Σημαντικά τεκμήρια φέρνει στο φως μια έκδοση του Κέντρου Πολιτισμού, Ερευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος. Το παρασκήνιο πίσω από τις αποφάσεις και οι αναγωγές στο σήμερα.
Πόσοι ήταν, τελικά, οι πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελλάδα μετά την Μικρασιατική Καταστροφή; Πώς μια χώρα αποδυναμωμένη πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά ύστερα από μια συνεχή δεκαετία πολεμικών συγκρούσεων (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α΄Παγκόσμιος, Ουκρανική Εκστρατεία) καταφέρνει να φτάσει στο «μεγαλύτερο ειρηνικό επίτευγμα του νεοελληνικού κράτους» όπως έχει χαρακτηριστεί το έργο της αποκατάστασης κι ενσωμάτωσής τους; Ποιοί ήταν οι φορείς αλλά και τα πρόσωπα-κλειδιά στην υπόθεση αυτή; Υπάρχουν αναπάντητα ερωτήματα που φτάνουν ως την εποχή μας; Εχουν, άραγε, τη δυνατότητα οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τις σημερινές προσφυγικές-και όχι μόνο-κρίσεις;
Εναν αιώνα ακριβώς μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το βιβλίο «Πτυχές της αποκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα, 1922-1930» που κυκλοφορεί από το Κέντρο Πολιτισμού, Ερευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος με την εισαγωγή της ιστορικού Λένας Α. Κορμά εστιάζει σ΄ένα ευαίσθητο όσο και κομβικό ζήτημα. Πρόκειται για το τρίτο κατά σειρά βιβλίο της σειράς «Τεκμήρια από το ιστορικό αρχείο» η οποία φιλοδοξεί ν΄αναδείξει τον πλούτο των αρχειακών συλλογών της ΤτΕ: αδημοσίευτα έγγραφα, εμπιστευτικές εκθέσεις, υπηρεσιακή αλληλογραφία και προσωπικές μαρτυρίες έρχονται στο φως προκειμένου να συμβάλλουν στην κατανόηση κομβικών γεγονότων, κρίσιμων στιγμών και σημαντικών προσώπων.
Τράπεζα της Ελλάδος και πρόσφυγες
Γιατί άραγε το ιστορικό αρχείο μιας τράπεζας- και μάλιστα μιας κεντρικής τράπεζας που ιδρύθηκε το 1928-να περιέρχει τεκμήρια σχετικά με την αποκατάσταση των προσφύγων του 1922; Το παραπάνω καίριο ερώτημα θέτει στον πρόλογο του βιβλίου ο Ανδρέας Κακριδής, επιστημονικός υπεύθυνος του Ιστορικού Αρχείου της Τράπεζας της Ελλάδος.
Οπως εξηγεί ο ίδιος παρακάτω, η απάντηση κρύβεται στο όνομα του Εμμανουήλ Τσουδερού, μετέπειτα Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποιος ασχολήθηκε εκτενώς με το ζήτημα της αποκατάστασης των προσφύγων από την Μικρασιατική Καταστροφή και δώρισε το προσωπικό του αρχείο στην ΤτΕ. Ενδεχομένως γιατί κατά μία έννοια, η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδος οφείλει την ίδρυσή της στις δανειακές ανάγκες που «γέννησε» η προσφυγική αποκατάσταση καθώς προϋπόθεση για τη διεθνή υποστήριξη στάθηκε η νομισματική σταθεροποίηση της χώρας.
Μερικά χρόνια νωρίτερα, το 1924, ο Τσουδερός είχε προτείνει την ίδρυση ενός ειδικού πιστωτικού ιδρύματος για τους πρόσφυγες, ενώ στη συνέχεια συμμετείχε ως Υπουργός Οικονομικών στις διαπραγματεύσεις για την έκδοση του πρώτου προσφυγικού δανείου. Ωστόσο, όπως σημειώνει και πάλι ο Ανδρέας Κακριδής, οι εν λόγω διαπραγματεύσεις ελάχιστα μετέβαλαν τους αυστηρούς όρους που είχε θέσει η Κοινωνία των Εθνών ήδη από τον προηγούμενο χρόνο προκειμένου να στηρίξει το ελληνικό εγχείρημα: «η διαχείριση του δανείου αλλά και των εκτάσεων για την αποκατάσταση των προσφύγων θα ανατίθεντο σε έναν αυτόνομο οργανισμό. Σε αυτόν θα συμμετείχαν ξένοι υπήκοοι, ενώ θα είχε την υποχρέωση υποβολής τακτικών εκθέσεων προόδου στη Γενεύη. Επρόκειτο για την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ), που αποτέλεσε τον βασικό φορέα υλοποίησης της προσφυγικής αποκατάστασης, ειδικά στην ύπαιθρο» γράφει παρακάτω ο επιστημονικός υπεύθυνος του Ιστορικού Αρχείου της Τράπεζας της Ελλάδος.
