Ο κ. Γιάννης Μόσχος, καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου από τον Οκτώβριο του 2021, έστειλε επιστολή προς τον διευθυντή του iefimerida.gr, κ. Χρήστο Ράπτη, ζητώντας να διευκρινίσω μια πρόταση από την κριτική μου για τον "Βασιλιά Ληρ".
«Ας σημειωθεί ότι η Εύα Μανιδάκη ήταν στην επιτροπή που εξέλεξε διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου τον Γιάννη Μόσχο και έκτοτε έχει αναλάβει τη σκηνογραφία πολλών παραστάσεων του Εθνικού Θεάτρου» (ολόκληρη η επιστολή του Γ. Μόσχου στο τέλος του κειμένου). Συγκεκριμένα ο κ. Μόσχος ρωτάει αν υπονόησα αιτιώδη σχέση μεταξύ των δύο γεγονότων εν είδει μομφής ότι υποκρύπτεται «σχέση ανταπόδοσης, καλλιτεχνικής “συναλλαγής” και αναξιοκρατίας».
Η εν λόγω πρότασή μου, λοιπόν, αναφέρεται σε δύο αληθή γεγονότα. Το πρώτο είναι ότι η κ. Μανιδάκη ήταν στην κριτική επιτροπή που επέλεξε τον κ. Μόσχο για την θέση του διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου. Το δεύτερο αληθές γεγονός είναι ότι κατά την περίοδο της διεύθυνσής του κ. Μόσχου έχει αναλάβει την σκηνογραφία πολλών παραστάσεων. Τα δύο γεγονότα συνδέονται στο πλαίσιο της λειτουργίας του Εθνικού Θεάτρου από την αρχή της διεύθυνσης του Γ. Μόσχου, δηλαδή από τη στιγμή της εκλογής του μέχρι σήμερα.
Συνεπώς δεν υπάρχει καμία «αμφίσημη» διατύπωση ούτε βεβαίως "συνειρμική γραφή", όπως αναφέρεται στην επιστολή του κ. Μόσχου. Η κ. Μανιδάκη είναι εξαίρετη σκηνογράφος, έχει συνεργαστεί με το Εθνικό και πριν αναλάβει ο κ. Μόσχος το τιμόνι του Εθνικού και είναι φυσικό να συνεργαστεί ξανά και στο μέλλον. Αλλά επί της διεύθυνσης του Γ. Μόσχου, από τον χειμώνα του 2021 έως και τον Δεκέμβριο του 2023 έκαναν πρεμιέρα έξι παραστάσεις σε δική της σκηνογραφία. Γι’ αυτό χρησιμοποίησα το χρονικό επίρρημα «έκτοτε». Και δεν είναι η μόνη εξωτερική συνεργάτης που έχει πυκνή συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο στο ίδιο διάστημα.
Γνωρίζω ότι οι σκηνοθέτες των παραστάσεων (τους οποίους, όμως, επιλέγει ο καλλιτεχνικός διευθυντής) επιλέγουν οι ίδιοι τους συνεργάτες τους. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής βάσει του Καταστατικού του Εθνικού Θεάτρου «αποφασίζει τις διανομές μετά από έγγραφη εισήγηση των σκηνοθετών».
Ωστόσο οι διευθυντές του Εθνικού Θεάτρου μπορούν να αντιπροτείνουν άλλον/ην συνεργάτη, όταν ο επιλεγείς/η επιλεγείσα από τον εκάστοτε σκηνοθέτη έχει εργαστεί ήδη περισσότερες από δύο φορές την σεζόν.
Για να καταλήξω, στο σχετικό απόσπασμα της κριτικής μου πουθενά δεν κάνω λόγο για «σχέση ανταπόδοσης, καλλιτεχνικής “συναλλαγής”» και αναξιοκρατίας». Προέβην στο σχόλιο για την πυκνότητα συνεργασιών της συγκεκριμένης σκηνογράφου προκειμένου, εφόσον η διαπίστωση είναι αληθής (που είναι), να διορθωθούν τυχόν ανισορροπίες που μπορεί να προκύψουν στο πλαίσιο λειτουργίας ενός μεγάλου, σύνθετου θεατρικού οργανισμού.
