Πώς ξέρεις ότι έχει συντελεστεί η σπάνια εμπειρία της μέθεξης; Σε οδηγεί το συναίσθημα, όπως συνέβη το βράδυ της Τρίτης στην τελευταία παράσταση της Μήδειας σε συμπαραγωγή της Λυρικής με τη ΜΕΤ και τις όπερες του Σικάγου και του Καναδά.
To γυναικείο πρόσωπο που μοιάζει με μάσκα του αρχαίου θεάτρου, μισοκρυμμένο στο σκοτάδι, με το ένα μάτι δακρυσμένο, καλύπτει όλη την επιφάνεια της αυλαίας και μας υποδέχεται καθώς μπαίνουμε στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Μέχρι να σβήσουν τα φώτα και στα περίπου πέντε λεπτά που διαρκεί η ορμητική οβερτούρα της Μήδειας του Κερουμπίνι, στεκόμαστε απέναντι από τη μάσκα. Καθώς περνούν τα λεπτά είναι σαν να μας ρουφάει, σαν το μεγάλο μαύρο ανοιχτό στόμα και τα μάτια να είναι είσοδοι στη σκηνή, σε αυτό που θα ακολουθήσει.
Από την πρώτη επαφή με τη σκηνή, ο σκηνοθέτης και σκηνογράφος της παράστασης, ο Σκωτσέζος Ντέιβιντ Μακ Βίκαρ έχει εγκαταστήσει την ατμόσφαιρα και τον παλμικό ρυθμό στον οποίο θέλει να μας συγχρονίσει τις επόμενες τρεις ώρες. Και φυσικά αυτή η ακαταμάχητη όσο και αναπάντεχη, σαρωτική οβερτούρα της όπερας του Κερουμπίνι δεν σε αφήνει να παραστρατήσεις. Πόσο πιο σαρωτική και καθηλωτική θα μπορούσε να υπάρξει μια εισαγωγή σε μία όπερα, αναρωτιέμαι καθώς κοιτάζω το στόμα στην αυλαία και η ορχήστρα, σαν ποταμός, με ήρεμη και σταθερή ροή οδηγείται από τον μαέστρο Φιλίπ Ωγκέν.
Πριν την παράσταση άκουγα ξανά και ξανά την πιο θρυλική στην ιστορία απόδοση της Μήδειας του Κερουμπίνι. Αυτή της Μαρίας Κάλλας και δη στις παραστάσεις του 1958 στο Ντάλλας. Ένας σταθμός για την παγκόσμια όπερα και για την ίδια την ντίβα. Πώς μπαίνεις λοιπόν σε αυτό τον μύθο σήμερα; Δεν είναι τυχαίο ότι η συγκεκριμένη παραγωγή που είδαμε στην Αθήνα -με διαφορετικούς τραγουδιστές και διευθυντή ορχήστρας- παρουσιάστηκε μόλις τον περασμένο Σεπτέμβριο στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης για πρώτη φορά στην ιστορία της. Πώς αναμετριέσαι με έναν άθλο;
Ο καθρέπτης που μέσα του είδαμε τη Μήδεια
Ο Μακ Βίκαρ προφανώς ετοιμάζοντας την παράσταση, μέσα στην περίοδο της πανδημίας και κυρίως της μεγάλης καραντίνας, απομονωμένος στο σπίτι του ασχολήθηκε εξαντλητικά και με αυτό το ερώτημα. Με αυτό τον πήχη. Έπρεπε να βρει νέους, άλλους δρόμους. Και ιδιοφυώς βρήκε τον τρόπο να μας «τραβήξει» στη σκηνή με ένα σκηνογραφικό και σκηνοθετικό εύρημα που καθόρισε αυτή την συμπαραγωγή της Μήδειας. Με τον τεράστιο επικλινή καθρέπτη του που αποκάλυπτε το βάθος της σκηνής και μεγέθυνε, διπλασίαζε, βάθαινε τη σκηνική δράση.
