Εκατοντάδες μικροί εσωτερικοί προσωπικοί θάνατοι και άλλες τόσες βίαιες συνειδητοποιήσεις ότι αυτό που νοσταλγείς είναι ήδη νεκρό. Σε κάθε μία από τις απώλειες των τελευταίων ημερών βλέπουμε κομμάτια του εαυτού μας που δεν μπορούμε πια να προσποιούμαστε ότι υπάρχουν ακόμα.
Η μνήμη, η νοσταλγία, η ωραιοποιημένη εικόνα του παρελθόντος ως παρηγοριά, την τελευταία εβδομάδα έσπασαν τα μούτρα τους, καθώς έπεσαν με φόρα πάνω σε τοίχους, που δεν ήταν άλλοι από τις έκτακτες ειδήσεις με ανακοινώσεις για τους θανάτους σημαντικών Ελλήνων. Κάθε ένας θάνατος σήμαινε πολύ περισσότερα από τη σιγή της συγκεκριμένης προσωπικότητας. Διότι κάθε μια από αυτές στη δημόσια σφαίρα δεν ήταν αυτό που πραγματικά υπήρξε, οντολογικά. Έφερε όλα όσα είχαμε επενδύσει επάνω τους, για προσωπικούς μας λόγους και εξυπηρετήσεις. Αφηγήσεις, συναισθήματα, ιδέες, προσδοκίες.
H Mάρθα της παιδικότητας, η Παπά του μεγαλείου
Τι πενθούμε πέρα από το έργο και την προσφορά τους; Στη Μάρθα Καραγιάννη είδαμε να χάνεται η αφελής αθωότητα των παιδικών και εφηβικών χρόνων μας. Το παιδί που την έβλεπε να κρατά το τηγάνι με τους κεφτέδες και τα κοτσιδάκια την παρακολουθούσε στις μηχανορραφίες για να παντρέψει τα αδέλφια του αγαπημένου της, τη θαύμαζε ως σέξι αλλά καπάτσα γυναίκα που παίρνει αυτό που της αξίζει και αυτόν που θέλει. Γέλια και εκδρομές και οικογενειακές συνάξεις με φαγητό της μαμάς με «φστ μπόινγκ» και ο «άνδρας που θα παντρευτώ». Το ανέφελο κάτι, που ήταν και σέξι, ολοστρόγγυλα ποθητό, δεν υπέσκαπτε τη θηλυκότητά του, αλλά μπορούσε να είναι αστείο, ζεστό, οικείο. Ανθρώπινο.
Η Ειρήνη Παπά ήταν το θάμβος. Η δυνατότητα. Το παράσημο. Το «μπορούμε ακόμα καλύτερα», το «μπορούμε να πετύχουμε τα πάντα». Να είμαστε Έλληνες και αγέρωχοι και ατρόμητοι. Η αίσθηση ενός μεγαλείου προαιώνιου, αυτού που μας έκανε να ξεχωρίζουμε ανά τον κόσμο. Η ομορφιά ενός αγάλματος, το πάθος που παραπέμπει στην ελληνική μυθολογία και μια άθραυστη ψυχή. Ο θάνατός της, το γεγονός ότι καμία και κανένας δεν μπόρεσε να ακολουθήσει αυτά τα χνάρια, είναι μια βαθιά πληγή για αυτό που μας κάνει να νιώθουμε Έλληνες και Ελληνίδες, με τον τρόπο που το νιώθουμε όταν οι αθλητές μας σηκώνουν κύπελλα και φορούν χρυσά μετάλλια.
Θρηνώντας ξανά την Τζένη Καρέζη
Ο Καζάκος, πάλι, με τον θάνατό του ανέσυρε κύματα ακόμα πιο βαθιά. Μαζί με τον Κώστα Καζάκο θρηνήσαμε ξανά και την Τζένη Καρέζη. Ήταν αναπόφευκτο. Ένα κομμάτι όχι τόσο παιδικότητας όπως στην περίπτωση της Καραγιάννη, αλλά της άγουρης ενηλικίωσης. Ορμητικής ενηλικίωσης που είχε το βλέμμα της Καρέζη, τη σπηλαιώδη φωνή του Καζάκου.
Η ελληνική ψυχή που ερωτεύεται, αντιστέκεται, διψά για δημοκρατία, για πραγματική ζωή, για την ανύψωση του πνεύματος που ξεκινά από τα σκονισμένα πεζοδρόμια και τα καθίσματα ενός θεάτρου.
Ευγνωμοσύνη που θωράκισε την «ταυτότητα»
Και μετά ο Παντερμαλής. Εδώ έχουμε το πρόσημο του εθνικού. Του κλειδοκράτορα. Εδώ όμως η απώλεια δεν βιώνεται ως κλείσιμο μιας σελίδας. Είναι η ευγνωμοσύνη που κυριαρχεί, το σκύψιμο του κεφαλιού.
Ο Παντερμαλής μάς προσέφερε μια ταυτότητα διαρκή, μια σύνδεση με αυτό που υπήρξαμε που δεν μπορεί να διαρραγεί, δεν μπορεί να σιωπήσει. Μας έδειξε τη ζωντανή φλέβα που θα συνεχίσει να είναι αιμοδότης για το παρόν και το μέλλον μας. Η θλίψη εδώ είναι σαν ένα προσκύνημα στη σημαία ή σε ένα εικόνισμα. Όπου πιστεύει καθείς.
Θρηνούμε και γινόμαστε μελό και ευφάνταστοι και προσωπικοί στα social media μετά από κάθε απώλεια, γιατί κάτι προσωπικό χάνουμε, ένα δικό μας κομμάτι μέσα από κάθε θάνατο μιας προβεβλημένης, διακεκριμένης προσωπικότητας. Και ακόμα και όταν ο θάνατος γίνεται αφορμή για λάσπη, χλεύη, ανακούφιση, και πάλι κάτι εσωτερικό, βαθύ, δικό μας έχουμε χάσει. Ή κάποια έλλειψη που μας βασανίζει νομίζουμε ότι έχουμε καλύψει.
Πενθούμε πρωτίστως για αυτά τα μικρά προσωπικά μας κομμάτια που τεχνητά κρατούσαμε στη ζωή, αλλά τώρα πια δεν μπορούμε να προσποιούμαστε ότι υπάρχουν ακόμα. Μερικές φορές παραδεχόμαστε ότι, τελικά, δεν υπήρξαν ποτέ πραγματικά.