Εσείς, κ. Μόσχο, ως διευθυντής ενός οργανισμού δημοσίου συμφέροντος, του πρώτου τη τάξει θεάτρου στην χώρα μας, του Εθνικού Θεάτρου (ένας από τους σκοπούς του οποίου, σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο, είναι «Η δημιουργία προϋποθέσεων και κινήτρων για την ανάδειξη και ενθάρρυνση του θεατρικού δυναμικού της χώρας») θα έπρεπε να θεωρείτε φυσικό και αναμενόμενο τον έλεγχο και τα (καλοπροαίρετα) κριτικά σχόλια για φαινόμενα που αφορούν την λειτουργία του.
Εγώ, πάλι, ως δημοσιογράφος και κριτικός θεάτρου, οφείλω να επισημαίνω στοιχεία που προβληματίζουν πολλούς, σύμφωνα και με το Καταστατικό της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθήνας (της οποίας είμαι μέλος εδώ και πολλά χρόνια) που λέει ότι οι δημοσιογράφοι οφείλουν, μεταξύ άλλων, να είναι προσηλωμένοι «στην αναζήτηση της αλήθειας και στον σεβασμό της ιερότητας των γεγονότων και της ελευθερίας των σχολίων», «στην άσκηση του δικαιώματος της πληροφόρησης στο όνομα και προς το συμφέρον των πολιτών».
Η απάντησή μου στον κ. Μόσχο τελείωνε στο σημείο αυτό. Προτού προλάβει να δημοσιευθεί, ωστόσο, κατέφθασε επιστολή της κ. Εύας Μανιδάκη (ολόκληρο το κείμενό της ακολουθεί πιο κάτω) στην οποία με κατηγορεί για κακόβουλη «συκοφαντική επίθεση» και «ανήκουστα ψεύδη».
Τα γεγονότα είναι γεγονότα. Κάθε δημόσιος οργανισμός και οι συνεργάτες του ελέγχονται κι αυτό είναι βασικό αντικείμενο της δημοσιογραφικής εργασίας. Στον χώρο της πολιτικής αυτή η διαδικασία είναι τόσο συνήθης όσο και αναγκαία για την εύρρυθμη λειτουργία του κράτους. Ο χώρος του πολιτισμού από πότε εξαιρείται; Από πότε ο έλεγχος ενός δημόσιου, θεσμικού φορέα, όπως είναι το Εθνικό Θέατρο, αποτελεί προσωπική επίθεση και απόπειρα συκοφαντικής δυσφήμισης; Οι δύο επιστολές λειτουργούν καθαρά στο πλαίσιο επιχείρησης φίμωσης του δημοσιογραφικού λόγου.
Δεν θα σταθώ στα διάφορα που αποδίδει ποιητική αδεία η κ. Μανιδάκη στην παράγραφο της κριτικής μου που την ενόχλησε. Οι ερμηνείες για παραστάσεις και καλλιτεχνικά έργα ποικίλουν. Το ίδιο και οι ερμηνείες των κειμένων. Θεμιτό, υπό τον όρο να μην αποδίδονται στον συντάκτη τους λέξεις και έννοιες που ο ίδιος δεν χρησιμοποίησε. Και να μην αλλοιώνονται εντέχνως τα γεγονότα. Γράφει η κ. Μανιδάκη: « Όπως όλοι γνωρίζουν (και σε κάθε περίπτωση όποιος ενδιαφέρεται για την αλήθεια μπορεί εύκολα να το διαγνώσει) ο αριθμός παραστάσεων του Εθνικού Θεάτρου των οποίων ανέλαβα το έργο της σκηνογραφίας μετά την ανάληψη των καθηκόντων του κ. Μόσχου, είναι μικρότερος από τον αριθμό παραστάσεων στις οποίες απασχολήθηκα σε προηγούμενες σαιζόν, πριν την ανάληψη της διεύθυνσης του Εθνικού Θεάτρου από τον κ. Μόσχο». Η κ. Μανιδάκη, μ’ άλλα λόγια, συγκρίνει τον αριθμό σκηνογραφιών επί διετίας Μόσχου με τις συνεργασίες της γενικώς σε προηγούμενες σεζόν, και βρίσκει τον αριθμό μικρότερο. Αυτό κι αν είναι λογικό άλμα. Αλλά, συγκεκριμένα, σε ποια διετία άλλου διευθυντή είχε έξι σκηνογραφίες την μία πίσω από την άλλη;
Δεν θα απαντήσω στα επιμέρους επιχειρήματα της επιστολής της εφόσον μου αποδίδονται λέξεις και έννοιες που δεν υπάρχουν στο κείμενό μου. Οι αναγνώστες του iefimerida ας διαβάσουν το κείμενό μου και τις επιστολές και ας κρίνουν.
