει ο ήρωας, ακούγοντας ένα παραδοσιακό τραγούδι γάμου.
Η μουσική διαπερνά τα έργα του, όχι μόνο θεματικά αλλά ως ρυθμός, ως πλοκή. Μεγάλωσε με έναν πατέρα πιανίστα σε συναυλίες και έτσι θεωρούσε ότι τα βιβλία του είναι σαν πολυφωνικές συναυλίες. Ολοι οι ήχοι, τα διαφορετικά ύφη ενσωματώθηκαν στη γραφή του, προκειμένου να μιλήσει για τον θάνατο, τον έρωτα, την εξορία.
Οι χαρακτήρες στα έργα μου είναι οι μη υλοποιημένες πιθανότητές μου
Δεν ξέρω αν ο ίδιος ένιωθε μίμος ενός παμπάλαιου κειμένου. Ξέρω ότι οι ήρωές του τον βασάνισαν.
«Οι χαρακτήρες στα βιβλία μου δεν γεννιούνται όπως οι άνθρωποι. Γεννιούνται από μια κατάσταση, μια πρόταση, μια μεταφορά, φέροντας μέσα στο κέλυφός τους μια βασική ανθρώπινη πιθανότητα. Οι χαρακτήρες στα έργα μου είναι οι δικές μου μη υλοποιημένες πιθανότητες. Για αυτό τους αγαπώ, αλλά και εξίσου τους φοβάμαι», γράφει στο «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι», το πλέον γνωστό βιβλίο του που μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο με την Ζιλιέτ Μπινός να ερμηνεύει την Τερέζα και τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις να ερμηνεύει τον Τόμας.
Αφού ευλογήθηκε να ζήσει την Άνοιξη της Πράγας και να γράψει ποίηση ως ιδεαλιστής κομμουνιστής, βρέθηκε ξαφνικά στη λαίλαπα της αλλαγής, είδε βιβλία του να κατεβαίνουν από τα ράφια, τα έργα του να κατεβαίνουν από τη σκηνή, κηρύχθηκε επικίνδυνος για το νέο καθεστώς. Δεν του αναγνώριζαν το διαβατήριο στα σύνορα, τέθηκε υπό αστυνομική παρακολούθηση, η άρνηση της ταυτότητας και της ελευθερίας τον έπνιγαν. Το γεγονός ότι γεννήθηκε στο πολυτάραχο 1929, αρχές του πρώτου πολέμου, έζησε στην καρδιά του δεύτερου και μιας σαρωτικής φτώχειας τον είχε ήδη εκπαιδεύσει στο τραύμα. Αλλά όχι στη σιγή.
Μια ζωή σαν ατελείωτη αναμονή μέσα σε έναν εγκαταλειμμένο τηλεφωνικό θάλαμο
Ευτυχώς, οι πιέσεις των Δυτικών ομότεχνών του απέτρεψαν τη σύλληψή του. Ο Φίλιπ Ροθ φρόντισε να μεταφραστεί και να δημοσιευθεί στις ΗΠΑ μια συλλογή διηγημάτων του Κούντερα.
Το 1973, μετά την επιτυχία τού «Η ζωή είναι αλλού», του απονεμήθηκε το Prix Médicis και του επετράπη να ταξιδέψει με τη σύζυγό του στη Γαλλία.
«Ολη του η ζωή ήταν απλώς μια ατελείωτη αναμονή μέσα σ’ έναν εγκαταλειμμένο τηλεφωνικό θάλαμο μπροστά στο ακουστικό ενός τηλεφώνου από το οποίο δεν μπορούσε να τηλεφωνήσει», γράφει στο «Η ζωή είναι αλλού», που έγινε το διαβατήριό του για τη φυγή αλλά και για την εκστρατεία που ανέλαβε εναντίον του καθεστώτος στην Τσεχοσλοβακία. Σημειώνουμε ότι το βιβλίο γράφτηκε το 1969, όσο ζούσε ακόμα μεταξύ Πράγας και Μπρνο.
Γράφει ακατάπαυστα νουβέλες, δοκίμια, μυθιστορήματα και ταυτόχρονα με κάθε δυνατό τρόπο μιλά για τις πολιτικές εξελίξεις στην Τσεχοσλοβακία. Βάζει την πατρίδα του στον χάρτη. Βέβαια, χρόνια μετά, θύμωνε όταν τον συνέδεαν με πολιτικούς συγγραφείς όπως ο Ρώσος Alexander Solzhenitsyn ή ο Γερμανός Günter Grass.
«Δεν με ενδιαφέρει η πολιτική ή κοινωνιολογική κριτική, αλλά η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης στον σύγχρονο κόσμο» έλεγε διαμαρτυρόμενος. Αλλωστε η Le Monde σήμερα τον αποχαιρετά αποκαλώντας τον υπαρξιακό συγγραφέα, πρωταθλητή της λογοτεχνίας.
