Με γέλια που δεν κοπάζουν, βλέμμα αγκιστρωμένο στους ηθοποιούς που μέσα σε αυτή τη σάτιρα παραμένουν υποκριτικά αιχμηροί, το «Merde» στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, περνάει από κόσκινο το ποιοτικό θέατρο και τους ανθρώπους του - τον χώρο στον οποίο ανήκουν δηλαδή όσοι βρίσκονται πάνω και πίσω από τη σκηνή μπροστά μας!
Eίναι ένα tru normand η παράσταση «Merde» στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Ή ένα palate cleanser, όπως αποκαλείται στα αγγλικά. Αυτό το δροσερό και ανακουφιστικό σορμπέ που προσφέρεται μεταξύ των διαφορετικών σταδίων στο fine dining, προκειμένου να αναγεννηθούν οι γευστικοί κάλυκες στον ουρανίσκο, να διώξει το βάρος των γεύσεων που προηγήθηκαν, πριν προχωρήσεις στις επόμενες.
Αυτό το «σορμπέ» είναι η ανεκδιήγητη, εξοργιστικά αστεία, υπαινικτική, αιχμηρή παράσταση «Μerde» που ανεβαίνει στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου, με τον ανθό του ελληνικού θεάτρου να πρωταγωνιστεί σε ένα έργο που σατιρίζει το κομψευόμενο, κουλτουριάρικο θέατρο.
Σατιρίζουν ουσιαστικά τους ίδιους τους εαυτούς τους, τους φίλους, συναδέλφους και εργοδότες τους, μύθους και φαντασιώσεις που κυριαρχούν στο ελληνικό θέατρο. Και το κάνουν με αγάπη στο βάθος, σαν τα παιδιά που ξεσπούν σε έναν παιδότοπο με βουτιές μέσα σε μια δεξαμενή με μπάλες, σκαρφαλώνοντας σε δίχτυα με θριαμβικές κραυγές.
Δεν είναι ανάγκη να βλέπω στη σκηνή τον Νίκο Καραθάνο, τον Γιάννη Νιάρρο, και να βουτάω σε υπαρξιακά νερά, ή να βλέπω να καθρεπτίζεται αυτό που ζούμε και μας φοβίζει. Θέλω να τους και βλέπω έτσι, ξεκαρδιστικά, χωρίς να χάνουν σπιθαμή από την υποκριτική τους δεινότητα.
Ίσα ίσα, στο «Merde» λάμπει ακόμα περισσότερο αυτή η δεινότητα. Κυρίως ο αδιανόητα καίριος και οξυδερκής ερμηνευτικά Γιάννης Νιάρρος, ως ο κουλτουριάρης σκηνοθέτης, νεόφερτος, παιδί θαύμα που πρέπει να ανεβάσει μια παράσταση για το αρχαίο δράμα με πρωταγωνιστή τον λαοφιλή πρωταγωνιστή του Μπακαλόγατου που θέλει να γίνει κουλτουριάρης.
Γιατί λεμε merde πριν την πρεμιέρα;
Μerde, είναι η γαλλική λέξη που χρησιμοποιείται ως ευχή πριν από κάθε πρεμιέρα για να πάνε όλα καλά. Όσο περισσότερα merde άφηναν τα άλογα από τις άμαξες έξω από τα θέατρα σε περασμένους αιώνες, τόσο περισσότεροι θεατές υπήρχαν μέσα. Τα merde ως δείγμα επιτυχίας. Τι συμβαίνει όμως μέχρι να φτάσουμε εκεί; Σχεδόν αυτό που περιγράφει η λέξη ευχή, η λέξη τίτλος.

Στην παράσταση, βλέπουμε πως ένας βρώμικος, γκαγκστεράκος παραγωγός που απειλείται με μήνυση για σεξουαλική παρενόχληση (Νίκος Καραθάνος), προσπαθεί να σώσει από την αυτοκτονική κατάθλιψη τον κωμικό σταρ του που γεμίζει ταμεία με τον Μπακαλόγατο αφού αρκεί να τον κοιτάξεις για να γελάσεις (Ηλίας Μουλάς).