Όσο για μένα, μετά από 30 χρόνια που αρθρογραφώ με εντιμότητα, σοβαρότητα αλλά και επίγνωση της αναγκαιότητας του δημοσιογραφικού ελέγχου όταν πρόκειται για δημόσιους πολιτιστικούς οργανισμούς/φορείς, διατηρώ κάθε νόμιμό δικαίωμά μου να υπερασπίσω τον εαυτό μου και την δημοσιογραφική μου υπόσταση από κάθε συντεταγμένη επιχείρηση προσωπικού εκφοβισμού και φίμωσης του δημοσιογραφικού/κριτικού μου έργου.
Ματίνα Καλτάκη
--------------------------------------------------
[Η επιστολή του κ. Γ. Μόσχου:
Αγαπητέ κύριε Ράπτη,
Η παρούσα επιστολή μου αναφέρεται στην από 29.12.2023 κριτική της κυρίας Ματίνας Καλτάκη -στην οποίαν και κοινοποιώ τη παρούσα- για την παράσταση «Βασιλιάς Ληρ» σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου («Ο ‘Βασιλιάς Ληρ’ στο Εθνικό»), που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο μέσο σας.
Δεν έχω ασφαλώς την πρόθεση να υπεισέλθω σε ζητήματα καλλιτεχνικής αξιολόγησης που ανάγονται στην ελεύθερη κρίση της συντάκτριας και μετέχουν στον πυρήνα του δικαιώματος της έκφρασης. Θα επιθυμούσα, ωστόσο, διευκρίνιση -και μάλιστα ευθέως- επί του κατωτέρω αποσπάσματος του κειμένου της: «Ας σημειωθεί ότι η Εύα Μανιδάκη ήταν στην επιτροπή που εξέλεξε διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου τον Γιάννη Μόσχο και έκτοτε έχει αναλάβει τη σκηνογραφία πολλών παραστάσεων του Εθνικού Θεάτρου».
Υπονοεί η συντάκτρια κάποια αιτιώδη σχέση μεταξύ, αφενός, της συμμετοχής της κυρίας Μανιδάκη στην ως άνω Επιτροπή (και βέβαια της απόφασης της Επιτροπής υπέρ της υποψηφιότητάς μου) και, αφετέρου, της συνεργασίας της με το Εθνικό σε μεταγενέστερο (του διορισμού μου ως Καλλιτεχνικού Διευθυντή) χρόνο; Κατά τη συντάκτρια, το πρώτο προκάλεσε το δεύτερο;
Αν όχι (οπότε και η αμφίσημη διατύπωση πρέπει να αποδοθεί μάλλον σε συνειρμική γραφή!), οφείλει να το διευκρινίσει άμεσα προς αποφυγή παρανοήσεων.
Αν ναι, όπως κάποιος -καλόπιστος και προσεκτικός- αναγνώστης θα μπορούσε να θεωρήσει από τη χρήση του επιρρήματος «έκτοτε» (ωσάν η κα Μανιδάκη να μην είχε συνεργασίες με το Εθνικό Θέατρο σε προγενέστερο χρόνο), αντιλαμβάνεστε ότι θα πρέπει να διαφυλάξουμε όλοι οι εμπλεκόμενοι, με κάθε νόμιμό μέσο που μάς παρέχεται, την τιμή και τη θεσμική υπόληψή μας έναντι της μομφής ότι υποκρύπτεται σχέση ανταπόδοσης, καλλιτεχνικής «συναλλαγής» και αναξιοκρατίας.