Όταν το είδα, αμέσως σκέφτηκα την ευρηματικότητά του: την εποχή που θεατρικές παραστάσεις και όπερες χρησιμοποιούν διαρκώς οθόνες και βιντεοπροβολές για να δώσουν όγκο σε όσα συμβαίνουν στη σκηνή, να δημιουργήσουν μία ηχώ, ο Μακ Βίκαρ χρησιμοποίησε απλώς έναν καθρέπτη. Η τεχνολογία, καθαγιασμένη ή δεκανίκι, εξέλιξη ή ευκολία, καταργήθηκε με αυτή την απλή κίνηση.
40 λεπτά περνούν από την αρχή της παράστασης μέχρι να βγει στη σκηνή η Μήδεια. Στην περίπτωσή μας η σοπράνο Άννα Πιρότσι, που έκανε το ντεμπούτο της στον ρόλο και ταυτόχρονα δημιούργησε μια παρακαταθήκη για τη διαρκώς ανερχόμενη καριέρα της. Αυτά τα 40 λεπτά δεν είναι τα πλέον συναρπαστικά του έργου: η Γλαύκη -εύθραυστη, φοβισμένη, συναισθηματικά φορτισμένη, ώριμη υποκριτικά στον ρόλο η Βασιλική Καραγιάννη- κάνει πρόβα νυφικού και εξηγεί πόσο φοβάται τη Μήδεια, την εκδίκησή της.
Ο Κρέων -στιβαρός ο Γιάννης Γιαννίσης, ηγεμόνας αλλά και ανθρώπινος, τσαλακωμένος- τη διαβεβαιώνει ότι όλα θα πάνε καλά, ο Ιάσων -ο Τζόρτζιο Μπερρούτζι, ένας κουρασμένος ήρωας που άγεται και φέρεται από τις γυναίκες, πλέκει εύκολα στα σχέδιά τους, είτε είναι τα ροζ δάκρυα της Γλαύκης είτε οι ικεσίες της Μήδειας- διαβεβαιώνει ότι μόνο τη Γλαύκη αγαπά.
Η φύση μάταια μου μιλά, πρέπει να πεθάνουν...
40 λεπτά λοιπόν, που χάρη στην σκηνογραφική προσέγγιση του Μακ Βίκαρ, το πλήθος στη σκηνή και κυρίως τη χορωδία της Λυρικής στην πιο λαμπερή στιγμή της, μεστή και αστραφτερή, φαίνονται λιγότερα. Μέχρι να βγει στη σκηνή αυτή. Η μαυροφορεμένη, προδομένη, πληγωμένη Μήδεια. Το σκοτεινό αγρίμι που όλοι ξέρουν ότι θα φέρει την καταστροφή.
Η Άννα Πιρότσι ανεπίστρεπτα κυριαρχεί. Όσο τα σκηνικά στο βάθος της σκηνής αλλάζουν σαν να μας προσφέρει ο Μακ Βίκαρ εικόνες από πίνακες του 18ο αιώνα σε viewmaster, η Πιρότσι επελαύνει. Τι φωνή! Ξεδιπλώνεται διαρκώς, γεμίζει τον χώρο, εντάσεις, χρώμα, λυγμοί και οργή. Αν και μερικές φορές στις ψηλές νότες μοιάζει κάπως σκληρή, το προσπερνάς καθώς είναι κύμα η φωνή της.
Όταν παλεύει με τον εαυτό της για να αποφασίσει αν θα σκοτώσει ή όχι τα παιδιά της για να εκδικηθεί τον Ιάσονα, ο πλούτος της φωνής της απελευθερώνεται όσο ποτέ πριν. «Χτυπά η καρδιά της μητέρας στο στήθος μου», «η φύση τώρα μάταια μου μιλά, πρέπει να πεθάνουν», «αγαπημένα μου παιδιά», «φίδια φύγετε από κοντά μου, με πνίγετε», «οι ουρανοί ας τα γλιτώσουν».