Εν προκειμένω, η ιστορικός Λένα Κορμά μελετά το αρχείο του Τσουδερού και σταχυολογεί τεκμήρια από την αποστολή του Νορβηγού διπλωμάτη Fridjof Nansen, πρώτου Υπατου Αρμοστή της Κοινωνίας των Εθνών για τους Πρόσφυγες το 1922 ,ως τις παραμονές της διάλυσης της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) το 1930 οριοθετώντας έναν καμβά που της δίνει τη δυνατότητα ν΄αναπαραστήσει σε αδρές γραμμές την ιστορία της προσφυγικής αποκατάστασης του Μεσοπολέμου. Εμφαση δίνεται στις πτυχές που αφορούν το έργο των κρατικών υπηρεσιών, του Ταμείου Περιθάλψεως Προσφύγων και της ίδιας της ΕΑΠ. Αξιοποιώντας τα εμπιστευτικά (τότε) πρακτικά από τις συνεδριάσεις της Δημοσιονομικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών, παρακολουθεί τις συζητήσεις των ξένων εκπροσώπων της ΕΑΠ και της ελληνικής κυβέρνησης που προσέρχονταν ανά τρίμηνο στη Γενεύη προκειμένου να εκθέσουν την πρόοδο των εργασιών τους. «Ετσι, ανοίγει ένα παράθυρο στην εσωτερική λειτουργία ενός μηχανισμού εποπτείας, ανάλογου όσων έχει δοκιμάσει η χώρα σε διάφορες περιόδους της ιστορίας της» σημειώνει και πάλι ο Α. Κακριδής.
«Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία για μένα είναι ότι καταφέραμε να δημοσιεύσουμε διαφορετικά τεκμήρια τα οποία φωτίζουν και το παρασκήνιο πίσω από τις επίσημες αποφάσεις» λέει στο iefimerida η Λένα Κορμά. Η ίδια, δίνει μεγάλη σημασία στην αδημοσίευτη μέχρι σήμερα συλλογή στατιστικών πινάκων που συνέταξε, ως μέλος της ΕΑΠ, ο Αλέξανδρος-Αναστάσιος Πάλλης,η οποία αποτυπώνει το μέγεθος της πρόκλησης και τις ποικίλες επιχειρησιακές διαστάσεις του εγχειρήματος της προσφυγικής αποκατάστασης.
«Τόσο ο ακριβής αριθμός των προσφύγων που κατέφυγαν στην Ελλάδα μετά την Μικρασιατική Καταστροφή όσο και το ζήτημα των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων θεωρώ πως είναι ακόμη θέματα ανοιχτά προς διερεύνηση» λέει και πάλι η Λένα Κορμά.
Βραχυχρόνιες ανάγκες, μακροχρόνιες υποχρεώσεις
Στον πρόλογο του βιβλίου – το οποίο διατίθεται στα βιβλιοπωλεία- ο Α. Κακριδής κάνει μία ακόμη ενδιαφέρουσα επισήμανση: «Ανεξαρτήτως προσώπων, η φιλοξενία των τεκμηρίων για το προσφυγικό στην Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνει μια βαθύτερη σχέση ανάμεσα σε δύο κόσμους που, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, φαίνονται πολύ μακρινοί: τον κόσμο των τραπεζών και τον κόσμο των οργανισμών που καλούνται να διαχειριστούν ανθρωπιστικές κρίσεις, όπως αυτή που δημιούργησε η μαζική εισροή των προσφύγων μετά το 1922. Κι όμως η αντιμετώπιση των επιπτώσεων κάθε έκτακτου οικονομικού γεγονότος συνδέεται άρρηκτα με τις λειτουργίες των τραπεζών».
Συνεχίζει επισημαίνοντας ότι, μια από τις πλέον πολύτιμες ιδιότητες του χρηματοπιστωτικού συστήματος συνίσταται στην ικανότητά του να μετακινεί πόρους στον χώρο και τον χρόνο και να μεταμορφώνει βραχυχρόνιες ανάγκες σε μακροχρόνιες υποχρεώσεις. «Αυτές τις σχεδόν αλχημικές ιδιότητες επεδίωξε ν΄αξιοποιήσει ο Τσουδερός ως Υπουργός Οικονομικών και ως τραπεζίτης. Αυτές επέτρεψαν την αποζημίωση των ανταλλάξιμων προσφύγων με ομόλογα, που καλύπτονταν από τις περιουσίες που είχαν εγκαταλείψει οι μουσουλμάνοι στην Ελλάδα. Προφανώς, εφόσον η αξία των περιουσιών αυτών υστερούσε έναντι όσων είχαν αφήσει πίσω τους οι πρόσφυγες, οι αποζημιώσεις δε θα μπορούσαν ποτέ να είναι αρκετές».
Μέρος της διαφοράς, σημειώνει ο Α. Κακριδής, καλύφθηκε από εθνικούς πόρους, οι περισσότεροι από τους οποίους προήλθαν-μέσω του τραπεζικού συστήματος- από το μέλλον, δηλαδή από τις επόμενες γενιές οι οποίες ανέλαβαν την εξυπηρέτηση των προσφυγικών δανείων. Ετσι, με την εγγύηση και την καθοδήγηση του κράτους, το χρηματοπιστωτικό σύστημα συνέβαλε στην άμβλυνση των συνεπειών της προσφυγικής κρίσης.
Η καταληκτική του επισήμανση είναι δραματικά επίκαιρη στις μέρες μας με μια νέα, μεγάλη προσφυγική κρίση σε εξέλιξη: «Πρόκειται για τον ίδιο μηχανισμό που ενεργοποιείται σήμερα για την αντιμετώπιση μεγάλων φυσικών καταστροφών ή την άμβλυνση των συνεπειών μιας παγκόσμιας πανδημίας: κράτη και κεντρικές τράπεζες καλούνται να μετριάσουν την οξύτητα της κρίσης και να μοιράσουν τις επιπτώσεις της στον χρόνο και τον χώρο. Αξίζει κάποιος ν΄αναλογιστεί τους λόγους για τους οποίους οι προσφυγικές κρίσεις δεν έχουν πλέον την ίδια πρόσβαση σε αυτόν τον μηχανισμό, γιατί δηλαδή πολλά κράτη είναι πλέον απρόθυμα να κινητοποιήσουν μεγαλύτερες πιστώσεις για την αντιμετώπιση ενός παγκόσμιου προβλήματος που κάθε άλλο παρά έχει εκλείψει».