Αισθάνθηκα λοιπόν την ανάγκη να ζητήσω αυτή τη διευκρίνιση -η οποία ελπίζω ότι θα μού παρασχεθεί ρητά και χωρίς υπεκφυγές, αστερίσκους και αντιστροφή των ερωτημάτων (με ένα «ναι» ή με ένα «όχι» στο ερώτημά μου)-πριν εξαγάγω οριστικά συμπεράσματα.
Η παρούσα επιστολή μου είναι δημοσιεύσιμη ή μη, κατά την κρίση σας. Αναμένω όμως ασφαλώς την αυτούσια δημοσίευσή της εάν το μέσο ή η κα Καλτάκη επανέλθουν δημοσίως επί του θέματος με οποιονδήποτε τρόπο. Σε κάθε περίπτωση, παρακαλώ τυχόν απάντησης του μέσου ή της κας Καλτάκη να δοθεί δημοσίως στην ίδια θέση.
Με εκτίμηση,
Γιάννης Μόσχος
Καλλιτεχνικός Διευθυντής Εθνικού Θεάτρου
---------------------------------
H ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΗΣ κ. Εύας Μανιδάκη (09/01/2024)
Κύριοι,
Με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματός μου τόσο έναντι της εταιρείας/ενημερωτικής ιστοσελίδας σας όσο και έναντι της συντάκτριάς σας κ. Ματίνας Καλτάκη, σας καλώ να δημοσιεύσετε την παρούσα επιστολή μου, προς ενημέρωση των αναγνωστών σας και εις απάντηση της συκοφαντικής επίθεσης που δέχθηκα προσφάτως από την κ. Καλτάκη.
Στις 29/12/2023, δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα σας, από την κ. Καλτάκη, κείμενο κριτικής στην παράσταση Βασιλιάς Ληρ του Εθνικού Θεάτρου (https://www.iefimerida.gr/politismos/kritiki-gia-ton-basilia-lir-sto-ethniko-theatro). Σε μια μάλλον ασυνήθιστη «παρέκβαση» από το κυρίως μέρος του κριτικού κειμένου της, η κυρία Καλτάκη επικεντρώθηκε αποκλειστικώς και μόνο στο πρόσωπό μου, βάλλοντας κατά της προσωπικότητας και της επαγγελματικής μου αξιοπρέπειας και εξαπολύοντας σε βάρος μου ανήκουστα ψεύδη.
Θα ήθελα εξαρχής να διευκρινίσω ότι, όπως γνωρίζουν όλοι στον χώρο του θεάτρου, δεν έχω ποτέ διαμαρτυρηθεί για αρνητική κριτική επί του καλλιτεχνικού μου έργου. Ο σεβασμός μου στην κριτική και στην ελευθερία του λόγου είναι αδιαπραγμάτευτος. Συνεπώς, κανενός είδους αρνητική αποτίμηση του καλλιτεχνικού μου έργου, όσο αιχμηρή και αν θα ήταν αυτή, δεν θα μπορούσε να προκαλέσει τη σύνταξη και αποστολή προς εσάς της παρούσας επιστολής διαμαρτυρίας.