Η Μήδεια αιωρούμενη στη σκηνή
Το παραλήρημα της μάνας πριν κάνει το αδιανόητο. Πεσμένη στη σκηνή με ένα μαχαίρι στο χέρι, μέσα στον καθρέπτη μοιάζει σαν να κρέμεται από τον ουρανό, μια αιωρούμενη μαύρη φιγούρα, μια κατάρα. Συγκλονιστική σκηνή που σχεδίασε ο Μακ Βίκαρ. Δεν είναι η μόνη. Το τραπέζι του γάμου σπαρμένο με λιλά πέταλα λουλουδιών, αχνά ροζ, μοιάζει με επιτάφιο. Όταν η Γλαύκη φορά το μαγεμένο διάδημα και τον μανδύα που της στέλνει η Μήδεια και σέρνεται πάνω στο τραπέζι σαν σαύρα με τον χρυσό μανδύα, θυμίζει γλυπτό της Wangechi Mutu. Σκηνές βαθιάς εικαστικότητας παρήχθησαν στη σκηνή της Λυρικής.
Αποκάλυψη της βραδιάς ένας προσωπικός θρίαμβος, η Νέρις, η ακόλουθος της Μήδειας που ερμήνευσε η Νεφέλη Κωτσέλη. Αβίαστα, με μια φωνή διαυγή και λαμπερή, με υποκριτική δεινότητα, χωρίς στόμφο, με φυσικότητα, καταχειροκροτήθηκε, σχεδόν όσο και η Πιρότσι. Άξια. Διότι δεν ήταν εύκολο να σταθείς δίπλα της. Ο Ιάσων του Τζόρτζιο Περρούτζι υπήρξαν στιγμές που χανόταν δίπλα της, κυρίως στις χαμηλές νότες.
Δεν ξέρω αν έφταιγε ότι ήταν η τελευταία παράσταση. Η τελευταία φορά της στον μυθικό ρόλο. Όμως η Πιρότσι μάς καθήλωσε. Ανέδειξε όχι τη στερεοτυπική εικόνα της υστερικής γυναίκας. Αλλά πίσω από το σκοτάδι της, είδαμε πόσο αδικήθηκε, πόσο τη χρησιμοποίησαν και την πέταξαν μετά, την εξαπάτησαν, την ακύρωσαν, αφαίρεσαν το ανθρώπινο στοιχείο από πάνω της.
Η συγκίνηση της Πιρότσι στην αυλαία
Είδαμε την ξεδιάντροπη εξουσία -μα χωρίς αυτήν το χρυσόμαλλο δέρας δεν θα είχε φτάσει στην πόλη, ο Ιάσων δεν θα ήταν ήρωας, δεν θα το προσέφερε ως δώρο γάμου στη Γλαύκη. Δεν μπορείς να μη δεις την παράσταση, σήμερα μέσα από αυτή την οπτική. Και ο Μακ Βίκαρ χωρίς να το υπογραμμίζει, να το φωνάζει, αφήνει αυτές τις αποχρώσεις να ξεπηδήσουν. Και να γίνουν οι φλόγες που στο τέλος καίνε τη σκηνή και τη Μήδεια με τα νεκρά αγόρια της στην αγκαλιά της.
Όταν έπεσε η αυλαία και το θέατρο σείστηκε στα χειροκροτήματα και στα brava, μόνη στη σκηνή, ακίνητη μας κοιτά, ανοίγει τα χέρια, γονατίζει και με το χέρι της φιλάει τη σκηνή και σκύβει πάνω σε αυτήν. Αυτό το δέος που τη διαπέρασε, η ευγνωμοσύνη της, ξεχείλισε από τη σκηνή, γέμισε την αίθουσα σε όλη τη διάρκεια της παράστασης.
Σπίτι, διαβάζω πάλι την εισαγωγή του Γιώργου Χειμωνά στη μετάφραση της Μήδειας του Ευριπίδη: Η Μήδεια θα οδηγήσει την ερωτική ιστορία της προς ένα τέρμα, όχι για να την τελειώσει, αλλά για να την αποθεώσει (και να την εναποθέσει, να την ασφαλίσει) μέσα σε μια τρομακτική, βάρβαρη ένωση. Γιατί σκοπός του έρωτα είναι η οπωσδήποτε ένωση και η βαρβαρότητά του η οποιαδήποτε πράξη για να την κατορθώσει.