Επέλεξα τη Γαλλία…
Στην Τσεχία επέστρεψε για πρώτη το 1996, ενώ μόλις το 2019 του δόθηκε ξανά η τσεχική υπηκοότητα. Γεγονός που μάλλον τον άφησε αδιάφορο, χαμογέλασε, είπε «ευχαριστώ» και αυτό ήταν όλο. Είχε ήδη δηλώσει εξάλλου προ καιρού «επέλεξα τη Γαλλία». Ηδη είχε υιοθετήσει ως δημόσια παρουσία τον τίτλο του βιβλίου του «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» και στην περίπτωσή του «του φαίνεσθαι». Σαν να εξάντλησε τον δημόσιο λόγο του και σε εκείνα τα πρώτα χρόνια της αυτοεξορίας και της πολιτικής καταγγελίας και στη συνέχεια αποτραβήχτηκε, σχεδόν κρύφτηκε. Όταν τον φωτογράφιζαν έτεινε να σηκώνει τα χέρια μπροστά στα μάτια για να κρύψει μέρος του προσώπου του. Ως το τέλος μιλούσε με τη χαρακτηριστική τσέχικη προφορά του, τραβώντας κάπως τις λέξεις. Στο τέλος της ζωής του, λένε ότι μιλούσε μόνο τσέχικα ξανά, όχι πια γαλλικά.
Οι μεταγενέστεροι να πιστεύουν ότι δεν έζησες
Επικαλέστηκε τον Φλωμπέρ κάποτε ο Κούντερα, τη φράση του «ο καλλιτέχνης πρέπει να διαμορφώνει τον εαυτό του με τέτοιο τρόπο ώστε να κάνει τους μεταγενέστερους να πιστεύουν ότι δεν έζησε». Και κρύφτηκε.
Η Αριάν Σεμάν, της Le Monde, που έκανε εκτενή έρευνα για αυτόν και έγραψε το βιβλίο «À la recherche de Milan Kundera», λέει ότι ενώ οι μεθυστικοί χαρακτήρες του παραμένουν χαραγμένοι στη μνήμη, εκείνος έχει καταστεί ένας συγγραφέας-φάντασμα.
Ο συγγραφέας-φάντασμα με τα τουλάχιστον 14 βιβλία που μεταφράστηκαν σε 44 χώρες. «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι», «Η Βραδύτητα», «Η Αθανασία», «Η Αγνοια», «Η Ταυτότητα», «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης» κ.ο.κ..
Ακόμα και η γκιλοτίνα φωτίζεται από την αύρα της νοσταλγίας
Το θέμα της μνήμης, του τρόπου που το παρελθόν αφανίζεται και που το μέλλον παγιδεύει, διέτρεχε τις λέξεις του.
«Η ελληνική λέξη για την επιστροφή είναι νόστος. Η λέξη υποφέρω είναι άλγος. Η λέξη νοσταλγία σημαίνει να υποφέρεις από μια επίμονη ανάγκη να επιστρέψεις» γράφει στην «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι». Και συνεχίζει: «Στην εποχή της διάλυσης, τα πάντα φωτίζονται από την αύρα της νοσταλγίας, ακόμα και η γκιλοτίνα…»
Η νοσταλγία, αλλά και η λήθη, η διαγραφή του παρελθόντος, το άλλο αγκάθι του. Ανατρέχω στο «Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης», όπου σημειώνει: «Η δολοφονία του Aλιέντε επισκίασε γρήγορα τη ρωσική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, η σφαγή του Μπαγκλαντές έκανε να ξεχαστεί ο Αλιέντε, ο πόλεμος στην έρημο του Σινά φίμωσε το κλάμα του Μπαγκλαντές, το μακελειό στην Καμπότζη έκανε να ξεχαστεί το Σινά και το ένα έφερνε το άλλο ως την απόλυτη λήθη των πάντων για τα πάντα.»
Όχι στη λατρεία του οργασμού, ναι στην ηδονή της βραδύτητας
Το μέλλον είναι μια μέγγενη: «Η πηγή του φόβου βρίσκεται στο μέλλον και όποιος απελευθερώνεται από το μέλλον δεν έχει ανάγκη να φοβηθεί τίποτα» γράφει στο «Η βραδύτητα». Εκεί που επαναστατεί απέναντι στη λατρεία του οργασμού «προβολή της πουριτανικής χρησιμοθηρίας στη σεξουαλική ζωή, αποδοτικότητα εναντίον αργίας, αναγωγή της συνουσίας σε εμπόδιο προς υπερπήδηση προκειμένου να φτάσει κανείς σε εκστατική έκρηξη».
Εκεί που υμνεί την ηδονή της βραδύτητας «πού είναι οι φυγόπονοι ήρωες των λαϊκών τραγουδιών, αυτή οι πλανήτες που χαζεύουν από μύλο σε μύλο και κοιμούνται στην ύπαιθρο; Μια τσέχικη παροιμία δίνει τον ορισμό της γλυκιάς απραξίας τους με μια μεταφορά: κοιτάζουν τα παράθυρα του καλού θεού». 1 Απρίλη του 1929 Μπρνο, 11 Ιουλίου 2023 Παρίσι. Μια ηλεκτρισμένη φάση της σύγχρονης Ιστορίας, κοιλάδα για να καρποφορήσουν τα έργα του, με τις πατημασιές του Κούντερα στις άλλες κοιλάδες, του Θερβάντες, του Κάφκα, του Γκαίτε, του Ντιντερό. Με τον τρόπο ενός μουσικού, ενός συνθέτη αλλά και ενός χτίστη. «Ο συγγραφέας καταστρέφει το σπίτι της ζωής του και χρησιμοποιεί τις πέτρες για να φτιάξει το σπίτι του μυθιστορήματός του. Και στη συνέχεια οι βιογράφοι του διαλύουν αυτό που έφτιαξε ο συγγραφέας και ξαναφτιάχνουν αυτό που διέλυσε αρχικά».