Την προκαλεί όμως η ανάγκη να υπερασπιστώ την προσωπικότητά μου από συκοφαντικές επιθέσεις. Η κυρία Καλτάκη, στην εν λόγω παρέκβαση του άρθρου της, θεώρησε σκόπιμο να διαδώσει προς το αναγνωστικό σας κοινό την εξόφθαλμη αναλήθεια, σύμφωνα με την οποία, η τακτικότητα της επαγγελματικής-σκηνογραφικής μου δραστηριότητας οφείλεται δήθεν σε «συναλλαγή» μου με τον επικεφαλής του Εθνικού Θεάτρου. Η κυρία Καλτάκη αναφέρει τα παρακάτω ψευδή και δυσφημιστικά, τελώντας σε πλήρη γνώση ότι είναι αναληθή (υπογραμμίσεις και επισημάνσεις επί του κειμένου δικές μου): «Ας σημειωθεί ότι η Εύα Μανιδάκη ήταν στην επιτροπή που εξέλεξε διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου τον Γιάννη Μόσχο και έκτοτε έχει αναλάβει τη σκηνογραφία πολλών παραστάσεων του Εθνικού Θεάτρου, ενώ είναι σταθερή συνεργάτις συγκεκριμένων αξιόλογων σκηνοθετών που αναλαμβάνουν μεγάλες παραγωγές σε δημόσιους φορείς - στο Φεστιβάλ Αθηνών π.χ. ή στην Ελευσίνα - Πολιτιστική Πρωτεύουσα. Δεν θα αναφερθώ σε άλλα σημαντικά έργα που ανέλαβε το αρχιτεκτονικό γραφείο της τα τελευταία χρόνια, όπως τις λυόμενες κατασκευές στον προαύλιο χώρο του Ηρωδείου - με την «ιαπωνική» αισθητική των οποίων πολλοί διαφώνησαν. Προκαλεί ερωτήματα, όμως, η τόσο πυκνή δραστηριότητά της, με δεδομένο ότι το ελληνικό θέατρο έχει στο δυναμικό του πολλούς άλλους σημαντικούς σκηνογράφους. Στην εξέχουσα διεθνή έκθεση για τη σκηνογραφία στην Πράγα (Prague Quadrennial of Performance Design & Space 2023) η εθνική εκπροσώπησή μας περιλάμβανε 60 ενεργούς σκηνογράφους!».
Παραβλέποντας τη λογική ανακολουθία του συλλογισμού της (αφού βεβαίως τον κ. Μόσχο εξέλεξε επιτροπή, και όχι εγώ προσωπικώς), η κυρία Καλτάκη ισχυρίζεται χωρίς περιστροφές ότι, έχοντας διατελέσει μέλος της επιτροπής που εξέλεξε διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου τον κ. Γιάννη Μόσχο, έκτοτε έχω αναλάβει την σκηνογραφία πολλών παραστάσεων του Εθνικού Θεάτρου, αλλά και άλλων παραγωγών «δημόσιων φορέων» (φορείς που η ίδια απαριθμεί και που είναι εμφανώς άσχετοι με το Εθνικό Θέατρο). Αναφέρει, επίσης, ότι η «πυκνή δραστηριότητά μου» προκαλεί «ερωτήματα». Ερωτήματα που όμως η ίδια η κυρία Καλτάκη έχει προλάβει να «απαντήσει» ήδη στο κείμενό της, αφού ο αναγνώστης της έχει «πληροφορηθεί» ότι η «πυκνή δραστηριότητά μου» συνιστά δήθεν αποτέλεσμα ανταποδοτικής συναλλαγής μου με τον διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου.
Η κυρία Καλτάκη ασκεί θεατρική και καλλιτεχνική κριτική, ως δημοσιογράφος, εδώ και πολλά έτη. Γνωρίζει τι είναι αλήθεια και τι όχι. Είναι σε θέση να διασταυρώσει τις όποιες πληροφορίες της. Διαθέτει την απαραίτητη εμπειρία ώστε να αντιλαμβάνεται τι συνιστά κριτική και τι συνιστά κακόβουλη επίθεση, βασισμένη στο ψεύδος. Συνεπώς, η παρούσα επιστολή μου δεν αποσκοπεί στο να «διαφωτίσει» την κυρία Καλτάκη για γεγονότα που η ίδια γνωρίζει άριστα, καθώς αυτό θα ήταν απρόσφορο, αν όχι μάταιο. Αποσκοπεί στο να πληροφορηθούν την αλήθεια οι αναγνώστες σας, καθώς δεν προτίθεμαι να καταστήσω την επαγγελματική μου αξιοπρέπεια βορά στις οποιεσδήποτε, άδηλες σε μένα, στοχεύσεις της συντάκτριάς σας.
