Μια σύγχρονη οικογενειακή ιστορία του Στίβεν Κάραμ, βραβευμένη με Τony καλύτερου έργου το 2016, σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης στο Θέατρο Μουσούρη, ενώ ο Γιάννης Κακλέας υπογράφει μια μετά μουσικής και ασμάτων παράσταση της «Εκατομμυριούχου» (1936), ένα από το τα τελευταία έργα που έγραψε, στα 80 του, ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο.
Τέτοια εποχή του χρόνου το Θέατρο Μουσούρη θα γιορτάσει τα 90 χρόνια του. Είναι το παλαιότερο, μετά το Εθνικό, θέατρο της Αθήνας. Άνοιξε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1934 ως Θέατρο Αλίκης, προς τιμήν της τότε συζύγου του Κώστα Μουσούρη, Αλίκης Θεοδωρίδου-Νορ, κόρης της προπολεμικής σταρ Κυβέλης. Ο Μουσούρης έδωσε στο θέατρο της πλατείας Καρύτση το όνομά του το 1951, όταν ανακαίνισε εκ βάθρων το εσωτερικό του θέατρου.
Η μακρά ιστορία του είναι συνδεδεμένη με παραστάσεις που έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους στην ελληνική θεατρική ιστορία. Λ.χ. ήταν στο Θέατρο Μουσούρη που η Αλίκη Βουγιουκλάκη ξεχώρισε ως πρωταγωνίστρια το 1958, όταν ο Μουσούρης τής ανέθεσε τον ρόλο της Ελίζα Ντουλίτλ, της αγράμματης ανθοπώλιδος που θα μετατραπεί σε «Ωραία μου κυρία», στο έργο του Τζορτζ Μπέρναρντ Σω. Δίπλα στον στιβαρό ηθοποιό και ισχυρό θιασάρχη έλαμψαν, ακόμη, η Έλλη Λαμπέτη, η Ελένη Χατζηαργύρη, η Τζένη Καρέζη, η Βάσω Μανωλίδου, η Αντιγόνη Βαλάκου, η Αλεξάνδρα Λαδικού, η Τζένη Ρουσσέα κ.ά.
Τhe Humans
Τη σεζόν που μόλις ξεκίνησε στη σκηνή του ιστορικού θεάτρου παρουσιάζεται το έργο «The Humans» («Οι άνθρωποι», 2014) του Αμερικανού Στίβεν Κάραμ (γενν. 1980). Μέσα από την «εορταστική» συνάντηση των διασκορπισμένων μελών της μεσοαστικής οικογένειας Μπλέικ αποκαλύπτονται σχέσεις κλονισμένες, ηλεκτρισμένες από οικείους φόβους για την οικονομική κατάσταση, την αρρώστια, τον θάνατο, τη μοναξιά. Ιρλανδικής καταγωγής και καθολικοί οι γονείς Μπλέικ, η Ντίντρη και ο Έρικ (τους υποδύονται η Θέμις Μπαζάκα και ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος), μένουν στην επαρχιακή πόλη Σκράντον της Πενσυλβάνιας. Εργάζονται επί δεκαετίες σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο: η πρόσφατη οικονομική κρίση τούς κάνει να νιώθουν ανασφαλείς για την επαγγελματικό και το οικονομικό μέλλον τους. Επιπλέον, φροντίζουν και τη Μόμο, τη μητέρα του Έρικ, που πάσχει από άνοια (τον ρόλο ανέλαβε η Ξένια Καλογεροπούλου). Οι τρεις τους ταξίδεψαν ως τη Νέα Υόρκη για να επισκεφθούν την καλλιτέχνιδα μικρή κόρη τους (Μαρία Πετεβή), στο σπίτι που μόλις έπιασε με τον φίλο της. Από τη Φιλαδέλφεια έρχεται και η μεγάλη κόρη τους (Ειρήνη Μακρή), δικηγόρος στο επάγγελμα και προσφάτως χωρισμένη.