Ο κουλτουριάρης με τέλειες σπουδές «και υποτροφία Ωνάση» σκηνοθέτης (Γιάννης Νιάρρος) που έκανε επιτυχία με τη «Λοβοτομή», την πρώτη του παράσταση, τώρα πρέπει να κάνει την επόμενη με ήρωα τον Ηλία. Ο γιος και διάδοχος του θεατρικού παραγωγού (Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος), βουτηγμένος στην κόκα, πρέπει να αναλάβει το θέατρο Μπούκα και να αλλάξει και το επίθετό του, να πάρει αυτό της μάνας του και τα χούγια του πατέρα του τελικά - όπλα, εκβιασμοί, σεξουαλικές παρενοχλήσεις. Μέσα σε όλα αυτά η έξοχη Λυδία Τζανουδάκη, παίζει τους δεύτερους ρόλους με τρόπο που προσδίδει αυτό που λέγανε παλιά θεατρική στόφα.
Δεν πρέπει να κάνω σπόιλερ, γιατί θα παρέμβει στην απόλαυση της παρακολούθησης της παράστασης που έχει ωραίο τέμπο. Ακόμα και τα γέλια στο κοινό που ξεσπούν αποκτούν τέμπο, είναι το ηχητικό πέπλο της παράστασης. Υπάρχουν κάποιες αναφορές που είναι αρκετά εσωτερικές, πρέπει να ξέρεις καταστάσεις του θεάτρου για να καταλάβεις και να ξεκαρδιστείς.
Αναφορές σε δημοφιλείς παραστάσεις που εδώ διακωμωδούνται - όσες τις έχουν δει άρχισαν να ψιθυρίζουν και να γελούν δυνατά γύρω μου. Αλλά και να μην ξέρεις δεν θα σταματήσεις να γελάς, μέσα σε αυτή τη διαδικασία που εξελίσσεται μπροστά σου με απλότητα, χωρίς νοήματα που οδηγούν αλλού με τη μέθοδο του λαβύρινθου, με μια ειλικρινή ωμότητα που μπορεί να μοιάζει υπερβολική, αλλά δεν είναι τελικά.

Θέατρο και media
Ακόμα και οι δημοσιογράφοι του πολιτισμού δεν μένουν εκτός. Από την αστυνομία του θεάτρου, ως τα έντυπα που αρκεί να δημοσιεύσουν -με το αζημίωτο- μερικά καλά λόγια για να γεμίσουν τις αίθουσες. Ακόμα και το φάντασμα του Κουν εμφανίζεται, με ένα υπερμέγεθες κεφάλι και ένα τσιγάρο σαν κολλημένο ανάμεσα στα δάχτυλα - genial στιγμή. Έρχεται να σώσει τους ηθοποιούς και το κοινό από τους μ@λ@κες σκηνοθέτες.
Τru normand. Για θεατές και ηθοποιούς. Xωρίς το βάρος των μεγάλων κειμένων, της καταγγελίας, του υπαρξιακού αδιεξόδου. Καθαρόαιμο χιούμορ. Και βιρτουόζικο κτίσιμο χαρακτήρων. Ο Γιάννης Νιάρρος ως κουλτουριάρης φιλόδοξος νάρκισσος σκηνοθέτης, είναι ένα ποίημα. Η σωματική του θέση στον χώρο, η νεύρωση που τον διαπερνά ολόκληρο, η λύσσα για επιτυχία, όλοι οι κώδικες που φέρει ως ταυτοτικούς του ιδανικού σκηνοθέτη. Φοράει ακόμα και μπότες και μακρύ παλτό όπως ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, κρατά πάνινη τσάντα με την αναγραφή ΟnassouStegi - και λογοπαίγνιο και ταυτότητα.
Ο Νίκος Καραθάνος με μακριά λευκή κοτσίδα και ανοιχτό πουκάμισο, είναι μια άβυσσος ακολασίας, λαιμαργίας, λαγνείας, είναι ο χρηματοδότης των ονείρων -κι όμως είναι, γιατί θέατρο χωρίς λεφτά δεν γίνεται. «Γιατί με φράγκα, με κονέ και με πιστόλι, ποτέ σου δεν φοβάσαι κανέναν καριόλη, με σάλιο και υπομονή η δικαιοσύνη γίνεται τυφλή».