Οι αναγνώστες σας, λοιπόν, δικαιούνται να γνωρίζουν όσα είναι βέβαιο ότι γνωρίζει – αλλά διαστρέφει ή παραγνωρίζει, δυσφημώντας με- και η κυρία Καλτάκη και, με βάση αυτά, να εξαγάγουν τα δικά τους συμπεράσματα. Καταρχάς, η κυρία Καλτάκη, πέραν των άλλων ψευδολογιών και προσβλητικών υπαινιγμών με τους οποίους διανθίζει το άρθρο της, αποκρύπτει στους αναγνώστες της κάτι που η ίδια γνωρίζει άριστα, καθώς συνιστά θεμελιακή γνώση περί τα θεατρικά πράγματα: το ότι η επιλογή του σκηνογράφου, σε οποιοδήποτε θέατρο, κρατικό ή μη, συνιστά επιλογή του σκηνοθέτη και όχι επιλογή του επικεφαλής του όποιου πολιτισμικού οργανισμού. Η «πυκνότητα» της επαγγελματικής μου εργασίας λοιπόν, τόσο στο κρατικό όσο και σε άλλα θέατρα, δεν θα μπορούσε να οφείλεται σε κάποια άνωθεν «επιβολή». Σχετίζεται απλούστατα με το γεγονός ότι έχω σφυρηλατήσει, εδώ και τόσα έτη, σταθερές συνεργασίες, καλλιτεχνική επικοινωνία και πνευματική σύμπλευση με σημαντικούς σκηνοθέτες του ελληνικού θεάτρου. Τα ονόματά τους και οι σταθερές συνεργασίες μου μαζί τους είναι ομοίως γνωστά και διαφανέστατα σε οποιονδήποτε παρακολουθεί θέατρο.
Στο ίδιο της το άρθρο, άλλωστε, η κυρία Καλτάκη, όσο και αν επιχειρεί να διαστρέψει την αλήθεια με ανοίκειους υπαινιγμούς, δεν μπορεί να παραγνωρίσει το προφανές, ότι δηλαδή είμαι «σταθερή συνεργάτις συγκεκριμένων αξιόλογων σκηνοθετών», όπως η ίδια αναγκάζεται να παραδεχθεί. Όπως γνωρίζει άλλωστε η κυρία Καλτάκη, διετέλεσα μέλος της επιτροπής εκλογής του διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, αφού επελέγην στη θέση αυτή λόγω ακριβώς της εντατικής, πολυετούς εργασίας μου για το Εθνικό Θέατρο, όλα τα προηγούμενα χρόνια. Με άλλα λόγια, δεν συμμετείχα στην επιτροπή και έκτοτε «επέτυχα» συνεργασίες με το Εθνικό Θέατρο. Συμμετείχα στην επιτροπή ακριβώς επειδή ήδη συνεργαζόμουν στενά, ως σκηνογράφος, με σκηνοθέτες που είχαν ανεβάσει παραστάσεις τους (και) στο Εθνικό Θέατρο και συνεπώς είχα γνώση της λειτουργίας του σπουδαίου αυτού οργανισμού, ως τακτική καλλιτεχνική συνεργάτιδα βασικών δημιουργικών συντελεστών του.
Περιττεύει να λεχθεί ότι δεν ανέλαβα «έκτοτε» (δηλαδή μετά την εκλογή του κ. Μόσχου και συνεπώς δήθεν «ανταποδοτικώς») τη σκηνογραφία «πολλών» παραστάσεων του Εθνικού Θεάτρου ή άλλων δημόσιων φορέων. Όπως όλοι γνωρίζουν (και σε κάθε περίπτωση όποιος ενδιαφέρεται για την αλήθεια μπορεί εύκολα να το διαγνώσει) ο αριθμός παραστάσεων του Εθνικού Θεάτρου των οποίων ανέλαβα το έργο της σκηνογραφίας μετά την ανάληψη των καθηκόντων του κ. Μόσχου, είναι μικρότερος από τον αριθμό παραστάσεων στις οποίες απασχολήθηκα σε προηγούμενες σαιζόν, πριν την ανάληψη της διεύθυνσης του Εθνικού Θεάτρου από τον κ. Μόσχο. Ούτως ή άλλως, ο αριθμός και το είδος του σκηνογραφικού μου έργου, τόσο για το Εθνικό Θέατρο και δημόσιους φορείς όσο και για μη κρατικές θεατρικές σκηνές, είναι πασίγνωστα σε όλους όσοι έχουν ελάχιστη επαφή με τα θεατρικά πράγματα. Μια απλή περιήγηση στην ιστοσελίδα του αρχιτεκτονικού γραφείου www.flux-office.com θα ήταν αρκετή για να αντιληφθεί κάποιος όλα τα έργα που έχουμε εκπονήσει, οι συνεργάτες μου κι εγώ, όλα αυτά τα χρόνια, στην Ελλάδα και διεθνώς. Γνωστή ακόμη είναι και η πρόσφατη επιλογή του αρχιτεκτονικού μας γραφείου για τη διαμόρφωση του Αρχείου Καβάφη αλλά και για πλήθος άλλων συναφών έργων σημαντικής εμβέλειας, όπως η σχεδίαση της έκθεσης για τον Ιάννη Ξενάκη στο ΕΜΣΤ.
