Και οι δύο δραπέτευσαν από τις χώρες τους και τα απολυταρχικά καθεστώτα που τους έπνιγαν, με προορισμό το Παρίσι.
Δυο παράλληλες ζωές που έσμιξαν χάρη στο πάθος που ανέπτυξε ο Μίλαν Κούντερα για τη μουσική και τη φιλοσοφία ζωής του Ιάννη Ξενάκη.
Ο τρόπος που τα τραύματα του Ιάννη Ξενάκη, από τα βαριά, αδυσώπητα σωματικά, ως τα ψυχικά και βεβαίως τα ιστορικά τραύματα που έφερε μέσα του, καθόρισαν τη μουσική του ξεδιπλώνεται στις δύο εκθέσεις που του αφιερώνει το ΕΜΣΤ.
Με αυτήν τη δυνατή εκθεσιακή εμπειρία νωπή και αυτοτροφοδοτούμενη, ο θάνατος του Μίλαν Κούντερα την προηγούμενη εβδομάδα έφερε στο φως τις σελίδες που αφιέρωσε ο αναμορφωτής της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας στον Ιάννη Ξενάκη, αλλά και τον τρόπο που «διάβασε» τα τραύματα αυτά μέσα στη μουσική του.
«Είναι σύμπτωση ότι ο Ξενάκης που στη νιότη του έζησε τη σφαγή του εμφυλίου πολέμου, καταδικάστηκε σε θάνατο, το όμορφο πρόσωπό του σημαδεύτηκε μόνιμα, έφτασε να κατανοήσει την ανθρώπινη ύπαρξη περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο συνθέτη;» αναρωτιέται ο Μίλαν Κούντερα στο δοκίμιο που έγραψε το 1980 με τίτλο «Η απόλυτη απόρριψη της κληρονομιάς ή Ποιος είναι ο Ιάννης Ξενάκης».
Η σύμπτωση του θανάτου του Κούντερα με την αποκάλυψη του Ξενάκη στην Αθήνα, στο ΕΜΣΤ, φωτίζει με διαφορετικό τρόπο τη σχέση των δύο τους.
Στο συγκεκριμένο δοκίμιο, ο Κούντερα γράφει πώς μετά τη φυγή του από την υπό σοβιετική κατοχή Τσεχοσλοβακία το 1975, άκουσε στη μουσική του Ξενάκη τον ήχο του κόσμου. Γράφει μόλις πέντε χρόνια μετά την αυτοεξορία του στο Παρίσι: «Ο θόρυβος του κόσμου, μια “ηχηρή μάζα” που αντί να αναβλύζει από την καρδιά έρχεται από τον εξωτερικό κόσμο, όπως τα βήματα του ανέμου ή η φωνή της βροχής».
Ο ήχος που έρχεται απέξω. Όπως ο ήχος από τις ερπύστριες των σοβιετικών τανκς στην Πράγα, ή του βρετανικού τεθωρακισμένου που βομβάρδισε την πολυκατοικία στα Εξάρχεια που προφύλασσε ο Ξενάκης, οδηγώντας τον σχεδόν στον θάνατο την πρωτοχρονιά του 1945. Το 1968, τη χρονιά που τα τανκς μπήκαν στην Πράγα, έγραψε το έργο του Kraanerg, διαρκείας 75 λεπτών -το μεγαλύτερό του σε διάρκεια-, για ορχήστρα 20 ατόμων.
«Μπορούν τα πειράματά του με τους ήχους και τους θορύβους που ξεπερνούν τις νότες και τις κλίμακες να σηματοδοτήσει μια νέα περίοδο στην ιστορία της μουσικής; Θα μείνουν στη μνήμη των εραστών της μουσικής; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με σιγουριά. Αλλά αυτό που σίγουρα θα επιβιώσει είναι αυτή η χειρονομία της τεράστιας απόρριψης: για πρώτη φορά, κάποιος τόλμησε να πει κατάμουτρα στην ευρωπαϊκή μουσική ότι είναι πιθανό να την εγκαταλείψει. Να την ξεχάσει. Και σκέφτομαι την ανάγκη, αυτή η βαθιά έννοια της ανάγκης, που οδήγησε τον Ξενάκη να επιλέξει την υποκειμενική ηχηρότητα και όχι την υποκειμενική ηχηρότητα της ψυχής», γράφει ο Μίλαν Κούντερα.
Ο ίδιος περιγράφει στο «Συνάντηση» ότι όταν πρωτογνώρισε το έργο του Ξενάκη, το άκουγε βουλιμικά. «Δύο-τρία χρόνια μετά τη ρωσική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Ερωτεύομαι τη μουσική του Βαρέζ και του Ξενάκη. Η ακρόαση των έργων του Ξενάκη, που τα άκουγα με βουλιμία, μου προκαλούσε ειλικρινή απόλαυση».