Κάτι το βιρτουόζικο
Ακόμα κι όταν πέφτει από το βάθρο του -κυριολεκτικά- κυλιέται στο πάτωμα ματωμένος, φυσικά χωρίς παντελόνι αφού είχε κάνει πριν απόπειρα βιασμού. μπουσουλάει, σέρνεται, κυνηγάει ακόμα με σεξουαλική μανία τη νεαρή ηθοποιό που δεν έχει ξεπουλήσει ακόμα τις αρχές της (Έλενα-Μαρία Ηλία), είναι αδίστακτα βουτηγμένος στα κλισέ και στην τραχύτητα του χαρακτήρα που ερμηνεύει.
Τα σκηνικά του Πάρι Μέξη, πολυμορφικά, φαντασμαγορικά, περιέχουν όλο το φως και το σκοτάδι που απαιτείται. Τα ρούχα της Εύας Γουλάκου συμπληρώνουν και εντείνουν τα χαρακτηριστικά των ρόλων - όπως όταν είδαμε τον Γιάννη Νιάρρο να βγαίνει ντυμένος με κολάν βινίλ και να νιώθουμε τον ηλεκτρισμό του άγχους και του φόβου να τον διαπερνούν. Το ίδιο το μακιγιάζ και οι κομμώσεις που επιμελήθηκε η Ιωάννα Λυγίζου. Προβληματικός ήταν σε αρκετά σημεία ο ήχος που έφτανε από τα μικρόφωνα, δυσκολεύοντας κάποιες φορές τον θεατή να αντιληφθεί τι ακούγεται και κακοφορμίζοντας τη ροή της παράστασης.
Τα χορευτικά (κίνηση Αλέξανδρος Βαρδάξογλου) ξεκαρδιστικά και τα σπρωξίματα μεταξύ των θεατών διαρκή - μα κοίτα τον, κοίτα πώς το κάνει. Μια γραμμική ιστορία σάτιρας ευθύβολης και ανάλαφρης. Με την μπάντα ζωντανά στη σκηνή, στην καρδιά του θεάτρου με το όνομα «Μπούκα».

Το θέατρο είναι τέλειο - Και ο Κουν θέλει μπυρίτσα
Στο τέλος νομίζω ότι οι συντελεστές ήταν κάπως σαν να έβαλαν και ένα ενοχικό φίλτρο γύρω τους. Έριξαν ρυθμούς, τόνο, απεύθυνση, περιεχόμενο. Και όλα αυτά καθώς ο συγγραφέας δεν μπορούσε να βρει το ιδανικό τέλος της παράστασης. Έτσι ο Βασίλης Μαγουλιώτης (που είναι και ο συν-σκηνοθέτης του έργου μαζί με τον Γιώργο Κουτλή αλλά και ο συγγραφέας υπογράφοντας ως Suyako), ξαπλώνει να βρει το τέλος με ένα κομμάτι χαρτί και την κλεψύδρα που έβαλε μπροστά του η δημοσιογράφος θεάτρου να ορίζει πόσο χρόνο έχει ακόμα.
Και τα φώτα σιγά-σιγά σβήνουν «σαν να κλείνουν τα βλέφαρα ενός γίγαντα». Και ο Νίκος Καραθάνος, που ως θεατρικός παραγωγός είναι πια νεκρός, περπατάει αργά, η κοτσίδα χαμένη, και πάει να κάτσει στο πάτωμα «γιατί είμαι πτώμα». Και ο απλός θεατής πάνω στη σκηνή αναφωνεί κάθε τόσο, με βαθιά ειλικρίνεια «τι ωραίο το θέατρο!», ο Κουν λέει ότι πείνασε «μια μπυρίτσα να ’χαμε». Τα φώτα σβήνουν και ο Βασίλης ακούγεται να λέει «μόνο το σκοτάδι και μόνο η σιωπή αυτή πάνω στη σκηνή μπορεί να μ’ απαλλάξει για μια στιγμή από του μυαλού μου τον ατελείωτο θόρυβο. Μόνο τώρα, προτού τα φώτα και ο θόρυβος μας ξαναξυπνήσουν. Ζήτω η στιγμή αυτή. Ζήτω η παύση».