Οφείλονται, άραγε, κατά την κυρία Καλτάκη, και αυτά τα έργα, ανατεθέντα στο αρχιτεκτονικό μας γραφείο από τρίτους φορείς, ιδιωτικούς και δημόσιους, ελληνικούς και διεθνείς, στο ότι «συμμετείχα στην επιτροπή» που εξέλεξε τον διευθυντή ενός άσχετου με τα παραπάνω πολιτιστικού οργανισμού (δηλαδή του Εθνικού Θεάτρου); Εκτιμώ πως η απάντηση είναι προφανής. Ομολογώ ότι μου προκαλεί αμηχανία το να επικαλούμαι, για να υπερασπιστώ την επαγγελματική μου τιμή, μια διαδρομή δεκαετιών, που η πλειονότητα των ανθρώπων του θεάτρου αλλά και εν γένει της αρχιτεκτονικής, έχει αναγνωρίσει ως ευδόκιμη. Την ίδια αμηχανία μου προκαλεί το να πρέπει να επισημάνω ότι η επιλογή μου ως σκηνογράφου γίνεται ελεύθερα από τους σκηνοθέτες που εκτιμούν το έργο μου, όπως εκτιμώ κι εγώ το δικό τους. Αναγκάζομαι όμως να το κάνω, τώρα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, διότι μόνο η κυρία Καλτάκη επιχείρησε, τόσα έτη που δραστηριοποιούμαι στο χώρο, να αποδώσει την καλλιτεχνική μου δραστηριότητα σε δήθεν «χαριστικές» συναλλαγές.
Έτσι, η στηλιτευόμενη (από πότε, αλήθεια, συνιστά αντικείμενο ψόγου η εργατικότητα ενός καλλιτέχνη;) «πυκνότητα» της δραστηριότητας του αρχιτεκτονικού μας γραφείου και εμού, δικαιούμαι, πλέον, μετά από τόσα χρόνια σκληρής δουλειάς, να δηλώσω ότι οφείλεται στον επαγγελματισμό μας, την εργατικότητά μας και την ποιότητα του καλλιτεχνικού μας έργου. Η ποιότητα αυτή έχει πιστοποιηθεί και αναδειχθεί με πλήθος βραβεύσεων, μεταξύ άλλων και στη διεθνή έκθεση σκηνογραφίας της Πράγας που επικαλείται η ίδια η κυρία Καλτάκη, όπου το 2011 απονεμήθηκε στο γραφείο μας το χρυσό μετάλλιο, και όπου είχαμε επίσημη συμμετοχή και κατά το έτος 2022.
Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω ότι, χωρίς αμφιβολία, ίδιες αρετές έχουν να επιδείξουν και άλλοι συνάδελφοι-σκηνογράφοι, τους οποίους τιμώ απεριόριστα. Η προσπάθεια της κυρίας Καλτάκη να κατασκευάσει μια τεχνητή αντιπαράθεση ανάμεσα σε συναδέλφους (μια ανύπαρκτη αντιμαχία μεταξύ δήθεν αδιαφανώς «ευνοουμένων» και δήθεν «αδικημένων») θα πέσει στο κενό. Ας είναι βέβαιη η κυρία Καλτάκη ότι οι σχέσεις που έχω καλλιεργήσει με τους συναδέλφους μου, όλα αυτά τα έτη, δεν πρόκειται να δηλητηριασθούν από το συκοφαντικό της άρθρο.
Με εκτίμηση, Εύα Μανιδάκη».