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης ακολούθησε τις οδηγίες του έργου ως προς τη σκηνογραφία (της Αθανασίας Σμαραγδή): ένα μικρό διαμέρισμα σε δύο επίπεδα στο ισόγειο μίας προπολεμικής, κακοσυντηρημένης πολυκατοικίας στην China Town της Νέας Υόρκης. Το φως του ήλιου δεν φτάνει μέσα - η όλη συνθήκη απογοητεύει τους γονείς που φιλοδοξούσαν για τις κόρες τους καλύτερη ζωή απ’ αυτήν που έζησαν οι ίδιοι.
Διάβασα πολλές κριτικές για τις παραγωγές του έργου στην Αμερική. Όλες επαινούν τη δύσκολη δραματουργική ισορροπία που πετυχαίνει ο συγγραφέας, μιας παράξενης ατμόσφαιρας, μιας διάχυτης απειλής που επικρατεί στο σπίτι (το οποίο ακόμη δεν έχει επιπλωθεί κανονικά), σε ισορροπία με το χιούμορ που εντέχνως προκύπτει από τους διαλόγους και τις καταστάσεις. Σαν να «ηχοποιούνται» οι εσωτερικοί φόβοι και οι αγωνίες των προσώπων, σε μια ισορροπία αιχμής με τα όνειρα του νεαρού ζευγαριού ότι όλα θα πάνε καλά.
Η «μεταφυσική» απειλή, ενός κόσμου που αλλάζει ραγδαία αλλά και του κοινού, αβέβαιου για όλους, μέλλοντος δεν μεταφράστηκε σκηνικά στην παράσταση του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη. Περιορίστηκε στην ενόχληση για τους θορύβους που κάνουν οι ένοικοι του επάνω διαμερίσματος και στους φόβους που διατυπώνει ο πατέρας για πιθανές πλημμύρες. Ούτε το υπόγειο χιούμορ του έργου πέρασε στην σκηνική πράξη. Αντ’ αυτών εκτεθήκαμε στην απογοήτευση του μαραμένου ζευγαριού, που ζει μακριά από τα παιδιά του και με το, κυρίαρχο άλλοτε στις ΗΠΑ, σύστημα αξιών τους (των Ιρλανδών καθολικών) να έχει χάσει κάθε υποστηρικτική/συνδετική δύναμη. Δεν είναι τυχαίο ότι η ιστορία εξελίσσεται την Ημέρα των Ευχαριστιών, γιορτή που καθιερώθηκε τον 17ο από τους αποίκους στην Βόρεια Αμερική, για να ευχαριστήσουν τον Δημιουργό για την σοδειά της χρονιάς. Αλλά ποια σοδειά να εορταστεί πια στην μεγα-πόλη της τεχνολογικής επανάστασης και της κλιματικής κρίσης;
Οικεία η ιστορία (παρόμοιες συνθήκες επικρατούν στις δυτικές κοινωνίες), έχω την εντύπωση ότι αποδόθηκε επίπεδα, χωρίς λύσεις που θα λειτουργούσαν ως ρωγμή στην καταθλιπτική οικογενειακή συνάντηση. Οι νεότεροι ηθοποιοί, ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης, η Μαρία Πετέβη και η Ειρήνη Γιαννάκη, προσπάθησαν και κατάφεραν με τις ερμηνείες του να φέρουν λίγο νεανική αισιοδοξία στη σκηνή αλλά τελικά, και πάρα τις εξαίρετες ερμηνείες της Θέμιδας Μπαζάκα και του Λάζαρου Γεωργακόπουλου, η παράσταση ούτε ψυχαγωγεί ούτε προκαλεί σκέψη και συναίσθημα. Η υπόθεση του «The Ηumans» είναι τόσο κοινότοπη, και ταυτόχρονα τόσο «αμερικανική», που πραγματικά δεν βρίσκω ικανούς λόγους για την επιλογή του.
Η «Εκατομμυριούχος» στο Παλλάς
Δεν είναι από τα γνωστά έργα του Τζορτζ Μπέρναρντ Σω (1850-1956) η «Εκατομμυριούχος» (1936). Ίσως γιατί ανήκει στα τελευταία του και δεν έχει την αιχμηρή πολιτική-κοινωνική-οικονομική κριτική των έργων που έγραψε νεότερος. Για την ακρίβεια, η «Εκατομμυριούχος» μοιάζει σαν παραμύθι, σαν ρομαντική κινηματογραφική κωμωδία.
Ο αυτοδημιούργητος πατέρας της πρωταγωνίστριας της άφησε τη μεγάλη περιουσία του με τον όρο ο άνδρας που θα παντρευτεί να έχει ανάλογο οικονομικό δαιμόνιο - ώστε να μη σπαταλήσει αλλά να αυγατίσει τα χρήματα της κόρης του. Ο πρώτος της γάμος, μ’ έναν μποξέρ (η ίδια, ικανή και πανέξυπνη, φρόντισε ώστε να περάσει ο ανόητος μνηστήρας της το «τεστ» ικανότητας στο να βγάζει χρήματα), ήταν μεγάλη αποτυχία. Τότε η νεαρή γυναίκα γνωρίζει και ερωτεύεται έναν ιδεαλιστή γιατρό, που προσφέρει γενναιόδωρα τις υπηρεσίες του για την ανακούφιση των φτωχών. Θέλει να τον παντρευτεί («σεξιστικός» φεμινισμός…) αλλά πρέπει να περάσει ένα ανάλογο τεστ, που έχει θέσει ως όρο η μητέρα του γιατρού.
Μέσα απ’ αυτή την αντιστροφή (της εκατομμυριούχου που πρέπει να δουλέψει σε κάποια ταπεινή δουλειά και να διακριθεί) η ιστορία βαίνει προς το αναμενόμενο happy end. Μην ψάχνετε για ηθικά συμπεράσματα. Προφανώς ο Τζορτζ Μπέρναντ Σω στα 80 του είχε καταλήξει ότι το χρήμα κινεί τον κόσμο και όχι οι σοσιαλιστικές ιδέες που είχε υποστηρίξει σ’ όλη του τη ζωή, παρότι μοιάζει να λέει ότι ο συνδυασμός πλούτος χωρίς ανθρωπιά είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συναντήσει κανείς σε άνθρωπο.
Η «Εκατομμυριούχος» ενδείκνυται για διασκευή σε μουσικό έργο και μάλιστα με χαρακτηριστικά υπερπαραγωγής. Αυτό προσφέρει και η παράσταση του Γιάννη Κακλέα στο Παλλάς. Με πρωταγωνιστές την όμορφη, χαριτωμένη και με ωραία φωνή Ελεονώρα Ζουγανέλη και τον Νίκο Κουρή, κι έναν πολυπρόσωπο θίασο ηθοποιών και χορευτών ένα λαβ-στόρι για να χορτάσει το φιλοθεάμον κοινό συχνές αλλαγές σκηνικών και κοστουμιών, και τραγούδια.
Σαφώς και υπάρχει κοινό για τέτοιου είδους θεάματα - το τεράστιο Παλλάς ήταν γεμάτο την περασμένη Κυριακή. Ωστόσο, ο αυστηρότερος θεατής θα διαπιστώσει ότι τα τραγουδιστικά μέρη (σε μουσική του Βάιου Πράπα και στίχους της Σάννυς Μπαλτζή) δεν διαδέχονται γλυκά και ανεπαίσθητα την πρόζα - είναι σαν παύσεις στη δράση. Επιπλέον, οι ηθοποιοί παίζουν πολύ μετωπικά, όπως μια φορά κι έναν καιρό η Αλίκη Βουγιουκλάκη, σαν να τους απασχολεί περισσότερο ο κόσμος της πλατείας παρά ο «κόσμος» της σκηνής.
Τέλος, η σκηνογραφία του Μανόλη Παντελιδάκη, με τις προβολές εσωτερικών σπιτιών, γραφείων, γυμναστηρίου κοκ, και εξωτερικών τόπων στο βάθος της σκηνής και τα αφαιρετικά σκηνικά στοιχεία που ανεβοκατεβαίνουν, θύμιζε πάρα πολύ το στήσιμο του «Ερωτευμένου Σαίξπηρ» (2018-9) που είχε σκηνοθετήσει ο Γ. Κακλέας στο Θέατρον του Ιδρύματος «Ελληνικός Κόσμος», σε σκηνογραφία πάλι Μ. Παντελιδάκη.
Να τι σημαίνει «εμπορικό» θέατρο: να επαναλαμβάνεις συνταγές «επιτυχίας» από τη μία παράσταση στην άλλη, υιοθετώντας λύσεις που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν να δικαιολογούν το ακριβό εισιτήριο.